Ὁ Shakespeare διερωτᾶται πολλὲς φορὲς στὸν Μάκμπεθ – εἶναι ἡ ζωὴ μία ἱστορία εἰπωμένη ἀπὸ ἕναν ἠλίθιο, πλήρης ἤχου καὶ ὀργῆς, πού δὲ σημαίνει τίποτα; Ὑπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἢ γιὰ νὰ τὸ θέσουμε διαφορετικά, ζοῦμε γιὰ κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, ἢ ἡ ζωὴ εἶναι μία χαοτική, ἀκυβέρνητη καὶ ἄσκοπη ροὴ γεγονότων; Θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικιστικὰ ὑποκινούμενες ἀνθρωποκτονίες, πληθωρισμός, ὑποσιτισμός, ἀσθένειες, φανατισμένοι “συνομιλητές”, “δημοκρατικοὶ” κομματικοὶ ψηφοφόροι. Χειρότερα ἀκόμα, ἔχουμε ἀποκτήσει μία σκληρή, ἁρπακτικὴ ὕπαρξη, παρόλο ποὺ γνωρίζουμε πὼς εἴμαστε καταδικασμένοι στὴν στέρηση, τὴν ἀσθένεια, τὸ θάνατο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψυχρὸ μοτίβο πίσω ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς.
Πᾶνε τέσσερα μὲ πέντε χρόνια ποὺ εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο. Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε ἡ πρώτη, οὔτε -εἶμαι σίγουρος- ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐνδίδω ὅταν μὲ τραβάει τὸ μανίκι. “Never let me go”. Ἡ παράσταση εἶχε τελειώσει, κατεβαίναμε τὰ σκαλοπάτια καθὼς μᾶς κτύπησε τὰ ρουθούνια πνιγηρὴ ἡ μούχλα τοῦ πεζοδρομίου.
Τὸ ἐρώτημα τῆς ἀντιστοιχίας μεταξύ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἐνεργοῦν, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ τί ἀκριβῶς συμβαίνει μέσα τους, παραμένει ἄλυτο γιὰ αἰῶνες. Ἐντούτοις, ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν πὼς ἐνέργειες καὶ ἐνεργοῦντες ἀπαιτοῦν διαφορετικὲς ἑρμηνεῖες, ἀνιχνεύουν κοινὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα: (i) ἐνεργώντας γνωρίζω ποὺ ἀποσκοποῦν οἱ ἐνέργειές μου καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἐνεργῶ (καὶ τὰ γνωρίζω αὐτὰ μὲ ἕναν μοναδικό, ὑποκειμενικὸ τρόπο) (ii) οἱ ἐνέργειές μου ὑποβάλλονται σὲ κάποιο ἔλεγχο (εἶμαι σὲ θέση νὰ ἀποσαφηνίσω τοὺς λόγους τῶν ἐνεργειῶν μου καὶ νὰ παρακινηθῶ ἀπ΄αὐτούς), καὶ (iii) ἐκλαμβάνοντας τὸν ἑαυτό μου ὡς μία διακριτὴ ἰδιαιτερότητα, ἔχω τὴν ἱκανότητα νὰ κατευθύνω τὴν πορεία τῶν γεγονότων σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν πράξεών μου. Στὶς περίπλοκες ὅμως περιπτώσεις (αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο, καὶ γιὰ τὴ μελέτη τους εἶναι ἀπαραίτητος ὁ συνυπολογισμὸς τῆς διανοητικῆς ἐσωτερικότητας) οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ δώσουν μία σαφῆ ἐξήγηση γιὰ τὰ κίνητρα τῶν πράξεών τους.
Ἤδη τὸ τοπίο εἶναι φορτωμένο μὲ τόσο πολλὲς παραλλαγὲς ποὺ εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον νὰ φτάσει σὲ ἀρκετὰ μεγάλο ὕψος γιὰ νὰ μπορέσει νὰ διακρίνει ὅλες τὶς ἐναλλακτικὲς ἐξηγήσεις ποὺ τὸν ὠθοῦν στὶς πράξεις του. Ἐὰν ὅμως παρόλα αὐτὰ τὸ κάνει, πολὺ συχνὰ φτάνει στὴν ἀμφισβήτηση τῶν ἴδιων του τῶν πράξεων (δὲν ἔκανα τὸ "A", στὴν πραγματικότητα ἔκανα τὸ "Β") καὶ τὸ δεδηλωμένο κίνητρο ἔχει ἐλάχιστη ἢ καμμιὰ σύνδεση μὲ τὴν πράξη ποὺ θὰ ὑπαγόρευε ὁ χαρακτήρας, τὸν ὁποῖο ἀναγνωρίζει ὡς ἑαυτό του. Πρόσφατα στοιχεῖα ἐξελικτικῆς βιολογίας ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη πὼς οἱ τοποθετήσεις, οἱ ἠθικὲς περιγραφές, καὶ τὰ κίνητρά μας ὑπάρχουν μόνο φαινομενικά, καὶ στὴν οὐσία εἴμαστε ἔντονα προδιατεθιμένοι νὰ ἐνεργοῦμε μὲ τρόπους ποὺ ἑρμηνεύονται καλύτερα ἀπὸ ἐξελικτικὲς θεωρίες, καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς δεδηλωμένες ἀπόψεις μας, ἢ τὶς συνήθειες αὐτοῦ ποὺ περιγράφουμε σὰν χαρακτήρα μας.
Ἂς ἐξετάσουμε τὴν εἰκόνα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι θεωροῦν πὼς ἐνεργοῦν σκόπιμα καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν πρωτοβουλία ἐκτέλεσης τῶν πράξεών τους, καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα συνειδητοποιοῦν πὼς μοιάζουν περισσότερο μὲ τὶς κάπως ἀξιολύπητες μορφὲς αὐτῶν, ποὺ ὁδηγοῦν μιὰ μηχανὴ τραβολογώντας ξέφρενα διάφορα νήματα καὶ πατώντας κουμπιά, τῶν ὁποίων ὁ ρόλος τοὺς εἶναι ἄγνωστος, δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν κινούμενη μηχανὴ στὴν ὁποία ἐπιβαίνουν, καὶ ἀκολουθοῦν μιὰ πορεία παντελῶς ἄσχετη μὲ ἐκείνη ποὺ προσποιοῦνται πὼς ἀκολουθοῦν. Ἐὰν ἐπεκτείναμε τὴν εἰκόνα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἡ μηχανὴ ἀκολουθεῖ μία προγραμματισμένη ἐκ τῶν προτέρων πορεία, ἡ ὁποία παραμένει ἀναλλοίωτη ἀνεξάρτητα μὲ τὶς προσπάθειες τοῦ ὁδηγοῦ της νὰ τὴν ἀλλάξει, εἶναι ρυθμισμένη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ξεπεσμένη ἀνθρώπινη φύση, τὴ γενετικὴ κληρονομιά, τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις, τοὺς νόμους τῆς φυσικῆς, ἢ οἱονδήποτε ἄλλο ἀνεξέλεγκτο παράγοντα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φανταστεῖ. Ἴσως ἡ μηχανὴ αὐτὴ νὰ φαίνεται λίγο τυχαία, ὑποκείμενη σὲ ἕναν ἀπέραντο ἀριθμὸ μεταβλητῶν ποὺ κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ, νὰ ἐλέγξει, ἢ νὰ προβλέψει ἀποτελεσματικά. Μὲ ἄλλα λόγια μοίρα, πεπρωμένο, ἢ τυφλὴ πιθανότητα.
Ἐπιπλέον, ἂς σκεφτοῦμε πὼς αὐτὸ ποὺ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐπηρεάσουμε εἶναι στὴν πραγματικότητα πολύ, πολὺ λιγότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε μὲ τὴ μεγαλύτερη αἰσιοδοξία νὰ ὑποθέσουμε. Πῶς ἀποφασίζουμε τί θὰ ἀγοράσουμε, ποιὸν θὰ ψηφίσουμε, ποιὸν ἀγαπᾶμε, γιὰ ποιὸν εἴμαστε πρόθυμοι νὰ θυσιαστοῦμε; Εἶναι μᾶλλον εὐκολότερο νὰ υἱοθετήσουμε τὸ συμπέρασμα πὼς ἁπλῶς εἴμαστε συμμέτοχοι σὲ μία “θεατρικὴ παρασταση” ὡς συνειδητοὶ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ζωὲς μας διαβιοῦν ἀνεξάρτητα ἀπό μᾶς, καὶ ἀκόμα καὶ ὅταν κάποιοι πόθοι ἢ ἀσυναίσθητες ἐπιθυμίες μας ἱκανοποιοῦνται, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἁπλῶς εἴχαμε τὴν τύχη νὰ μᾶς συμβεῖ. Δὲν εἴμαστε λοιπὸν ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις μας, ἡ “κινούμενη μηχανὴ” εἶναι ἡ μόνη ὑπεύθυνη, ἐμεῖς ἁπλὰ περιμένουμε νὰ δοῦμε τί θὰ συμβεῖ, ποὺ θὰ καταλήξουν οἱ τυχαῖες ἐπιλογές της.
Καταϊδρωμένος ἄνοιξα τὰ μάτια μετὰ τὸν ἐφιάλτη. Ἕνα ἄδειο μπουκάλι Strathisla κάτω ἀπὸ τὴ λάμπα δίπλα ἀπό τὴν πολυθρόνα τοῦ καθιστικοῦ, εἶχε τὴ γνωστὴ σαρκαστικὴ του ἔκφραση. Αὐτὴ ποὺ παίρνει ὅταν δίνει ἑρμηνεῖες.
Πᾶνε τέσσερα μὲ πέντε χρόνια ποὺ εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο. Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε ἡ πρώτη, οὔτε -εἶμαι σίγουρος- ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐνδίδω ὅταν μὲ τραβάει τὸ μανίκι. “Never let me go”. Ἡ παράσταση εἶχε τελειώσει, κατεβαίναμε τὰ σκαλοπάτια καθὼς μᾶς κτύπησε τὰ ρουθούνια πνιγηρὴ ἡ μούχλα τοῦ πεζοδρομίου.
Τὸ ἐρώτημα τῆς ἀντιστοιχίας μεταξύ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἐνεργοῦν, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ τί ἀκριβῶς συμβαίνει μέσα τους, παραμένει ἄλυτο γιὰ αἰῶνες. Ἐντούτοις, ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν πὼς ἐνέργειες καὶ ἐνεργοῦντες ἀπαιτοῦν διαφορετικὲς ἑρμηνεῖες, ἀνιχνεύουν κοινὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα: (i) ἐνεργώντας γνωρίζω ποὺ ἀποσκοποῦν οἱ ἐνέργειές μου καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἐνεργῶ (καὶ τὰ γνωρίζω αὐτὰ μὲ ἕναν μοναδικό, ὑποκειμενικὸ τρόπο) (ii) οἱ ἐνέργειές μου ὑποβάλλονται σὲ κάποιο ἔλεγχο (εἶμαι σὲ θέση νὰ ἀποσαφηνίσω τοὺς λόγους τῶν ἐνεργειῶν μου καὶ νὰ παρακινηθῶ ἀπ΄αὐτούς), καὶ (iii) ἐκλαμβάνοντας τὸν ἑαυτό μου ὡς μία διακριτὴ ἰδιαιτερότητα, ἔχω τὴν ἱκανότητα νὰ κατευθύνω τὴν πορεία τῶν γεγονότων σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν πράξεών μου. Στὶς περίπλοκες ὅμως περιπτώσεις (αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο, καὶ γιὰ τὴ μελέτη τους εἶναι ἀπαραίτητος ὁ συνυπολογισμὸς τῆς διανοητικῆς ἐσωτερικότητας) οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ δώσουν μία σαφῆ ἐξήγηση γιὰ τὰ κίνητρα τῶν πράξεών τους.
Ἤδη τὸ τοπίο εἶναι φορτωμένο μὲ τόσο πολλὲς παραλλαγὲς ποὺ εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον νὰ φτάσει σὲ ἀρκετὰ μεγάλο ὕψος γιὰ νὰ μπορέσει νὰ διακρίνει ὅλες τὶς ἐναλλακτικὲς ἐξηγήσεις ποὺ τὸν ὠθοῦν στὶς πράξεις του. Ἐὰν ὅμως παρόλα αὐτὰ τὸ κάνει, πολὺ συχνὰ φτάνει στὴν ἀμφισβήτηση τῶν ἴδιων του τῶν πράξεων (δὲν ἔκανα τὸ "A", στὴν πραγματικότητα ἔκανα τὸ "Β") καὶ τὸ δεδηλωμένο κίνητρο ἔχει ἐλάχιστη ἢ καμμιὰ σύνδεση μὲ τὴν πράξη ποὺ θὰ ὑπαγόρευε ὁ χαρακτήρας, τὸν ὁποῖο ἀναγνωρίζει ὡς ἑαυτό του. Πρόσφατα στοιχεῖα ἐξελικτικῆς βιολογίας ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη πὼς οἱ τοποθετήσεις, οἱ ἠθικὲς περιγραφές, καὶ τὰ κίνητρά μας ὑπάρχουν μόνο φαινομενικά, καὶ στὴν οὐσία εἴμαστε ἔντονα προδιατεθιμένοι νὰ ἐνεργοῦμε μὲ τρόπους ποὺ ἑρμηνεύονται καλύτερα ἀπὸ ἐξελικτικὲς θεωρίες, καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς δεδηλωμένες ἀπόψεις μας, ἢ τὶς συνήθειες αὐτοῦ ποὺ περιγράφουμε σὰν χαρακτήρα μας.
Ἂς ἐξετάσουμε τὴν εἰκόνα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι θεωροῦν πὼς ἐνεργοῦν σκόπιμα καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν πρωτοβουλία ἐκτέλεσης τῶν πράξεών τους, καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα συνειδητοποιοῦν πὼς μοιάζουν περισσότερο μὲ τὶς κάπως ἀξιολύπητες μορφὲς αὐτῶν, ποὺ ὁδηγοῦν μιὰ μηχανὴ τραβολογώντας ξέφρενα διάφορα νήματα καὶ πατώντας κουμπιά, τῶν ὁποίων ὁ ρόλος τοὺς εἶναι ἄγνωστος, δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν κινούμενη μηχανὴ στὴν ὁποία ἐπιβαίνουν, καὶ ἀκολουθοῦν μιὰ πορεία παντελῶς ἄσχετη μὲ ἐκείνη ποὺ προσποιοῦνται πὼς ἀκολουθοῦν. Ἐὰν ἐπεκτείναμε τὴν εἰκόνα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἡ μηχανὴ ἀκολουθεῖ μία προγραμματισμένη ἐκ τῶν προτέρων πορεία, ἡ ὁποία παραμένει ἀναλλοίωτη ἀνεξάρτητα μὲ τὶς προσπάθειες τοῦ ὁδηγοῦ της νὰ τὴν ἀλλάξει, εἶναι ρυθμισμένη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ξεπεσμένη ἀνθρώπινη φύση, τὴ γενετικὴ κληρονομιά, τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις, τοὺς νόμους τῆς φυσικῆς, ἢ οἱονδήποτε ἄλλο ἀνεξέλεγκτο παράγοντα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φανταστεῖ. Ἴσως ἡ μηχανὴ αὐτὴ νὰ φαίνεται λίγο τυχαία, ὑποκείμενη σὲ ἕναν ἀπέραντο ἀριθμὸ μεταβλητῶν ποὺ κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ, νὰ ἐλέγξει, ἢ νὰ προβλέψει ἀποτελεσματικά. Μὲ ἄλλα λόγια μοίρα, πεπρωμένο, ἢ τυφλὴ πιθανότητα.
Ἐπιπλέον, ἂς σκεφτοῦμε πὼς αὐτὸ ποὺ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐπηρεάσουμε εἶναι στὴν πραγματικότητα πολύ, πολὺ λιγότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε μὲ τὴ μεγαλύτερη αἰσιοδοξία νὰ ὑποθέσουμε. Πῶς ἀποφασίζουμε τί θὰ ἀγοράσουμε, ποιὸν θὰ ψηφίσουμε, ποιὸν ἀγαπᾶμε, γιὰ ποιὸν εἴμαστε πρόθυμοι νὰ θυσιαστοῦμε; Εἶναι μᾶλλον εὐκολότερο νὰ υἱοθετήσουμε τὸ συμπέρασμα πὼς ἁπλῶς εἴμαστε συμμέτοχοι σὲ μία “θεατρικὴ παρασταση” ὡς συνειδητοὶ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ζωὲς μας διαβιοῦν ἀνεξάρτητα ἀπό μᾶς, καὶ ἀκόμα καὶ ὅταν κάποιοι πόθοι ἢ ἀσυναίσθητες ἐπιθυμίες μας ἱκανοποιοῦνται, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἁπλῶς εἴχαμε τὴν τύχη νὰ μᾶς συμβεῖ. Δὲν εἴμαστε λοιπὸν ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις μας, ἡ “κινούμενη μηχανὴ” εἶναι ἡ μόνη ὑπεύθυνη, ἐμεῖς ἁπλὰ περιμένουμε νὰ δοῦμε τί θὰ συμβεῖ, ποὺ θὰ καταλήξουν οἱ τυχαῖες ἐπιλογές της.
Καταϊδρωμένος ἄνοιξα τὰ μάτια μετὰ τὸν ἐφιάλτη. Ἕνα ἄδειο μπουκάλι Strathisla κάτω ἀπὸ τὴ λάμπα δίπλα ἀπό τὴν πολυθρόνα τοῦ καθιστικοῦ, εἶχε τὴ γνωστὴ σαρκαστικὴ του ἔκφραση. Αὐτὴ ποὺ παίρνει ὅταν δίνει ἑρμηνεῖες.
Ἐνδιαφέρον ζήτημα καί σέ ἄμεση σχέση μέ τήν προηγούμενη ἀνάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω πώς δὲν μπορεῖ νὰ ἀξιολογηθεῖ, νὰ ἐκτιμηθεῖ, νὰ ὁρισθεῖ ἡ ζωὴ σὰν νόημα , σκοπός, ἢ περιεχόμενο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέρος αὐτοῦ του «ἐρωτήματος – προβλήματος». Πάσης φύσεως κρίσεις, ἀπαντήσεις, θεωρίες, θρησκευτικές, ἐπιστημονικές, ἰδεολογικὲς ἀποτελοῦν καὶ αὐτὲς μέρος τοῦ «προβλήματος» καὶ ἂν ἀξιολογοῦνται, τότε ἀξιολογοῦνται ἀπὸ τὸ πόσο ἀποτελεσματικὲς εἶναι καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ πόση «ἀλήθεια» περιέχουν.
Ἡ συνείδηση μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τὸ κυρίαρχο καὶ τὸ μοναδικὸ «κινοῦν αἴτιον» τῆς ζωῆς, εἶναι δηλαδὴ καὶ αὐτὴ μία συνιστώσα, ἕνα σύμπτωμα τοῦ ὅλου φαινομένου, ἀλλὰ ὅπως ὅλες οἱ συνιστῶσες ἐπηρεάζει μὲ τὸν τρόπο της. Δηλαδὴ ἡ «κινούμενη μηχανὴ» δὲν εἶναι ἀνεξέλεγκτη. Τὸ ἂν ὁ «ἔλεγχος» αὐτὸς γίνεται συνειδητὰ καὶ σὲ ποιὸ βαθμό, εἶναι δευτερεῦον στὴν προσπάθεια κατανόησής της.
Ἕνα ἐρώτημα, πού βάζω συχνά στον ἑαὐτό μου εἶναι, ( καί θά ἤθελα νά τό ἀπευθύνω σε κάποιον βιολόγο, π.χ. Dawkins ): Ποῦ ξέρουμε ὅτι τά ἄλλα –πλήν τοῦ ἀνθρώπου - ζῶα δέν ἔχουν συνείδηση; Εἴτε κυρίαρχη, εἴτε συμπτωματικῆς φύσεως, ἀλλά πάντα λειτουργική; Νομίζω ὅτι τά ἀναπάντητα ἐρωτήματα εἶναι τά πιό ἐνδιαφέροντα…
Θὰ πρόσθετα ὅμως, ὅτι γιὰ τὴν συγκρότηση καὶ λειτουργία πάσης φύσεως κοινωνιῶν ἡ ἔννοια τῆς προσωπικῆς εὐθύνης εἶναι ἐκ τῶν "οὐκ ἄνευ".
Δεχόμενος τὸ παραπάνω σκεπτικό, ὅπως βλέπω μὲ ἐπιφύλαξη τὴν ἄποψη ὅτι εἶναι ὁ καθοριστικὸς παράγων τῆς ζωῆς, δυσπιστῶ ἰδιαίτερα σὲ βιολογικὲς ἐξελικτικὲς θεωρίες πού θεωροῦν τὴν συμπεριφορὰ κυρίως ζήτημα δεδομένης ( ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ; ) προδιάθεσης. Δὲν γνωρίζω ἂν κάποιες ἀπὸ αὐτὲς τὶς θεωρίες, τὰ ὅποια συμπεράσματα προκύπτουν ἀπὸ μελέτη ξεχωριστῶν βιολογικῶν ὀργανισμῶν τὰ μεταφέρουν σὲ ἐπίπεδο κοινωνιῶν. Ἂν ἐπιχειρεῖται κάτι τέτοιο, μοῦ φαίνεται τουλάχιστον ὑπεραπλουστευτικό.
Ἡ θεατρικὴ παράσταση δὲν εἶναι ἐξ ἀρχῆς γραμμένη καὶ σκηνοθετημένη, ἀλλὰ γράφεται, παίζεται καὶ σκηνοθετεῖται ἀνὰ πάσα στιγμή. Μὲ τὴν συμμετοχὴ - ἐκ τῶν πραγμάτων - ὅλων μας.
Είναι μερικές σκέψεις που στριφογυρνούσανε στο μυαλό μου από τότε που διάβασα το βιβλίο, αλλά επανήλθαν εχθές το βράδυ μόλις γύρισα σπίτι αφού είχα δει αυτή τη φορά την ταινία “Never let me go”.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλο και περισσότερα αποτελέσματα νευροβιολογικών ερευνών αποδεικνύουν πως η συνείδηση δεν είναι μοναδικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό.
Σαφώς η προσωπική ευθύνη είναι εκ των "ουκ άνευ" για τη συγκρότηση και λειτουργία οποιασδήποτε κοινωνίας αλλά αν τη δει κανείς υπό το πρίσμα με το οποίο το ερώτημα τίθεται από τον Kazuo Ishiguro στο “Never let me go” είναι πολύ διαφορετικής φύσης.
Τα αναπάντητα ερωτήματα είναι τα πιό ενδιαφέροντα καθώς και εκείνα στα οποία η απάντηση που έχει δοθεί δεν είναι ικανοποιητική.