VIDEO
Ἄν ἡ ἀφομοίωση στό
περιβάλλον εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἕνα τόσο σύνθετο ἔργο ὅσο δέν εἶναι γιά τά ὑπόλοιπα
ζωντανά ὄντα, κι ἄν γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποεῖ αἰσθήματα καί κρίσεις,
αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκες διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῶν ὑπολοίπων ὄντων.
Μόνον ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ πολιτισμό καί ἀναπτύσσεται σέ σχέση μ’αὐτόν. Κάτι
τέτοιο λοιπόν πρέπει νά σημαίνει ὅτι ὁ πολιτισμός ἀντιστοιχεῖ σέ ἀνάγκες εἰδικά
ἀνθρώπινες. Ἀλλά οἱ ζωτικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, σέ σχέση μέ τήν ἐπιθυμία, ὅπως
ἄλλωστε καί οἱ ἀνἀγκες ὅλων τῶν ζώων, ἀνάγονται εἴτε στή διατροφή εἴτε στό σέξ.
Πρέπει συνεπῶς τώρα ν’ἀνακαλύψουμε σέ ποιά ἀπό τίς δύο λειτουργίες ἀντιστοιχεῖ ὁ
πολιτισμός. Δέ μποροῦμε νά καταλήξουμε μέ σύγκριση, ἐφόσον ἡ ἁπλή παρατήρηση τῶν
γεγονότων δέν θά μᾶς ἐπέτρεπε νά ταχθοῦμε ὑπέρ τῆς μιᾶς κι ὄχι ὑπέρ τῆς ἄλλης,
διότι καί ἡ διατροφή καί ἡ σεξουαλική ζωή τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου διαφέρουν ἀπό
τήν διατροφή καί τή σεξουαλική ζωή τοῦ ἄγριου ἤ τοῦ ζώου.
Τό συγκεκριμένο δεδομένο τοῦ
ὁποίου ἡ μελέτη θά μᾶς ἐπέτρεπε νά ἀνακαλύψουμε τή φύση τῆς ἀνάγκης τοῦ ἀνθρώπου,
πρέπει νά εἶναι κάτι πού χαρακτηρίζει τόν πολιτισμό. Αὐτό πού διακρίνει τό
περιβάλλον τοῦ πολιτισμένου εἶναι, ὅπως ἤδη ἔχουμε δεῖ ὅταν μελετούσαμε τό
σύμβολο, ἡ διαμόρφωση στό ὑπαρκτό περιβάλλον μιᾶς νέας ἔννοιας, πού δέν ἀφορᾶ ἄμεσα
οὔτε στή διατροφή οὔτε στό σέξ: τῆς ἔννοιας τῆς ἀξίας. Τά ἀντικείμενα ἔχουν γιά
τόν ἄνθρωπο ἀξία καθεαυτήν ἄρα θά πρέπει νά προχωρήσουμε μέ τή μελέτη τῆς ὑπάρχουσας
σχέσης μεταξύ τοῦ ἀντικειμένου ἀξίας καί τῆς ἀνάγκης. Ἡ ἀξία εἶναι εἰδική ἔννοια,
εἶναι ἡ κοινωνική μορφή πού τό πολιτισμένο ὄν δίνει στήν ἐπιθυμία του γιά τό ἀντικείμενο.
Νά γιατί ἡ δυναμική κίνηση τῆς κοινωνίας δέν ἀνάγεται οὔτε στή διατροφή οὔτε
στό σέξ, ἀλλά εἶναι εἰδική καί συνιστᾶ οἰκονομική κίνηση. Κάθε ἀντικείμενο πού ἐπιθυμεῖ
ἡ κοινωνία ἔχει οἰνομική ἀξία. Γιά νά γνωρίσουμε τήν προέλευση τοῦ πολιτισμοῦ
καί γιά νά καταλάβουμε τόν ψυχολογικό ρόλο τῆς ἀξίας θά πρέπει νά μελετήσουμε
τό ἀντικείμενο ὡς σύστοιχο τῆς κοινωνικῆς ἐπιθυμίας σέ σχέση μέ τήν ἐπιθυμία
καθεαυτή. Ξέρουμε ὅμως ὅτι τό ἀντικείμενο ἔχει γιά τήν ἐπιθυμία ἀξία σεξουαλική.
Ἄρα θά μπορέσουμε ἴσως νά ἀνακαλύψουμε καί τήν προέλευση καί τόν μηχανισμό τῆς
δυναμικῆς τοῦ πολιτισμοῦ μέ τή μελέτη τῆς σχέσης μεταξύ τοῦ ἀντικειμένου καί τῆς
σεξουαλικῆς ἐνέργειας. Ἡ ἠθική μας θά πρέπει τότε νά εἶναι σύμφωνη μέ τούς
νόμους πού καθορίζουν τήν ἐξέλιξη τῆς κοινωνικῆς ἐπιθυμίας. Νά γιατί ἡ ἠθική
μας δέ θά πρέπει νά εἶναι ἀντίθετη μέ τή διαλεκτική τῆς οἰκονομικῆς κίνησης τῆς
κοινωνίας.
Γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐπιθυμία ἀναζητᾶ
τήν ἡδονή: τήν πλήρη καί ὁριστική ἡδονή πού τό Ἐγώ μας συλλαμβάνει
προκαταβολικά καί πού τό ὀνομάζουμε εὐτυχία .
Γιά τήν κοινωνία, ἡ εὐτυχία θά εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐπιθυμίας της. Ἡ εὐτυχία
εἶναι, ἄρα, ἡ ἰδανική ἡδονή, καί τό ἰδανικό τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο
ἀπό τήν ἀνακάλυψη τῆς εὐτυχίας. Ἡ εὐτυχία εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἡδονή. Ἡ ἡδονή ἱκανοποιεῖ ὁλόκληρη τήν προσωπικότητα, στήν συγκινησιακή
της ζωή, συνειδητή καί ἀσυνείδητη, στά συναισθήματα καί στό πνεῦμα της. Ἔτσι ἐνῶ
τό ζῶο μπορεῖ νά ἀναζητᾶ, καί ὄντως ἀναζητᾶ, τήν ἡδονή, δέν κυνηγάει τήν εὐτυχία,
πού εἶναι τέλεια ἡδονή καί πού μόνο ὁ πολιτισμένος μπορεῖ νά συλλάβει, γιατί
μόνον αὐτός εἶναι ἱκανός νά ἐκφέρει κρίση καί νά τήν προκαταλάβει. Ὅ,τι
χαρακτηρίζει τή συμπεριφορά τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀναζήτηση
τῆς εὐτυχίας. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο ὄν πού τήν ἀναζητᾶ, εἶναι καί τό
μόνο ὄν πού ἀνακάλυψε μιά συμπεριφορά πού εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἄρνηση τῆς ἡδονῆς καί
ἡ ἀντίθεση τῆς εὐτυχίας: τήν αὐτοκτονία. Ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὑπάρχουν ζῶα πού αὐτοκτονοῦν.
Εἶναι λάθος. Ὅπως κάποιοι ἄνθρωποι, ἔτσι καί κάποια ζῶα μποροῦν νά πεθάνουν ἀπό
πόνο, μποροῦν δηλαδή νά χάσουν τήν ἐνέργεια πού τούς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἀντισταθοῦν
στόν πόνο. Ὅμως ἡ αὐτοκτονία δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα ἔλλειψης ἐνέργειας. Ἀντίθετα
γιά νά αὐτοκτονήσεις θά πρέπει νά δράσεις. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἀποτέλεσμα
συνειδητῆς δράσης, πού κατευθύνεται ἐναντίον τῆς ἴδιας τῆς πηγῆς της, ἐναντίον
τῆς ζωῆς της δηλαδή.
Ἀφοῦ ἡ εὐτυχία εἶναι
σύστοιχο τῆς ἐπιθυμίας, ἡ προέλευσή της θά πρέπει νά εἶναι σεξουαλική. Κι ἐφόσον
ἡ εὐτυχία εἶναι διευρυμένη ἐπιθυμία – διότι εἶναι ἐπιθυμία πού ἐκπηγάζει ἀπό ὅλη
τήν προσωπικότητα καί ὄχι μόνο ἀπό τό Ἐγώ - ὡς ἐπιθυμία εἶναι, προφανῶς
διευρυμένη σεξουαλικότητα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς εὐτυχίας πρέπει
νά εἶναι ἕνα διευρυμένο σεξουαλικό ἀντικείμενο, κι ὅτι, κατά συνέπεια, δέ μπορεῖ
νά εἶναι καθαρά φυσιολογικό. «Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο προϊόν τῆς φύσης, ἀλλά ἀκόμη,
σ΄ἕναν πιό ὑψηλό βαθμό, προϊόν τοῦ συνόλου τῶν κοινωνικῶν σχέσεων», γράφει ὁ
Ριάζανοφ. Αὐτή ἡ επιθυμία τῆς εὐτυχίας κι αὐτό τό ἀντικείμενο τῆς εὐτυχίας, ἀποτελοῦν
ὅ,τι ὀνομάζουμε ἔρωτα . Ὅ,τι εἶναι ἡ
σεξουαλικότητα γιά τήν ἐπιθυμία, εἶναι καί ὁ ἔρωτας γιά τό συναίσθημα, τό ὁποῖο
εἶναι ἡ μορφή ἐκείνη τῆς ἐπιθυμίας πού περιβάλλει ὅλη τήν προσωπικότητα. Ἡ ἠθική
τῆς εὐτυχίας-ἐπιθυμίας εἶναι, λοιπόν, ἠθική τοῦ ἔρωτα.
Γιά νά βρεῖ τήν εὐτυχία, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐρωτευθεῖ!
Ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἔρωτας ὡς ἀντικείμενο
εἶναι διευρυμένη σεξουαλικότητα, σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε ἀντίθετος
οὔτε ταυτόσημος μέ τό σεξουαλικό ἀντικείμενο. Ὁ ἔρωτας θά εἶναι, ἑπομένως,
σεξουαλικότητα μετουσιωμένη. Ἀλλά στό ἀντικείμενο τῆς μετουσίωσης ἀντιτίθεται
τό ἀντικείμενο τῆς νεύρωσης. Ὀνομάζουμε ἀντικείμενο ἐκεῖνο πού, ὑποχρεώνοντας
τήν ἐπιθυμία, γιά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο λόγο, νά καθηλωθεῖ σέ κάτι πού παρακωλύει
τήν κανονική της ἐξέλιξη, ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ ἱκανοποίηση κατάλληλη
γιά τή φυσική του ἀνάπτυξη. Ὁ νευρωτικός υἱοθετεῖ ἀπέναντι στόν φυσιολογικό
σκοπό μιά στάση φυγῆς, διότι ἔχει τάση νά κατευθύνεται πρός μία πραγματικότητα ἀντίθετη
πρός τά φυσιολογικά του ἐνδιαφέροντα. Κάθε φυγή εἶναι νεύρωση ἐνῶ ἡ μετουσίωση
εἶναι διεύρυνση τοῦ κανονικοῦ σεξουαλικοῦ ἀντικειμένου. Ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία δέν εἶναι
μόνο ἀτομική ἀλλά καί κοινωνική, θά ἐχουμε κατ’ἀνάγκην κοινωνικές νευρώσεις. Κι
ἀφοῦ ἡ θρησκεία, ὅπως εἴδαμε, εἶναι φυγή, δέ μπορεῖ παρά ν’ ἀποτελεῖ κοινωνική
μορφή νεύρωσης. Κάθε κοινωνική νεύρωση εἶναι καί νεύρωση τοῦ ἀτόμου, διότι σέ
τελευταῖα ἀνάλυση θἀ ἀνακαλύπτουμε πάντα στή βάση μιᾶς κοινωνικῆς νεύρωσης μιάν
ἠθική ἐπιταγή μή-λογικῆς προέλευσης πού ἀπαγορεύει τήν ἐκπλήρωση κάποιας ἀτομικῆς
ἐπιθυμίας. Γιά τό ἄτομο ὅμως ἡ κοινωνική νεύρωση δέ εἶχε ποτέ τόσο τρομακτικές
συνέπειες ὅσο ἡ ἀτομική νεύρωση διότι τό νά δεχθεῖς μιά κοινωνική νεύρωση
σημαίνει ἤδη ὅτι συμμορφώνεσαι σ’ἕνα περιβάλλον, σημαίνει ὅτι προσαρμόζεσαι ἀντί
νά φεύγεις - ἐντούτοις, μέ μόνη τή διαφορά ὅτι αὐτή ἡ προσαρμογή θά εἶναι
μερική, ἀφοῦ κάθε φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα, ἀκόμη καί ἡ συλλογική φυγή, ὑποχρεώνει
τό ὄν νά δεχθεῖ μιάν ἠθική πού, τουλάχιστον σ’ἕνα σημεῖο, θά πρέπει ἐξ ὁρισμοῦ
νά εἶναι ἀντίθετη πρός τήν ἠθική τῆς ἐπιθυμίας. Ἀπό τήν ἄλλη κάθε κοινωνική ἀπελευθέρωση
δέν ἀποτελεῖ ἀναγκαστικά ἀτομική ἀπελευθέρωση. Εἶναι δυνατόν, καί συμβαίνει
πολύ συχνά, μιά ἐπαναστατική ἠθική νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό ἄτομα γιά λόγους
νευρωτικούς. Γι’αὐτούς τούς ἀνθώπους οἱ ἐπαναστατικές διεκδικήσεις, ἀντί νά εἶναι
ἡ κανονική συνέπεια ἑνός ἀγῶνα γιά μεγαλύτερη ἀπελευθέρωση, γίνονται μέσον γιά
νά ἐπιταχύνουν τό ρυθμό τῆς ἀτομικῆς τους νεύρωσης. Εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο
συχνά οἱ ἐπαναστάτες δροῦν καί στή συνέχεια καταλήγουν νά σκέφτονται μέ τρόπο ἀντιεπαναστατικό.
Ἡ προσωπική τους νεύρωση τούς ἐμποδίζει νά σχηματίσουν σωστή ἀντίληψη τῆς ἐπαναστατικῆς
συμπεριφορᾶς. Ἡ παρέκκλιση, πού ἡ νεύρωσή τους κάνει στήν ἐπιθυμία τους νά ὑποστεῖ,
ἐπηρεάζει τίς πράξεις τους καί στή συνέχεια τίς ἰδέες τους. Νά γιατί τόσοι καί
τόσοι ἐπαναστάτες καταλήγουν τόσο συχνά νά περνοῦν στήν ἀντίδραση. Ἡ ἀναπόφευκτη
μετάθεση πού ἀναπτύσσεται ὁρισμένες στιγμές μεταξύ ἀτομικῆς καί κοινωνικῆς ἐπιθυμίας,
παράγει ἀπογοητεύσεις, ἀκὀμη καί προδοσίες. Ὅμως αὐτός ὁ κίνδυνος, ἰδωμένος ἀπό
τή γωνία τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι, εἶναι σχετικά ἀσήμαντος, γιατί δέν
προσδιορίζει παρά μόνο τή συμπεριφορά κάποιων ἀτόμων καί ὄχι τό ἴδιο τό ἐπαναστατικό
κίνημα. Εἶναι διαφορετικά ὅταν οἱ δυσκολίες τῶν συνθηκῶν τοῦ ἀγῶνα λυγίζουν τήν
ἐπαναστατική ἐπιθυμία τῶν μαζῶν καί τήν ὑποκινοῦν νά βρεῖ νευρωτικό ἀντιστάθμισμα
στήν παρεμποδιζόμενη ἐπιθυμία τους, διότι τότε κοινωνική πρωτοπορία ἀναζητᾶ ὑποκτάστατο
τῆς συγκεκριμένης πραγματικότητας καί ἀναπτύσσει μιά ψύχωση πού μεταβάλλει τόν ἔρωτα
τῆς ἐπανάστασης σέ λατρεία τῆς ἐπανάστασης καί τήν ἐκτίμηση γιά τόν ἀρχηγό σέ
τυφλή λατρεία τοῦ προσώπου του.
Ἄν τό πρόβλημα τοῦ ἔρωτα εἶναι τόσο δυσεπίλυτο
γιά τό ἄτομο καί τήν κοινωνία, εἶναι γιατί ἡ ἀνακάλυψή τοῦ ἀντικειμένου τοῦ ἔρωτα
γίνεται ἀργά καί μετά ἀπό μακρόχρονη ὀντογενετική καί φυλογενετική ἐξέλιξη, πού
σήμερα δέν ἔχει ἀποπερατωθεῖ. Ὅπως κάθε ἐξέλιξη, ἔτσι καί ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπιθυμίας
γίνεται κοπιαστικά. Ἄν γιά τό ζωικό εἶδος πού φτάνει σ’αὐτό τό βαθμό ἀνάπτυξης
πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος ἡ σεξουαλική ἐπιθυμία εἶχε βρεῖ ἕνα ἀντικείμενο τοῦ ὁποίου
ἡ ἀναζήτηση γινόταν ἤδη μέσω κληρονομικῶν συνηθειῶν, δηλαδή ἀπό ἔνστικτο, δέ
συνέβαινε τό ἴδιο γιά τήν ἐπιθυμία ὡς συναίσθημα. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς συναισθηματικῆς
ἐπιθυμίας δέν ἀρχίζει παρά μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο “Ἑστίες Πυρκαγιᾶς ” τοῦ Νικόλα Κάλας (Nicolas Calas)
Μετάφραση Γιάννα Σαββίδου
Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθῆνα 1997