Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020
Γλωσσοφάγος
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020
Οἱ πραιτωριανοὶ τοῦ Μητσοτάκη ἐπὶ τὸ ἔργον...
Κάποιοι ἀνακαλύπτουν παρανομίες τοῦ ΚΚΕ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα ποινικὰ ἐγκλήματα τῆς ἑλληνικῆς ἀστυνομίας. Μιᾶς ἀστυνομίας χωμένης στὰ παράνομα κυκλώματα ἠλεκτρονικοῦ ἐγκλήματος, πορνείας, ναρκωτικῶν , καὶ κυρίως ὡς μηχανισμοῦ προβοκάτσιας...
.
Φυσικὰ γι αὐτὸ ποὺ εἴδαμε, τὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ τραμπούκικη σύλληψη, δὲν εἶναι ὑπεύθυνα τὰ ροτβάϊλερ τῆς ΔΙΑΣ, πῶς μπορεῖς νὰ ζητήσεις εὐθύνες ἀπὸ ἕνα ἀφιονισμένο ροτβάϊλερ. Υπεύθυνοι εἶναι οἱ ἐντολεῖς τους Χρυσοχοίδης καὶ Μητσοτάκης...
Στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἑκάστοτε Μητσοτάκη βρίσκονται τὰ παραπάνω ροτβάϊλερ. Στὴν σημερινὴ κυβέρνηση -τὴν χειρότερη ὅλων - ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν χούντα τοῦ 67 - δὲν κρατιοῦνται οὔτε τὰ στοιχεώδη προσχήματα. Εἰσβολὲς σὲ κινηματογράφους, σπίτια, ξυλοδαρμοὶ...γίνονται δημοκρατικὰ...
Σὲ λίγο θὰ μᾶς συλλαμβάνουν ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ὄμορφοι...
Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020
Ἀκηδία
Σταμάτησε τυχαῖα μπροστά ἀπό μιά ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Ἀκτῖνες φωτός δραπέτευαν ἀπό τίς χαραμάδες τῆς πόρτας καί ἀπό μέσα μποροῦσε νά ἀκούσει φωνές καί γέλια. Κτύπησε δυνατά γιά νά σιγουρευτεῖ πώς θά τόν ἄκουγαν παρά τίς ἠχηρές τους συζητήσεις. Ἀλλά ἐκείνη τή στιγμή ἄκουσε πίσω του μιά γυναικεῖα φωνή νά λέει “Γειά σου”.
Γύρισε νά δεῖ ποιά ἦταν. Μιά γυναῖκα γύρω στά εἴκοσι πέντε πού φοροῦσε τριμένα μπλουτζήν καί μιά σχισμένη μπλοῦζα, στεκόταν στό σκοτάδι λίγο μακρύτερα.
“Νωρίτερα μέ προσπέρασες χωρίς νά σταματήσεις” εἶπε, “παρόλο πού σέ φώναξα”.
“Ἀλήθεια; Συγγνώμη, δέν σᾶς ἄκουσα.”
“Εἶσαι ὁ Κώστας ἔτσι δέν εἶναι;”
“Ναί” ἀπάντησε κάπως ἔκπληκτος.
“Ἡ Φύλλια, σέ ἀναγνώρισε καθώς περνοῦσες μποστά ἀπό τόν σταθμό τῶν ΚΤΕΛ. Ἤσουν σέ κείνη τήν παρέα δέν εἶναι ἔτσι; Μέ τόν Γιάννη, τόν Μανώλη καί τήν Ἀμαλία, τήν Νίτσα καί τούς ἄλλους.”
“Ναί,” ἀπάντησε. Ἀνέφερε μερικά ὀνόματα τόν Ἀλέκο, τήν Βάσω, τόν Γρηγόρη, τόν Σταμάτη, τήν Καιτούλα γιά νά διαπιστώσει ἄν τό κορίτσι θά ἀναγνώριζε κανένα ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα. “Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅμως πώς ὅλα αὐτά ἔγιναν ὅταν ἤσασταν πολύ μικρή ἴσως καί νά μήν εἴχατε γεννηθεῖ τότε” εἶπε. “Ἐκπλήσομαι μέ τό γεγονός πώς γνωρίζετε αὐτά τά πράγματα.”
“Ναί αὐτά συνέβησαν πολύ πρίν γεννηθῶ ἀλλά ἡ μητέρα τῆς Φύλλιας, ἡ Χριστίνα, μᾶς ἔχει μιλήσει μέ λεπτομέρειες γιά ὅλους σας. Ἔτσι γνωρίζουμε περισσότερα ἀκόμα καί ἀπό τούς γηραιότερους πού ἔμεναν τότε ἐδῶ. Ἡ Φύλλια σέ ἀναγνώρισε ἀμἐσως ἀπό τίς φωτογραφίες.”
“Δέν εἶχα ἰδέα πώς οἱ νέοι ἐπιδεικνύουν τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά τό παρελθόν μας. Συγγνώμη πού σᾶς προσπέρασα προηγουμένως, καταλαβαίνετε σ’αὐτή τήν ἡλικία κανείς ἀποπροσανατολίζεται εὔκολα μετά ἀπό ἕνα μακρύ ταξίδι μέ τό καράβι.”
Ξανακτύπησε πάλι τήν πόρτα, αὐτή τή φορά μᾶλλον ἀνυπόμονα, ἄν καί δέν ἤθελε νά φέρει σέ πέρας τή συζήτηση μέ τό κορίτσι. Ἐκείνη τόν κοίταξε γιά μιά στιγμή, καί μετά ἀπό λίγο τόν εἶπε, “Ὅλοι σας ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή εἶστε ἔτσι. Ἡ Χριστίνα γύρισε πρίν λίγα χρόνια. Τό ‘13, ἤ μπορεῖ τό ‘14. Ἦταν ἔτσι ὅταν πρωτοῆρθε, λίγο ἀόριστη καί ἀσαφής. Φαίνεται πώς μένει αὐτό τό κουσούρι μετά ἀπό τά συνεχῆ ταξίδια.”
Μερικές φορές συμβαίνει νά εἶσαι μέ τούς φίλους σου καί μετά νά μήν ἔχεις φίλους. Καί ἡ φιλία ἔχει περάσει. Καί ὅλες οἱ παλιές μέρες ἔχουν χαθεῖ καί ἐν τῶ μεταξύ τό νερό στό συντριβάνι μέ τά δελφίνια νά ἔχει ἀδειάσει. Μερικές φορές νομίζεις πώς ἀγαπήθηκες, πώς οἱ ἄνθρωποι σέ συμπαθοῦσαν καί μετά διαπιστώνεις πώς αὐτό δέν συνέβη ποτέ. Δέν ἀγαπήθηκες καί ἡ ἀγάπη εἶναι παρελθόν. Καί ὁλόκληρες χαμένες μέρες καί ἐν τῶ μεταξύ τό νερό στό συντριβάνι μέ τα δελφίνια ἄδειασε ὅλο στό δρόμο. Καί μερικές φορές θέλεις νά ἐξηγήσεις καί μετά δέν θέλεις νά μιλήσεις σέ κανένα. Καί ὕστερα ἡ εὐκαιρία νά δώσεις ἐξηγήσεις ἔχει χαθεῖ. Καί μετά συμβαίνει πώς δέν ἔχεις νά πᾶς πουθενά. Καί κατόπιν ἐλπίζεις πώς ὑπάρχει ἕνα μέρος πού θά μποροῦσες νά πᾶς καί νά φιλοξενηθεῖς ἐκεῖ ὅπως ἐκεῖνα τά χρόνια τά περασμένα. Μετά διαπιστώνεις πώς ἡ εὐκαιρία ἐχάθη. Ἀναρωτιέσαι ἄν ὅλα αὐτά ἔχουν σημασία καί μόλις ἡ σκέψη αὐτή σέ κατακλύζει σταματοῦν τά πάντα νά ἔχουν σημασία. Τό συντριβάνι ὅμως μέ τά δελφίνια ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἐκεῖ στεγνό.
“Ὧστε ἔτσι λοιπόν. Ἡ Χριστίνα εἶναι ἐδῶ. Ξέρετε, δέν ἦταν τίποτα σημαντικό. Εἶναι σαφές πώς κανείς δέν ἔχει πρόσβαση σέ ὁλόκληρη τήν ἀναπτυξιακή διαδικασία ἑνός ἀτόμου καθώς στίς κοινωνικές μας ἀλληλεπιδράσεις ἔχουμε τή δυνατότητα νά βλέπουμε σύντομα στιγμιότυπα τῆς ζωῆς ἑνός ἀτόμου, καί στήν εἰκόνα πού σχηματίζουμε γιά κάποιον εἶναι ἀδύνατο νά συμπεριλάβουμε τά πάντα λαμβάνοντας ὑπόψη τόν μετασχηματισμό ἑνός ἀτόμου ἀπό τή γέννησή του μέχρι τήν τελική του ἐξάχνωση. Ἔτσι εἶναι εὔκολο κανείς συχνά νά φτάνει σέ λανθασμένα συμπεράσματα.”
“Παρεμπιπτόντως μήπως ξέρετε ποιός μένει σ’αὐτό τό σπίτι;” Κτύπησε ξανά τήν πόρτα.
“Οἱ Ἀμπατζόγλου” ἀπάντησε τό κορίτσι.
“Τό σπίτι τους εἶναι παλιό. Πιθανόν νά σέ θυμοῦνται.”
“Οἱ Ἀμπατζόγλου” ἐπανέλαβε, ἀλλά τό ὄνομα δέν τόν θύμιζε πολλά.
“Γιατί δέν ἔρχεσαι στό σπίτι μας; Ὅλοι μας θά τό θέλαμε πολύ. Θά ἦταν μιά καλή εὐκαιρία γιά μᾶς νά μιλήσουμε σέ κάποιον γιά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες.”
“Θά ἤθελα πολύ νά ἔρθω ἀλλά πρῶτα καλύτερα νά τακτοποιηθῶ ἐδῶ. Οἱ Ἀμπατζόγλου εἴπατε.”
Κτύπησε πάλι τήν πόρτα αὐτή τή φορά δυνατότερα.Τελικά ἡ πόρτα ἄνοιξε ρίχνοντας φῶς στόν δρόμο. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος στάθηκε στήν πόρτα. Τόν ἐξέτασε προσεκτικά γιά μερικά λεπτά, καί κατόπιν ρώτησε “Εἶσαι ὁ Κώστας ἔτσι δέν εἶναι;”
“Ναί, μόλις ἔφτασα, τό ταξίδι μέ τό καράβι εἶναι μακρύ καί πιάνει σέ ὅλα τά νησιά πρίν φτάσει ἐδῶ.”
Ὁ ἡλικιωμένος κύριος σκέφτηκε γιά λίγο καί εἶπε, “Καλά πέρασε μέσα.”
Τό δωμάτιο ἦταν μικρό, ἀκατάστατο, τασάκια γεμᾶτα ἀποτσίγαρα, καπνός, ἕνα ραδιόφωνο, βιβλία, μερικά σπασμένα ἔπιπλα. Μιά λάμπα δίπλα στό τραπέζι ἦταν ἡ μοναδική πηγή φωτός, πού τόν ἔδωσε τήν δυνατότητα νά μετρήσει μερικές καμπουριαστές φιγοῦρες νά κάθονται γύρω-γύρω στό μικρό δωμάτιο. Ὁ ἡλικιωμένος κύριος τόν ὁδήγησε σέ μιά καρέκλα δίπλα στή λάμπα. Φωνές γύρω του ρωτοῦσαν ἐάν εἶναι καλά, ἄν ἔρχεται ἀπό μακρυά, ἄν πεινάει. Κάποια στιγμή οἱ ἐρωτήσεις τελείωσαν καί μιά σιωπή ἄρχισε νά κρυσταλοποιεῖ πράγματα καί σκέψεις. Γύρισε στήν καρέκλα του προσπαθῶντας νά διαπιστώσει τί γνώριζαν γιά τήν παλιά παρέα οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν μέσα σέ κεῖνο τό δωμάτιο. Καθώς ἔκανε αὐτές τίς σκέψεις ξαφνικά κάποια ἔντονη αἴσθηση ἀναγνώρισης ἄρχισε νά τόν διακατέχει. Εἶχε ἐπιλέξει τυχαῖα νά κτυπήσει τήν πόρτα αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλά τώρα μποροῦσε νά δεῖ καθαρά ὅλα τά πολύτιμα τεμάχια τοῦ παρελθόντος του. Στό δωμάτιο αὐτό εἶχε περάσει ἐκεῖνα τά χρόνια πού ἔμενε ἐδῶ. Ἔβλεπε τό σημεῖο πού καθόταν τίς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας, τίς μακρές περιόδους ἡρεμίας πού βυθιζόταν στά βιβλία, τήν καρέκλα, τό κρεβάτι, τό στρῶμα, τό ψυγειάκι, τήν πόρτα, τό παράθυρο πού ἄφηνε ἀνοιχτό τίς καλοκαιρινές μέρες γιά νά μπαίνει φρέσκο ἀεράκι καί ἦταν σίγουρος πώς ἄκουγε τώρα τίς φωνές τῶν φίλων του νά διαπληκτίζονται στήν ταράτσα γιά τήν πολιτική, τήν μουσική, ἤ τήν ποίηση.
Εἶναι βράδυα πού τά ὄνειρα καρφώνονται στή σκέψη καί σέ κατακλύζουν. Ἔτσι καί τώρα στό ὄνειρο ὑπῆρχε μιά συνεχής ἐπίμονη ἐπανάληψη πώς ἀπό τώρα καί στό ἐξῆς θά πρέπει νά φοράω μάσκα. Τί εἴδους μάσκα ρωτῶ τό ὄνειρο. Τή μάσκα τῶν νεανικῶν σου χρόνων, ἀπαντᾶ τό ὄνειρο. Μά τήν ἔχω φορέσει ἤδη αὐτή τή μάσκα, ἀπαντῶ, τήν ἔχω ἐξαντλήσει. Τότε βάλε τή μάσκα τῆς Θεσσαλονίκης, χρησιμοποίησε αὐτή τή μάσκα. Τή μάσκα αὐτή τήν ἔχω χρησιμοποιήσει πολύ, ἀπαντῶ. Ἀνοησίες, λέει τό ὄνειρο, τότε βάλε τή μάσκα τῶν Δωδεκανήσων αὐτή εἶναι ἡ μάσκα πού θά σέ δώσει τήν αἴσθηση τοῦ παραδείσου. Εἶναι πολύ σφικτή, ἀπαντῶ στό ὄνειρο, καί ὅταν τή φορῶ νοιώθω σάν μυρμήγκια νά περπατοῦν πάνω στό πρόσωπό μου. Τότε φόρεσε τή μάσκα τοῦ στρατοῦ τοῦ Xi’an τῆς Κίνας, εἶπε τό ὄνειρο. Τήν φόραγα κι αὐτήν γιά πολύ καιρό, ἀπάντησα στό ὄνειρο, καί τήν Σκωτσέζικη κι ἐκείνη τοῦ Λίβερπουλ, πολλά χρόνια, ὅλες τους εἶναι τόσο δημοφιλεῖς καί κοινότυπες καί ἐφαρμόζουν τόσο εὔκολα. Ἀκόμα κι ἐκείνη τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Mahidol ἔχει πιά γίνει σάν τά καλλοπισμένα πρόσωπα πού μιλοῦν στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης. Τό ὄνειρο ἔχασε τήν ὑπομονή του καί ἄρχισε νά κραυγάζει. Πάρτο ἀπόφαση δέν θά ξαναφορέσεις τό πραγματικό σου πρόσωπο, πᾶνε αὐτά πού γνώρισες στό παρελθόν. Θά πρέπει νά φορᾶς μάσκα στό ἐξῆς γιά νά προστατευθοῦν ἄγνωστοι, γνωστοί καί φίλοι ἀπό τίς μολυσμένες λέξεις πού παράγει τό στόμα, ἀπό τίς ἐκφραστικές κινήσεις τοῦ προσώπου πού μαρτυροῦν αἰσθήματα, πού δείχνουν δυσαρέσκεια καί ἀπόρριψη ὑγειῶν προθέσεων αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐγκριθεῖ ἀπό τάς μή κυβερνητικάς ὀργανώσεις. Πρέπει ὅλα νά καλύπτονται γιά νά ὑπάρχει τάξη.
Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020
Κάμπια
Ἡ ἀλλαγή τῆς
φυσικῆς ἐμφάνισης ἑνός ἐμβίου ὅντος δέν εἶναι πουθενά πιό ἀξιοπρόσεκτη παρά σέ ἐκεῖνα
τά ζωϊκά εἴδη ὅπως ἡ κάμπια ἤ ὁ βάτραχος τά ὁποῖα ὑφίστανται τή διαδικασία τῆς μεταμόρφωσης. Κάμπια ὀνομάζεται ἡ προνύμφη τῶν λεπιδοπτέρων ἐντόμων καί εἶναι τό στάδιο τῆς μεταμόρφωσης πού προηγεῖται τῆς χρυσαλίδας καί τῆς πεταλούδας. Ἡ κάμπια ζεῖ μοναχικά τρώγωντας μέ λαιμαργία φύλλα ὥσπου κλείνεται στό κουκούλι καί σταδιακά μεταμορφώνεται σέ χρυσαλίδα. Εἶναι προφανές ὅτι ἕνας παρατηρητής, λόγω
τῶν ἀξιοσημείωτων διαφορῶν μεταξύ τῶν διαφορετικῶν σταδίων τῆς ἀνάπτυξής της, δέν
θά εἶχε ἰδέα πώς ἡ κάμπια μετασχηματίζεται σέ πεταλούδα, ἐλλείψει κάποιας γενετικῆς
ἐπιβεβαιώσεως.
Τό παράδοξο αὐτῶν τῶν παρατηρήσεων εἶναι πώς εἶναι ἀδύνατο νά εἰπωθεῖ ὅτι ἡ πεταλούδα καί ἡ κάμπια εἶναι τό ἴδιο καί τό αὐτό πράγμα, παρά τό γεγονός πώς εἶναι γνωστό ὅτι οἱ δύο αὐτές μορφές ζωῆς ἀντιστοιχοῦν σέ ἕνα ἐνιαῖο εἶδος. Ἡ ἐρώτηση πού προκύπτει ἐάν λάβουμε ὑπόψη αὐτό τό δεδομένο παράδειγμα εἶναι πώς ἄν καί ξέρουμε ὅτι τό ἀνθρώπινο ὡάριο καί τό σπέρμα ὅταν συνδυάζονται, παράγουν ἕναν ὀργανισμό ὁ ὁποῖος μιά μέρα θά γίνει ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας ἤ μιά γυναίκα, μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι ὁ παραγώμενος ὀργανισμός θά παραμείνει ἀμετάβλητος μέσω ὅλων τῶν μεταβατικῶν σταδίων μέχρι τήν ἐνηλικίωσή του; Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι δυνατό κάποιος πού δέν ἔχει πρόσβαση στήν ἱστορία τῆς ἐξέλιξης κάποιου συνανθρώπου του νά συνδέσει ἕνα νεογέννητο μέ τήν ἐνήλικη μορφή του/της; Ὅλοι ἀλλάζουμε τόσο πολύ πού ἡ ὁπτική σύνδεση τῶν πρώϊμων μέ τά μετέπειτα στάδια τῆς ἐξέλιξής μας εἶναι δύσκολη. Πόσο ἀνθεκτικός εἶναι λοιπόν κανείς στό χρόνο;
Τό πρῶτο
πράγμα πού θά μποροῦσε νά ἀπαντήσει κανείς εἶναι πώς κατά μῆκος ὅλων αὐτῶν τῶν
μεταβάσεων, ἡ ὑλική σύνθεση ἑνός ἀτόμου ἔχει ἐντελῶς ἀλλάξει. Τό πιθανότερο
εἶναι πώς κανένα ἀπό τά μόρια πού ὑπῆρχαν στό ὡάριο δέν διατηροῦνται στό ἐνήλικο
ἄτομο. Ὁ φυσικός καί χημκός χαρακτήρας ἑνός ἀτόμου ἀλλάζει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου.
Οἱ ἐκτιμήσεις αὐτές ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἕνα ἄτομο δέν παραμένει τό ἴδιο
κατά τή διάρκεια ὁλόκληρου τοῦ κύκλου τῆς ζωῆς του. Ἀντ’αὐτοῦ ὑποβάλλεται σέ διαδοχικούς
μετασχηματισμούς πού ἀλλάζουν βαθιά τήν ταυτότητα καί τή φύση τοῦ ἐαυτοῦ. Κατά
κάποιο τρόπο λοιπόν ἡ ἔννοια τοῦ ἐαυτοῦ θά πρέπει νά περιλαμβάνει ὅλα τά στάδια
τοῦ μετασχηματισμοῦ ἑνός ἀτόμου ἀπό τή γέννησή του μέχρι τήν τελική του ἐξαφάνιση.
Ἐντούτοις εἶναι ἀρκετά σαφές ὅτι κανείς δέν ἔχει πρόσβαση σέ ὁλόκληρη τήν
ἀναπτυξιακή διαδικασία κάποιου ἀπό τούς συνανθρώπους του. Στίς κοινωνικές μας
ἀλληλεπιδράσεις ἀσχολούμαστε λίγο πολύ μέ τήν ἐναλλαγή σύντομων στιγμιοτύπων κάποιου
ἀτόμου. Δεδομένου λοιπόν πώς ὁ καθένας μας εἶναι αὐτό πού οἱ ἄλλοι θεωροῦν γιά
μᾶς, τό ἐρώτημα εἶναι ἐάν ἡ ὕπαρξή μας εἶναι συνεχής γιά ἐβδομῆντα ἤ παραπάνω
χρόνια ἤ ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ὑπάρχουμε μόνο γιά μιά στιγμή.
Τά σώματά μας ἀποτελοῦνται ἀπό ὕλη ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἀποκλειστικά ὕλη. Ὑπάρχει καί ἡ διανοητική μας διάσταση. Ὅλο μας τό εἶναι δέν ἀποτελεῖται ἀπό κύτταρα, μόρια ἤ ἄτομα, ἀλλά καί ἀπό μνῆμες καί ὄνειρα. Ἀλλά ἀκὀμα κι ἄν κατορθώσουμε νά ἀντλήσουμε μερικές ἀπό τίς γενικότερες καί θεμελιώδεις ἰδιότητές μας ἀπό τίς ἀναμνήσεις μας ἡ εἰκόνα θά ἐξακολουθήσει νά εἶναι ἀποσπασματική. Τί θά μποροῦσε λοιπόν νά μᾶς καταστήσει ἀνθεκτικούς στό χρόνο; Ἀπό τί συνίσταται αὐτό πού θά μποροῦσε νά μᾶς καταστήσει ἀνθεκτικούς στό χρόνο; Εἶναι κάποιες οὐσιαστικές ἤ τυχαῖες ἰδιότητές μας;
Στήν περίπτωση τῆς κάμπιας ὁ μετασχηματισμός ἀπό προνύμφη σέ χρυσαλίδα περιλαμβάνει μιά διαδικασία πού ξεκινᾶ ἀπό τή λαιμαργία της καί τήν μετασχηματίζει σέ μιά ὑψηλότερη μορφή πού δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν θάνατο, τήν κατάπτωση ἤ τόν ἐκφυλισμό. Ἡ ἔννοια τῆς πεταλούδας δέν εἶναι αὐτή μιᾶς ἐκφυλίσμένης κάμπιας. Ἡ διαφορά τῆς λαιμαργίας τῆς κάμπιας μέ ἐκείνης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πώς ἡ ἀνθρώπινη λαιμαργία παίρνει ἄλλη κατεύθυνση καί καταλήγει στήν ὑποβάθμιση.
Σάββατο 1 Αυγούστου 2020
Ἡ ἀξιοπρέπεια
Οἱ μποέμικες δραστηριότητες, ἐκεῖνες τῶν ὁποίων ἡ χρησιμότητα δέν λογαριάζεται στήν ἐπιβίωση, καί μόνον αὐτές, συνεισφέρουν στήν ἐλευθερία, δηλαδή τήν ἀνθρώπινη άξιοπρεπή ὑπόσταση.
Κυριακή 5 Ιουλίου 2020
Ἐξουσία
Σάββατο 20 Ιουνίου 2020
Ἡ ἀφή
Ἕνα σύνολο σημάτων πού προσλαμβάνουμε ἀπό τόν κόσμο πού μᾶς περιβάλλει μᾶς δίνει τό αἴσθημα ὅτι εἴμαστε ἀσφαλεῖς ἤ ἐπισφαλεῖς. Τό φυσικό, στοργικό, ἐνθαρρυντικό ἄγγιγμα, εἶναι θεμελιῶδες σῆμα πώς εἴμαστε ἀσφαλεῖς, καθώς ὑπάρχει κάποιος πού νοιάζεται γιά μᾶς. Τό συναίσθημα τῆς ἀσφάλειας πού δίνεται ὅταν κάποιος κρατᾶ τό χέρι μας ἤ μᾶς ἀγκαλιάζει σφιχτά, συντελεῖ στήν ἔκκριση ὀρμονῶν καί βιοχημικῶν μορίων στό σῶμα καί τόν ἐγκέφαλο πού βοηθοῦν στήν ἀντιμετώπιση καταπονήσεων. Αὐτές οἱ βιοχημικές οὐσίες ρυθμίζουν αὐτόματα τό ἀνοσοποιητικό σύστημα, τήν ἀναπνοή, τήν πίεση τοῦ αἵματος καί τόν καρδιακό παλμό. Τό στοργικό χάδι κάνει τόν ὕπνο καλύτερο, χαμηλώνει τήν ἔκκριση νευροδιαβιβαστῶν, ἀπαλύνει τόν πόνο.
Οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν τίς αἰσθήσεις τους γιά νά ἀντιληφθοῦν τόν κόσμο. Ἡ ὅραση εἶναι πρωταρχική σ’αὐτή τή διαδικασία, ὡς ἡ αἴσθησις τῆς ἀληθείας. Πιστεύει κανείς μόνο αὐτό πού μπορεῖ νά δεῖ μέ τά μάτια του, τά μάτια δέν σέ ξεγελοῦν ποτέ. Ἡ ὅραση δίνει τήν δυνατότητα νά ἀντιληφθεῖ κανείς τό φῶς καί τό φῶς συμβολίζει τήν ἐπιστημονική πραγματικότητα καί τήν φιλοσοφική ἀλήθεια. Μετά τήν ὅραση ἀκολουθεῖ ἡ ἀκοή ἡ ὁποῖα διαχωρίζεται ἀπό τίς ὑπόλοιπες, τίς ἀποκαλούμενες κατώτερες αἰσθήσεις, τήν ὁσμή, τή γεύση καί τήν ἀφή. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές εἶναι παγιωμένες γιά αἰῶνες καί ἀναθεωρήσεις, ἐάν ποτέ ὑπῆρξαν, συνέβαιναν μέ πολύ ἀργό ρυθμό.
Ὁ κοροναϊός σέ ἕνα διάστημα πολύ λίγων ἐβδομάδων ἐπέφερε ραγδαῖες μεταβολές. Τά μάτια πού κάποτε ἐμπιστευόμασταν δέν εἶναι σέ θέση νά δοῦν τόν ἀόρατο ἐχθρό. Ἐνῶ κάποιοι ἄνθρωποι φαίνονται ἀπόλυτα ὑγιεῖς μποροῦν νά μεταδίδουν τήν ἀσθένεια ἐν ἀγνοία τους. Ἀσυμπτωματικοί φορεῖς εἶναι δυνάμει διασπορεῖς τῆς ἀσθένειας τοῦ ἰοῦ καί γιά τόν λόγο αὐτό συχνά περιγράφονται ὡς “σιωπηλοί”. Ὁ κοροναϊός δέν περιορίστηκε στήν ὅραση καί τήν ἀκοή ἀλλά κτύπησε σκληρά τήν ὁσμή καί τή γεύση. Ἡ ἀοσμία καί ἡ ἀπουσία τῆς γεύσης εἶναι πρώϊμα δείγματα τῆς μόλυνσης. Τά ζεστά φαγητά τῶν ἐστιατορίων ἔχουν τώρα ἀντικατασταθεῖ ἀπό τά κρύα καί ἄνοστα τῶν ντελιβεράδων.
Ἡ αἴσθηση πού ἐπλήγη περισσότερο ἀπό τόν κοροναϊό ὅμως εἶναι ἡ ἀφή. Κοινωνική ἀπόσταση, ἀποφυγή “μή ἀναγκαίων” ἐπαφῶν μέ πρόσωπα καί πράγματα, συχνό πλύσιμο τῶν χεριῶν μετά ἀπό κάθε ἄγγιγμα μέ ὁτιδήποτε. Εἶναι γνωστό πώς ἡ τιμή τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ μοναχικότητα. Ἡ διαδικτυωμένη μοναξιά πού μᾶς ἐπέβαλε ὅμως ὁ ἰός ἔχει καταστήσει δύσκολη τήν ἀπόλαυση τῶν ὠφελειῶν της. Ὁ κοροναϊός ἀναδεικνύοντας τή σημασία τῆς ἀφῆς τήν ἴδια στιγμή τήν ἐξουθένωσε ποικιλοτρόπως. Δέν εἶναι ὅμως μόνος του σ’αὐτό. Παλιότερα ἡ ἔκθεση στήν ὑπεριώδη ἀκτινοβολία τοῦ ἥλιου ἀλλά καί ὁ HIV μᾶς περιόρισαν -σέ μικρότερη βέβαια κλίμακα- στό κλείσιμο στό σπίτι. Μοιάζει σάν μιά συνωμοτική συντονισμένη ἐπιχείρηση τῶν ἀσθενειῶν νά ἐξοντώσουν τήν ἀφή...
Κυριακή 19 Απριλίου 2020
Λαμπρή
στ' ἀβάσταχτο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
ἐκπολιτίζουν τό κοινό
μέ τά φαντάσματά μας.
Τί γυρεύω.
Πᾶνος Θασίτης
ἐφέτος
Πρός τήν Ἀνάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τούς ἀέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά πρός τά πίσω
τή μαλλοῦρα του
τό γεγονός εἶν' ὁλοφάνερο:
βαρέθηκε
Παρασκευή 10 Απριλίου 2020
Καλόγερος
Ὁ καλόγερος (πτηνό τῆς οἰκογένειας τῶν Παριδῶν μέ τήν ἐπιστημονική ὀνομασία Parus major) ἐμφανίζεται συχνά στά χαμηλά κλαδιά τῶν δένδρων τοῦ κήπου κάνοντας ἀκροβατικές κινήσεις πού ὑποστηρίζονται ἀπό τά χτυπήματα τῶν φτερῶν του. Ὁ καλόγερος φημίζεται γιά τό φωνητικό του ρεπερτόριο καί γιά περισσότερο ἀπό μιά πεντηκονταετία ἀποτελεῖ τό πρότυπο εἶδος οἰκολογικῶν καί συμπεριφοριστικῶν ἐρευνῶν.