Ἡ συγκρότηση,ἡ διάρκεια μιᾶς κοινωνίας καί ἡ εὐτυχία τῶν μελῶν
της εἶναι συνάρτηση τῆς ἰδεολογίας της. Χωρὶς αὐτὴν ἡ κοινωνικὴ ἔνταξη εἶναι ἀδύνατη,
ὅταν ὅμως ὑπάρχει δίνει στὸν ἄνθρωπο πίστη καὶ ἱκανοποίηση γιὰ τὴν δημιουργικὴ
συμμετοχή του στὸ κοινωνικὸ καὶ ἱστορικὸ ἔργο. Οἱ ἰδεολογικὲς ἀλλαγές πού συμβαίνουν
σὲ περιόδους κοινωνικῶν ἀναταραχῶν εἶναι μία προσπάθεια κοινωνικῆς αὐτοσυντήρησης.
Ἀνάλογος εἶναι καί ὁ ρόλος τῶν θρησκειῶν. Θεωρῶντας τὸν ἄνθρωπο ὡς παραγωγό ἱστορίας,
καὶ ὄχι ἁπλῆ ροὴ ἐνστίκτων καὶ συναισθημάτων, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ φιλοσοφική ἤ ἡ ἠθική ἀξιολόγηση τῶν ἰδεολογιῶν, ἀλλὰ ἡ ἀποτελεσματικότητά
τους. Ἄρα οἱ ἰδεολογίες δὲν χωρίζονται σὲ καλὲς καὶ κακές, ἀληθινὲς ἢ ψεύτικες,
ἀλλὰ σὲ ἀποτελεσματικὲς καὶ μὴ ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ συνοχὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη εὐτυχία
πού παρέχουν.
Θὰ
παραθέσω δύο κεφάλαια ἀπὸ τὰ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. Στὴ σημερινὴ ἀνάρτηση ἀναλύονται τὰ 3 θεμελιώδη γνωρίσματα τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας ( καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας, ἀτομικὸς κατακερματισμός, κοινωνικὴ
κινητικότητα ) ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς λειτουργίας της μέσα στὸ κοινωνικὸ σύνολο, καὶ
ἡ διαφοροποίησή της σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρχικὴ μορφὴ τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Στὸ ἑπόμενο
κεφάλαιο παρουσιάζεται ἡ νοοτροπία καὶ ὁ τρόπος ζωῆς καὶ σκέψης στὴν μαζικὴ
δημοκρατία, πῶς δηλαδὴ μετουσιώνεται ἡ ἰδεολογία τοῦ καταναλωτισμοῦ σὲ
καθημερινὴ πράξη.
Ἰδεολογία τῆς μαζικῆς δημοκρατίας εἶναι ὁ καταναλωτισμός. Ἡ
σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὕλη καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι αὐτὴ τῆς κατανάλωσης. Ἡ σημερινή
κατανάλωση δὲν ἱκανοποιεῖ ἀνάγκες, τὶς συντηρεῖ καὶ δημιουργεῖ νέες. Ὁ
καταναλωτισμὸς ἰσοδυναμεῖ μέ κοινωνικὴ ὑποχρέωση, δὲν περιορίζεται ἀδιακρίτως σὲ
ὑλικὰ « ἀγαθά», ἀλλὰ καταβροχθίζει « πνεῦμα» καὶ ἰδέες μὲ τὴν μορφὴ μιᾶς ἄκρατης καί ἄλογης ἱκανοποίησης
τῶν αἰσθήσεων. Ἐν τέλει μέσῳ τῆς συναισθηματικῆς διαφυγῆς καί ἐκτόνωσης
καταναλώνεται ἡ προσωπικότητα γιὰ νὰ ἀπομείνει ἕνα ἄτομο στεγνὸ καὶ ἄχρηστο, ὅπως
ὅλα τὰ προϊόντα μετὰ τὴν ἐπανειλημμένη καὶ πολύχρονη χρήση τους. Σε βάθος χρόνου
οἱ σημερινές γενεές καταναλώνουν εἰς βάρος τῶν μελλοντικῶν. Συνεπῶς ἡ μαζική
δημοκρατία, ἄρα καί ἡ ἰδεολογία της ἔχουν σαφῆ ἡμερομηνία λήξης.
ΔΟΜΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη )
Τὸ
κεντρικὸ γνώρισμα τῆς μαζικῆς δημοκρατίας, πού τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλους τους
προγενέστερους κοινωνικοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὴν κάνει ἕνα ἱστορικὸ novum, εἶναι
ἡ ὑπέρβαση τῆς σπάνης τῶν ἀγαθῶν. Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μαζικὴ κοινωνία, ὅμως δὲν
μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μαζικὴ δημοκρατία δυτικοῦ τύπου, ὅταν λείπει ἐκείνη ἡ περίσσεια
ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ἔχει ὡς συνέπεια τὴ σχεδὸν αὐτόματη σύνδεση τῆς ἔννοιας
τοῦ πολίτη (ὡς citoyen) μὲ τὴν ἔννοια τοῦ
καταναλωτῆ. Βέβαια δὲν πρόκειται γιὰ σύνδεση τυπικονομικὴ ἤ συνταγματική, ἀλλά γιὰ
κάτι πολὺ βαθύτερο: μιὰ κοινωνία, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὴ σπάνη τῶν ἀγαθῶν καὶ θέτει
στὴ διάθεση τῶν μελῶν της καταναλωτικὰ ἀγαθὰ σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερες ποσότητες, ἀναγκαστικὰ
δομεῖται ὡς μαζικὴ δημοκρατία. Γιατί τόσο ἡ ὀργάνωση τῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία εἶναι
ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς σπάνης τῶν ἀγαθῶν, ὅσο καὶ οἱ κοινωνικὲς
συνέπειες τῆς ὑπέρβασης τούτης γεννοῦν ἀπό τούς κόλπους τους τὴ μαζικὴ
δημοκρατία, παράγοντας καὶ ἑδραιώνοντας ὁρισμένες ἰδεολογικὲς καὶ ψυχολογικὲς
στάσεις καθὼς καὶ τὶς ἀντίστοιχες θεσμικὲς καὶ προσωπικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπέρβαση τῆς σπάνης τῶν ἀγαθῶν σημαίνει πρῶτα-πρῶτα ὅτι ὅλο καὶ λιγότεροι ἄνθρωποι
εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ παράγουν οἱ ἴδιοι τὴν τροφή τους καὶ τὴν ἐνδυμασία τους ἤ
ὅτι ὅλο καὶ λιγότεροι ἄνθρωποι μποροῦν νὰ παράγουν τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐνδυμασία
τῶν ἄλλων. Ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι
παράγουν ἑπομένως πράγματα πού δὲν χρησιμεύουν γιὰ τὶς στοιχειώδεις ἀνάγκες τῆς
ἐπιβίωσης, ὁπότε δημιουργοῦνται ὑλικὲς ἀνάγκες πού ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὶς
στοιχειώδεις ἀνάγκες τῆς ἐπιβίωσης καὶ μποροῦν νὰ ἱκανοποιηθοῦν μὲ πολλοὺς
τρόπους ταυτόχρονα, δηλαδὴ μὲ τὴν προσφορὰ πολλῶν παρόμοιων προϊόντων. Ἔτσι, γιὰ
πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ξεπεράσθηκε μιὰ κατάσταση, ἡ ὁποία ἦταν
καθοριστικὴ γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῶν ἠθικῶν ἀντιλήψεων: ἡ σπάνη
τῶν ἀγαθῶν.
Τὸ πόσο βαθειὰ ὑπῆρξε ἡ ρήξη μὲ τὸ ἱστορικὸ
παρελθόν μᾶς τὸ δείχνει μιὰ ἀλλαγή, οἱ πολύπλοκες συνέπειες τῆς ὁποίας θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν
διεξοδικὰ σ' αὐτὸ καὶ στὰ ἀκόλουθα μέρη τούτης τῆς ἐργασίας. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἄνοδο τῆς μαζικῆς δημοκρατίας,
τὸ γεγονὸς τῆς σπάνης τῶν ἀγαθῶν ἐκφραζόταν ἰδεατὰ σὲ ἠθικὲς ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες
στηρίζονταν σὲ ἔννοιες ὅπως ἄσκηση, ἀποχή, αὐτοπειθαρχία κτλ. καὶ ἐπιδίωκαν
νὰ ἐπηρεάσουν τὴ συμπεριφορὰ τῶν μελῶν τῶν διαφορετικότερων κοινωνιῶν, ἔτσι ὥστε
νὰ μὴν ἀνακύπτουν ἀπαιτήσεις καὶ προσδοκίες ἱκανὲς νὰ ἀνατρέψουν τὶς ὑφιστάμενες
δομὲς καὶ ἱεραρχίες, δηλαδὴ τὶς ἰσχύουσες ἀποφάσεις σχετικὰ μὲ τὴν κατανομὴ τῶν
περιορισμένων ἀγαθῶν. Ὅπως εἶναι αὐτονόητο,
ἡ ἠθικὴ αὐτή, τὴν ὁποία θὰ ὀνομάσουμε ἀσκητικὴ ἀκολουθῶντας μιὰ μακρὰ παράδοση,
δὲν ἐπέτασσε ἁπλῶς τὴ νηστεία, δηλαδὴ δὲν ἀναφερόταν μονάχα, οὔτε πάντοτε ἀναφερόταν
ἄμεσα, στὴ σπάνη τῶν ἀγαθῶν (ἄλλωστε ἡ σπάνη αὐτὴ θεωροῦνταν φυσικὴ καὶ ὡς
τέτοια δὲν ἀποτελοῦσε θέμα), παρὰ προεκτεινόταν καὶ κρυσταλλωνόταν σὲ ἀρχὲς
ὅπως ἡ ὑπεροχὴ τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ καὶ ὁ ἀναγκαστικὰ
χαλιναγωγὸς ρόλος τοῦ Λόγου ἐν ὄψει τῆς ἀχαλινωσίας τῶν ψυχορμήτων. Μέσα σὲ
τοῦτο τὸ παλιὸ καὶ δοκιμασμένο ἐννοιολογικὸ πλαίσιο γίνονταν βέβαια
μετατοπίσεις, ἡ σπουδαιότερη ἀπὸ τὶς ὁποῖες συντελέσθηκε ὅταν οἱ Νέοι Χρόνοι ἀποκατέστησαν
σὲ ὅλες του τὶς διαστάσεις τὸν αἰσθητὸ κόσμο ἐνάντια στὸν χριστιανικὸ ἀσκητισμό.
Ὡστόσο ἡ βασικὴ ἰδέα δὲν ἀπεμπολήθηκε — καὶ ἡ ἀστικὴ σύνθεση τὴν κράτησε ἐφ’ ὅσον
μάλιστα συμβιβαζόταν θαυμάσια μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς συσσωρευτικῆς φάσης τοῦ
πρώιμου καπιταλισμοῦ. Ἀπεναντίας, ἡ μαζικὴ δημοκρατία, τῆς ὁποίας
ἡ οἰκονομία δὲν μπορεῖ νὰ τὰ βγάλει πέρα δίχως τὴ μαζικὴ κατανάλωση καὶ τῆς ὁποίας
ἡ κοινωνία ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἂν τὰ μέλη της δὲν κατανοήσουν ἀντίστοιχα
τὸν ἑαυτό τους, χρειάζεται ὡς κατευθυντήριες γραμμὲς τῆς κοινωνικῆς δράσης ἡδονιστικὲς
στάσεις καὶ ἰδεολογίες. Ὁ ἡδονισμὸς ἐδῶ, ὅπως καὶ ἡ ἄσκηση στοὺς
προγενέστερους κοινωνικοὺς σχηματισμούς, δὲν πρέπει νὰ κατανοηθεῖ μὲ τὴ στενὴ ἔννοια
τοῦ ὄρου. Ὡς ἀντίμαχη ἔννοια μίας ἄσκησης νοούμενης πολυδιάστατα, ὁ ἡδονισμὸς
προεκτείνεται κι αὐτὸς γιὰ νὰ κρυσταλλωθεῖ σὲ ἀρχές, οἱ ὁποῖες δὲν νομιμοποιοῦν
ἁπλά καὶ ἄμεσα τὴν ὑλικὴ κατανάλωση, παρὰ ἐπὶ
πλέον ἀντιτίθενται σὲ ἀνθρωπολογικὲς καὶ κανονιστικὲς ἀντιλήψεις συνδεδεμένες μὲ
τὴν ἀσκητικὴ ἠθική. Ἔτσι στὴ θέση τῆς βασικῆς ἀρετῆς τῆς αὐτοϋπέρβασης
μπαίνει ἡ αὐτοεκδίπλωση ἤ αὐτοπραγμάτωση, ἐνῷ συνάμα ἐγκαταλείπεται ἡ δυαρχικὴ ἀνθρωπολογία
τοῦ Λόγου καὶ προβάλλεται τὸ δικαίωμα τῶν ψυχορμήτων τοῦ ἑνιαίου ἄνθρωπου νὰ
βροῦν ἱκανοποίηση. Ἐπίσης ὁ πλουραλισμὸς
τῶν ἀξιῶν ἀντικαθιστᾶ τὴν προηγούμενη προσήλωση σὲ μιὰ καὶ μόνη δεσμευτικὴ ἱεραρχία
ἀξιῶν θεμελιωμένη σὲ ὁρισμένες ὑπέρτατες ἀξίες, ἐνῷ οἱ θεωρίες γιὰ τὰ ἀνθρώπινα
δικαιώματα κτλ. ἑρμηνεύονται σύμφωνα μὲ δημοκρατικὲς ἐξισωτικὲς ἰδέες καὶ μὲ τὸ
ἰδεῶδες της αὐτοπραγμάτωσης. Ὡστόσο αὐτὲς οἱ προεκτάσεις τοῦ ἡδονισμοῦ,
μέσα στὶς ὁποῖες συχνὰ δὲν διακρίνεται πιὰ ὁ ἡδονιστικὸς πυρήνας, μποροῦν σχεδὸν
πάντοτε νὰ μεταφρασθοῦν σὲ μία γλῶσσα πού κάνει πρόδηλα τὰ ἄμεσα ἐνδιαφέροντα τῆς
μαζικὰ καταναλωτικῆς μαζικῆς δημοκρατίας. Ἡ θέση λ.χ., ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια
ἤ αὐτοπραγμάτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀκεραιωθεῖ ὑπὸ συνθῆκες ὑλικῆς στέρησης, δὲν ἦταν
διόλου αὐτονόητη πάνω στὴ βάση χριστιανικῶν-ἀσκητικῶν ἀρχῶν καὶ ἰσοδυναμεῖ in concreto μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι
τὸ ἄτομο θὰ πρέπει νὰ καταναλώνει ἐμπορεύματα προκειμένου νὰ θεωρηθεῖ πλήρης ἄνθρωπος.
Τὸ ἴδιο ὑποδηλώνει καὶ ἡ συνύφανση τούτης τῆς θέσης μὲ τὸ δημοκρατικὸ ἰδεῶδες
της ὑλικῆς ἰσότητας.
Στὸ προηγούμενο ὑποκεφάλαιο ἀναφέραμε
ὅτι γύρω στὸ 1900 ἄρχισε μιὰ εὐρεία ἐκμηχάνιση τῆς καθημερινῆς ζωῆς ὡς συνέπεια
πολλῶν νέων ἐφευρέσεων. Ἡ ἐκμηχάνιση τούτη ἀγκάλιαζε ἀφ’ ἑνὸς τὸν τομέα τῆς ἐργασίας
καὶ τῆς παραγωγῆς, ὅπου οἱ περίπλοκες χειροτεχνικὲς μέθοδοι ἐργασίας κατὰ μέγα
μέρος ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα παραγωγῆς, καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὸν ἰδιωτικὸ οἰκιακὸ
τομέα (τὴν κουζίνα, τὸ λουτρὸ καὶ τοὺς μηχανικούς τους ἐξοπλισμούς, τὶς ἐργασίες
καθαρισμοῦ, τὴν αὐτοματοποίηση τῆς παραγωγῆς θερμότητας καὶ ψύχους)· μ' αὐτὰ ὅλα
συμβάδισε ἡ ἐκμηχάνιση τῆς τροφῆς (π.χ. κονσέρβες) καὶ τῶν μεταφορικῶν μέσων. Ἡ
ταυτόχρονη ἐκμηχάνιση σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τομεῖς ἀποτελοῦσε πρόσθετη ἔνδειξη
γιὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἀμοιβαίας ἐξάρτησης ἀνάμεσα στὴ μαζικὴ παραγωγὴ καὶ στὴ μαζικὴ
κατανάλωση. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού δημιουργήθηκαν οἱ τεχνικὲς προϋποθέσεις τῆς μαζικῆς
παραγωγῆς, ἔπρεπε νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ μαζικὴ πώληση· οἱ ἀνθρώπινες μάζες, τὶς ὁποῖες συγκέντρωσε ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση σὲ
μεγάλα οἰκονομικὰ κέντρα, ὄφειλαν τώρα νὰ ἐγγυηθοῦν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ διεύρυνση
τοῦ συστήματος τόσο μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐργαζομένου ὅσο καὶ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ
καταναλωτῆ. Ἀκριβέστερα: ἡ παραγωγὴ καταναλωτικῶν ἀγαθῶν πῆρε τώρα τέτοιες
διαστάσεις, ὥστε γιὰ μεγάλες μάζες ἡ κατανάλωση μποροῦσε νὰ γίνει, παράλληλα μὲ
τὴν ἐργασία, ἰδιαίτερη δραστηριότητα, πού λίγο-πολὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἁπλῆ ὑλικὴ ἐξασφάλιση
τῆς φυσικῆς ὕπαρξης. Πάντως ὁ ὀργανικὸς δεσμὸς ἀνάμεσα σὲ μαζικὴ παραγωγή, ὀργανωμένη
μαζικὴ πώληση καὶ συγκέντρωση ἀνθρωπίνων μαζῶν στὶς πόλεις, ἔγινε ἀμέσως ἀντιληπτός,
καὶ τὰ μεγάλα πολυκαταστήματα, πού ἤδη γύρω στὸ 1900 χαρακτήριζαν τὴν εἰκόνα τῶν
ἀμερικανικῶν καὶ εὐρωπαϊκῶν μητροπόλεων, μετουσίωναν τὴ διαπίστωση τούτη σὲ ἐπικερδῆ
πρακτική.
Μὲ τὴν
ταυτόχρονη ἐμφάνιση τῆς μαζικῆς παραγωγῆς καὶ τῆς μαζικῆς κατανάλωσης ἀπὸ
μέρους ἀνθρωπίνων μαζῶν ἄρχισε ἡ μετατροπὴ τῆς μαζικῆς κοινωνίας σὲ μαζικὴ
δημοκρατία καὶ συνοδεύθηκε ἀπὸ τρία κεντρικὰ φαινόμενα, τά ὁποῖα, τόσο
μεμονωμένα ὅσο καὶ συμπληρωματικά, ἀποτελοῦν κατὰ κάποιον τρόπο τὴν κοινωνικὴ ἐνσάρκωση
τοῦ ἀναλυτικοῦ-συνδυαστικοῦ σχήματος σκέψης. Καὶ στὰ τρία δεσπόζει ἡ ἰδέα ἐσχάτων
καὶ μὴ περαιτέρω ἀναλυσίμων στοιχείων, πού καθ' αὐτὰ εἶναι ἰσότιμα καὶ μποροῦν
νὰ συνδυασθοῦν μεταξύ τους πάνω στὴν ἴδια ἐπίπεδη ἐπιφάνεια, ὅπου ἡ διάσταση τοῦ χρόνου ἤ τῆς ἱστορίας δὲν
παίζει ρόλο καὶ τὰ λειτουργικὰ κριτήρια ἔχουν ἐκτοπίσει τὰ οὐσιακά. Τὰ φαινόμενα αὐτὰ εἶναι ὁ (ἐξελιγμένος)
καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας, ἡ κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα καὶ ἡ κοινωνικὴ
κινητικότητα. Ὁ προβιομηχανικὸς καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας ἦταν κυρίως ἐξωτερικός,
δηλαδὴ ἡ ἑκάστοτε ἀπαραίτητη κοινωνικὴ ἐργασία κατανεμόταν σὲ περισσότερες ἐπαγγελματικὲς
ὁμάδες, στοὺς κόλπους τῶν ὁποίων ὅμως ἡ ἑκάστοτε ἐργασιακὴ διαδικασία ἐλάχιστα ἀναλυόταν
ἤ δὲν ἀναλυόταν καθόλου σὲ εἰδικὲς καὶ συνάμα συμπληρωματικὲς ἐπὶ μέρους ἐργασίες·
τὸν ἐσωτερικὸ καταμερισμὸ τῆς ἐργασίας δίπλα στὸν ἐξωτερικὸ τὸν εἰσήγαγαν σὲ ἀξιόλογη
ἔκταση ἡ μανουφακτούρα καὶ ἡ πρώτη βιομηχανικὴ ἐπανάσταση. Στὴν ἐποχὴ τῆς ἀρχόμενης
μαζικῆς παραγωγῆς τόσο ὁ ἐξωτερικὸς ὅσο καὶ ὁ ἐσωτερικὸς καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας
πῆραν ἔνταση καὶ σημασία ἐντελῶς ἄγνωστη ἴσαμε τότε. Ἐμφανίσθηκαν πάρα πολλὰ
καινούργια ἐπαγγέλματα καὶ ταυτόχρονα συντελέσθηκε, πρὸ παντὸς στὴ βιομηχανικὴ
παραγωγή, μιὰ κατάτμηση τῆς ἐργασιακῆς διαδικασίας πού ἔγινε πρότυπη καὶ
παροιμιώδης. Τοῦτος ὁ ἄκρος καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας ἑδραζόταν σ' ἕνα ἀναλυτικὸ
σχῆμα σκέψης, ἤτοι ἔγινε δυνατὸς χάρη στὴν ἐπιτυχῆ προσπάθεια ἀποδιάρθρωσης ἑνὸς
ὅλου στὰ ἔσχατα συστατικά του μέρη καὶ ἀκολούθως ἀνασυγκρότησης τοῦ ἴδιου αὐτοῦ
ὅλου μὲ βάση τὴν προηγούμενη ἀποδιάρθρωσή του. Ἡ λεπτολόγα ἀνάλυση τῆς ἐργασιακῆς
διαδικασίας γκρέμισε ὁριστικὰ τὸ παμπάλαιο χειροτεχνικὸ ἰδεῶδες τοῦ ἑνιαίου
προϊόντος πού κατασκευάζεται σὰν καλλιτέχνημα ἀπὸ τὸ ἴδιο χέρι — ἰδεῶδες, ἄλλωστε,
πού ἐπιζοῦσε μέσα στὶς ἀστικὲς ἀντιλήψεις περὶ ἐργασίας καὶ στὴν ἀστικὴ αἰσθητικὴ
δίπλα σὲ ἄλλες, ἐν μέρει πολὺ ἑτερογενεῖς τάσεις. Ὁ ἐξελιγμένος καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας σήμαινε ἄρνηση τῆς παράδοσης καὶ
τῆς ἱστορίας ἀκριβῶς μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἐκμηδένισε κάθε χειροτεχνικὴ ἀντίληψη, ἡ
ὁποία προσανατολιζόταν σὲ κληροδοτημένες ἐργασιακὲς συνήθειες καὶ δεδομένα
πρότυπα, καὶ ἀντὶ γι' αὐτὴν ἀσπάσθηκε τὶς ὀρθολογικὲς σκοπιμότητες τῆς ἀρχῆς τῆς
συνεχοῦς βελτίωσης καὶ ἀνανέωσης. Ἡ κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα ἄρχισε
βέβαια ὅταν μὲ τὶς προόδους τῆς ἐκβιομηχάνισης οἱ φυσικὲς βιοτικὲς συνομαδώσεις
(πατριαρχικὴ οἰκογένεια, οἰκιακὴ κοινότητα, πατριά, χωριὸ) ἔγιναν γιὰ πρώτη φορὰ
στὴν ἱστορία οἰκονομικὰ ἄχρηστες, καὶ μάλιστα ἐπιζήμιες. Ὡστόσο ἡ ἀστικὴ
κοινωνία οὔτε γνώρισε σὲ ἀκραία μορφὴ οὔτε καὶ χαιρέτησε τὴν τάση αὐτήν. Ὅπως
ξέρουμε, διατήρησε τὴν πίστη στοὺς οὐσιακούς δεσμοὺς καὶ στὶς κοινωνικὲς
προϋποθέσεις τοῦ ἄτομου καὶ θεωροῦσε τὴν οἰκογένεια ὡς φυσικὸ κύτταρο τοῦ
κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ. Μόνο κάτω ἀπὸ τὶς
συνθῆκες τῆς μαζικῆς δημοκρατίας ἡ κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα
πραγματώθηκε καὶ νομιμοποιήθηκε σὲ τέτοιαν ἔκταση, ὥστε τὰ μέλη της ἔγιναν
κινητικὰ καὶ ἐναλλάξιμα. Ἡ εὐρύτερη οἰκογένεια ἀντικαταστάθηκε κατὰ μεγάλο
μέρος ἀπὸ τὴν πυρηνικὴ οἰκογένεια, ἡ σημασία τῶν οὐσιακῶν δεσμῶν μειώθηκε ἔντονα
καὶ ἡ ἔλλειψη κοινωνικῶν προϋποθέσεων τοῦ ἄτομου ἀνακηρύχθηκε σὲ προϋπόθεση τῆς
γνήσιας ἰσότητας τῶν εὐκαιριῶν. Ἡ πυρηνικὴ οἰκογένεια συνιστᾶ περιορισμὸ τῆς οἰκογένειας
στὸ ἐλάχιστο ἐκεῖνο ὅριο πού εἶναι ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητο γιὰ τὴ θεμελιώδη της
λειτουργία, δηλαδὴ τὴ γέννηση καὶ ἀνατροφὴ παιδιῶν — γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴν ὅλο
καὶ συχνότερη περίπτωση ὅπου παιδιὰ γεννιοῦνται ἀπὸ ἄγαμους γονεῖς καὶ κατόπιν ἀνατρέφονται
ἀπὸ ἕναν γονέα. Ἡ ἐξασθένιση τοῦ
κοινωνικοῦ ρόλου τῆς οἰκογένειας, ἀκόμα καὶ στὴν περιορισμένη της μορφή,
φαίνεται ὄχι μόνο στὴ μείωση τῆς μέσης της διάρκειας καὶ στὴ συχνότητα τῶν
διαζυγίων, ἀλλά καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀποτελεῖ πιὰ τὸν ἀποφασιστικὸ παράγοντα
τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν, ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπιρροὴ της ἐδῶ ὑστερεῖ ὅλο καὶ
περισσότερο σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ εὐρύτερου κοινωνικοῦ περιβάλλοντος.
Ἡ πυρηνικὴ ἤ ὑπολειμματικὴ οἰκογένεια δρᾶ
λοιπὸν γενικὰ ὄχι ὡς φραγμὸς ἐνάντια στὸν μαζικοδημοκρατικὸ ἀτομικισμό, ἀλλά μᾶλλον
ὡς τὸ πεδίο ἀσκήσεων ἤ τὸ προπαρασκευαστικό του σχολεῖο. Πρέπει νὰ
τονίσουμε κι ἕναν ἐπιπρόσθετο παράγοντα, ὁ ὁποῖος ἴσαμε σήμερα δὲν προσέχθηκε ἐπαρκῶς.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα
καὶ στὴν περίσσεια εὐκολοαπόκτητων καταναλωτικῶν ἀγαθῶν. Ἐφ' ὅσον τὸ ἄτομο
μπορεῖ νὰ ἐφοδιασθεῖ μὲ ὅλες τὶς δυνατὲς συσκευὲς καὶ νὰ τραφεῖ, νὰ πάρει
πληροφορίες, νὰ διασκεδάσει καὶ νὰ κινηθεῖ μόνο του, γίνεται αὐτοτελέστερο καὶ
χρειάζεται τὴν ἐπαφὴ μὲ ἄλλους ὄλο καὶ λιγότερο ἤ τουλάχιστον μπορεῖ νὰ τὴ στερηθεῖ
εὐκολότερα. Ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ στήνει μέσα στὴν κατοικία του ἕναν πλήρη μικρὸ
κόσμο καὶ κατὰ τὰ λοιπὰ νὰ περιορίζεται στὸ ἐλάχιστο ἐκεῖνο ὅριο ἀνθρώπινων
σχέσεων πού τοῦ φαίνεται ἐπαγγελματικὰ καὶ κοινωνικὰ ἀναγκαῖο. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς
κοινωνίας σὲ ἄτομα ἐπιδίδει λοιπὸν ἀναγκαστικά, στὸν βαθμὸ πού τὸ κάθε ἄτομο
μπορεῖ καὶ τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ χτίσει τὸ προσωπικὸ μικρό του φρούριο μὲ τὴ
βοήθεια τῶν προσφιλῶν του καταναλωτικῶν ἀγαθῶν.
Ἡ κοινωνικὴ κινητικότητα προφανῶς αὐξάνει
ἐξ αἰτίας τῶν προόδων στὸν καταμερισμὸ τῆς ἐργασίας καὶ τῆς προϊούσας
κατάτμησης τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα, ἤτοι συμπορεύεται τόσο μὲ τὸν ἀνοδικὸ
διαφορισμὸ τῆς κοινωνικῆς ἐργασίας καὶ τῶν ἐπαγγελμάτων ὅσο καὶ μὲ τὴν κατάλυση
τῶν οὐσιακῶν δεσμῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν προϋποθέσεων τοῦ ἄτομου. Ἡ κινητικότητα
τῶν ἀνθρώπων ἐντάσσεται μὲ τὴ σειρά της στὴν εὐρύτερη συνάφεια τῆς
κινητικότητας ὅλων τῶν κοινωνικὰ καίριων μεγεθῶν, ἡ ὁποία ἐπὶ πλέον
περιλαμβάνει τὴ γρήγορη κατανάλωση καὶ τὴ γρήγορη ἀντικατάσταση ἐμπορευμάτων,
καὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ καὶ νὰ ταξινομηθεῖ μὲ βάση διαφορετικὰ κριτήρια. Πρῶτα-πρῶτα
πρέπει νὰ διακρίνουμε ἀνάμεσα στὴν ὑποκειμενικὴ καὶ στὴν ἀντικειμενική της
λειτουργία, ἤτοι ἡ κινητικότητα λειτουργεῖ ὡς εὐκαιρία, ἡ ὁποία προσφέρει στὰ ἀνταγωνιστικὰ
ὑποκείμενα δυνατότητες ἀλλαγῆς καὶ ἀνόδου, καὶ συνάμα ὡς ἀρχὴ ἐπιλογῆς, ἡ ὁποία
μὲ τὸ ἀποτέλεσμα της ἐκφράζει ἀντικειμενικὰ μὲ πόση ἐπιτυχία μπόρεσαν τὰ ἄτομα
νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὶς εὐκαιρίες τους ἐντός τῆς κινητικῆς κοινωνίας. Ὅμως εὐκαιρίες προσφέρονται τόσο ὁριζόντια
(π.χ. ἀλλαγὴ ἐπαγγέλματος χωρὶς μεταβολὴ στὴν κοινωνικὴ θέση) ὅσο καὶ κάθετα (ἄνοδος
στὴν κοινωνικὴ ἱεραρχία), καὶ ἀντίστοιχα μποροῦμε νὰ κάμουμε λόγο γιὰ ὁριζόντια
καὶ κάθετη κοινωνικὴ κινητικότητα. Ἡ πρώτη ἀντλεῖ τὴ δυναμική της ἀπὸ τὴν
πραγματικὰ ὑφιστάμενη ποικιλία τῶν παράλληλα ἀσκούμενων ἐπαγγελμάτων καθὼς καὶ ἀπὸ
τὸν αὔξοντα διαφορισμὸ τῆς κοινωνικῆς ἐργασίας. Ἡ κάθετη κινητικότητα δείχνει,
πάλι, ποιὰ καὶ πόσα ἄτομα ἀνέβηκαν ἤ κατέβηκαν στὴν κλίμακα γοήτρου ἑνὸς ἐπαγγέλματος
ἤ τῆς κοινωνίας in toto. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις πρόκειται γιὰ τὴν κατάληψη
διαθέσιμων ρόλων, ἤτοι τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ ἀναλάβουν αὐτοὺς τοὺς
ρόλους, σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἐναλλάξιμα καὶ ἀντικαταστάσιμα, ἔστω κι ἂν ἡ
κατάληψη τῶν ρόλων δὲν ἀποβαίνει πάντοτε ἱκανοποιητική. Σημαντικὴ γιὰ τὴν
κοινωνικὴ κινητικότητα δὲν εἶναι ὅμως μόνον ἡ ἔποψη τῆς ἐναλλαξιμότητας τῶν ἀτόμων,
ἀλλά καὶ τὸ ὅτι ὅλο καὶ περισσότερα ἄτομα συναντιοῦνται ἤ μᾶλλον
διασταυρώνονται καὶ οἱ ἐπαφὲς τους γίνονται ὅλο καὶ πιὸ σύντομες καὶ φευγαλέες.
Ἔτσι ἐρχόμαστε στὴ σχέση ἀνάμεσα σὲ ἐξωτερικὴ
καὶ ἐσωτερικὴ ἤ ψυχικὴ κινητικότητα. Ἡ τελευταία συνδέεται πολλαπλὰ μὲ τὴν
πεποίθηση ὅτι ἡ συνεχὴς ἀλλαγὴ καὶ οἱ συνεχῶς καινούργιες ἐντυπώσεις ἀποτελοῦν
τὸν ἐσώτερο νόμο τῆς ζωῆς στὴ σημερινὴ κοινωνία. Ἡ πεποίθηση τούτη ἐκτρέφεται ἀπὸ
τὴν καθημερινὴ παρατήρηση τῶν παραπάνω ἐπόψεων τῆς κινητικότητας τῶν ἀνθρώπων
καὶ συνάμα ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλία τῶν εἰδήσεων καὶ τῶν εἰκόνων πού εἰσρέουν
ἀδιάκοπα στὴ συνείδηση. Οἱ τρεῖς συσκευὲς —τηλέφωνο, τηλεόραση, αὐτοκίνητο— πού
χαρακτηρίζουν τὴν καθημερινότητα τῆς μαζικὰ καταναλωτικῆς μαζικῆς κοινωνίας
χρησιμεύουν ὅλες τους στὸ νὰ γεφυρώνουν σχεδὸν κατὰ βούληση τὶς ἀποστάσεις καὶ
νὰ μεταθέτουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἄτομου, προσωρινὰ τουλάχιστον, σὲ ἄλλους τόπους, ἀλλά
καὶ σὲ ἄλλους χρόνους. Ἡ αὔξηση τῆς ἐσωτερικῆς κινητικότητας κάνει μὲ τὴ σειρὰ
της τὸ ἄτομο ἐπιρρεπέστερο σὲ συμπεριφορά, ἡ ὁποία συντείνει στὴν ἐπίταση τῆς ἐξωτερικῆς
ἤ κοινωνικῆς κινητικότητας.
Καταμερισμὸς
τῆς ἐργασίας, κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα καὶ κινητικότητα συμβάλλουν μὲ τὸν
ἰδιαίτερο τρόπο τους στὴν ἐνδυνάμωση τῶν ἐξισωτικῶν τάσεων τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας. Βέβαια, ὁ καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας ἀποτελεῖ μιὰ
κρυστάλλωση ἱεραρχικῶν σχέσεων καὶ ἑπομένως τὴν πρακτικὴ ἔκφραση καὶ τὸν ἔμπρακτο
καθαγιασμὸ τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητας. Στὶς χονδροειδέστερες μορφὲς τοῦ
καταμερισμοῦ τῆς ἐργασίας μέσα στὶς προβιομηχανικὲς καὶ στὶς πρώιμες βιομηχανικὲς
κοινωνίες ὁ καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας συνέπιπτε πράγματι μὲ ὁρισμένη μορφὴ τῆς
σχέσης ἐντολῆς καὶ ὑπακοῆς. Τοῦτο ἀλλάζει
στὸν βαθμὸ πού ἡ πρόοδος τοῦ καταμερισμοῦ τῆς ἐργασίας διαφορίζει τόσο πολὺ τὴν
κοινωνικὴ ἐργασία καὶ τὴν κερματίζει σὲ τόσο μικρὲς ἑνότητες, ὥστε αὐτὴ δὲν
μπορεῖ πιὰ νὰ νοηθεῖ ὡς πυραμίδα, παρὰ μᾶλλον ὡς ἐπίπεδο, πάνω στὸ ὁποῖο οἱ
διάφορες μορφὲς ἐργασίας ὑπάρχουν παράλληλα καί, ὄντας ἀμοιβαῖα ἀπαραίτητες, εἶναι
καὶ κατ' ἀρχὴν ἰσότιμες. Ὅσο πιὸ περίπλοκη εἶναι ἡ κοινωνικὴ ἐργασία, τόσο
μικρότερο καὶ συνάμα μεγαλύτερο εἶναι τὸ σχετικὸ κοινωνικὸ βάρος κάθε ἐργαζόμενης
ὁμάδας: γιατί τούτη δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβάλει μονομερῶς καὶ διαρκῶς τὴ μεμονωμένη
τῆς βούληση μέσα σ' ἕνα πυκνὸ καὶ σχεδὸν ἀδιαφανὲς κοινωνικὸ πλέγμα, ὅμως ἀπὸ τὴν
ἄλλη μεριὰ μπορεῖ νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τούτη τὴν κατάσταση τῆς ἀμοιβαίας ἐξάρτησης,
στὴν ὁποία βρίσκονται καὶ οἱ ἄλλες ὁμάδες, καὶ νὰ ἀντλήσει ὀφέλη ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα
τῆς προσφορᾶς της στὴν κοινωνικὴ ἐργασία ὡς σύνολο, πρὸ παντὸς σὲ μιὰ κοινωνία ὅπου
ἰσχύουν ἀπεριόριστα πολιτικὰ δικαιώματα. Τούτη ἡ ἀμφισημία σὲ τελευταία ἀνάλυση
δρᾶ ἐξισωτικά, ἐπειδὴ δημιουργεῖ τὸ αἴσθημα ὅτι ὁ καθένας κάνει τὴ δουλειά του
κι ὅτι ἑπομένως ὁ καθένας εἶναι σημαντικότερος ἀπό τους ἄλλους ὡς πρὸς αὐτὸ καὶ
λιγότερο σημαντικὸς ὡς πρὸς ἐκεῖνο. Ἡ ἀστικὴ ἔννοια τοῦ ἐπαγγέλματος, ἡ ὁποία εἶχε
καὶ μίαν ἱεραρχικὴ συμπαραδήλωση, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ κοινωνικοῦ
ρόλου, καὶ μολονότι προφανῶς δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ρόλοι ἴσοι, ὡστόσο στὴν κατ' ἀρχὴν
ἐναλλαξιμότητα τῶν προσώπων ἡ ἐξισωτικὴ συνείδηση βρίσκει τὴν παρηγοριὰ πού τῆς
χρειάζεται γιὰ τὶς διαφορὲς γοήτρου ἀνάμεσα σὲ ρόλους πρὸς τὸ παρὸν
κατειλημμένους ἔτσι καὶ ὄχι ἀλλιῶς. Ἡ κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα, δηλαδὴ ἡ
ἀποκοπή τοῦ ἄτομου ἀπὸ οὐσιακούς δεσμοὺς καὶ κοινωνικὲς προϋποθέσεις, ἔχει ἐπίσης
ὡς συνέπεια ὅτι ἡ κοινωνικὴ ἤ οἰκογενειακὴ καταγωγὴ κατ' ἀρχὴν δὲν (πρέπει νὰ) ἔχει
σημασία κατὰ τὴν ἀποτίμηση ἑνὸς προσώπου ἤ γιὰ τὴν ἄνοδό του. Ἐκεῖνο πού μετράει εἶναι ἡ ἀπόδοση — ἡ ἀπόδοση
μπορεῖ λοιπὸν νὰ γίνει κριτήριο γιὰ τὴν κοινωνικὴ κατάταξη ἑνὸς προσώπου μόνο
μετὰ τὴν κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα, δηλαδὴ μονάχα μέσα στὴν ἐξισωτικὴ
μαζικὴ δημοκρατία. Ἂν τὸ ἄτομο ὁρίζεται κοινωνικὰ ὄχι μὲ βάση τὴν καταγωγή
του ἤ ἄλλες καθαρὰ προσωπικὲς καὶ μὴ ἐναλλάξιμες ἰδιότητες, ἀλλά μὲ βάση τὴν ἀπόδοσή
του καὶ τὴν ἀντίστοιχη θέση του μέσα στὴν κινητικὴ κοινωνία, τοῦτο σημαίνει ὅτι
ὁ ὁρισμὸς του ἐπιχειρεῖται ὅλο καὶ περισσότερο μὲ ἀφετηρία ἰδιότητες πού
καθένας θὰ μποροῦσε νὰ τὶς ἔχει ὡς ἄτομο. Τὰ σύμβολα, τά ὁποῖα δηλώνουν ὅτι κάποιος
ἀνήκει σὲ μίαν ἀνώτερη βαθμίδα τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας, μετατρέπονται ὅλο καὶ
περισσότερο σὲ τέτοια πού κατ' ἀρχὴν μπορεῖ νὰ τὰ κατέχει κάθε ἄτομο· σὲ ἀντίθεση
μὲ τοὺς προγενέστερους κοινωνικοὺς σχηματισμούς, ὅπου τὰ σύμβολα αὐτὰ μποροῦσαν
ν' ἀνήκουν μοναχὰ σὲ ὅσους τὰ κατεῖχαν πράγματι, τώρα ἐπιτρέπεται ν' ἀνήκουν καὶ
σὲ κάποιον πού θαυμάσια θὰ μποροῦσε νὰ μὴν τὰ ἀποκτήσει καὶ ποτέ. Στὴ γενικὴ
συνείδηση, ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ριζώνει ψυχολογικὰ ἡ κοινωνικὴ
κινητικότητα, ἡ ὁποία προϋποθέτει τόσο τὸν ἐξελιγμένο καταμερισμὸ τῆς ἐργασίας ὅσο
καὶ τὴν κατάτμηση τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα καὶ δρᾶ τὸ ἴδιο ἐξισωτικὰ μὲ τοὺς δύο
αὐτοὺς παράγοντες. Μόνον ὅπου τὰ πάντα εἶναι
κινητικά, εἶναι τὰ πάντα ἀνοιχτὰ καὶ ἐφικτὰ στὸν καθένα.
Βεβαίως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθεῖ
ὅτι στὴ μαζικὴ δημοκρατία, ὄπως τὴ γνωρίζουμε, ἔχει ἤδη πραγματοποιηθεῖ ἡ ἰσότητα
μὲ τὴν ὑλικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὅμως ἡ πραγματικότητα τῆς ἰσότητας εἶναι γιὰ τὴ
λειτουργία τῆς μαζικῆς δημοκρατίας πολὺ λιγότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴ δυνατότητα τῆς
ἰσότητας. Ἡ ἰσότητα ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους ὡς ἁπτὴ δυνατότητα (ἀκόμη καὶ ὅσοι
δέχονται τὴν ἰσότητα μόνον ὡς τυπικὴ ἰσότητα τῶν εὐκαιριῶν ὁμολογοῦν ὅτι οἱ εὐκαιρίες
αὐτὲς μποροῦν ν' ἀξιοποιηθοῦν ἀπὸ τὸν καθένα, ὅτι δηλαδὴ καθένας μπορεῖ ν' ἀνεβεῖ
τὴν κοινωνικὴ κλίμακα ὡς τὴν κορυφή της, ἀρκεῖ νὰ τὸ μπορεῖ) καὶ ἡ καθημερινὴ ὁμολογία
πίστεως τῆς μαζικῆς δημοκρατίας στὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας ἀνοίγει ipso facto ἕναν ὁρίζοντα
προσδοκιῶν, ὁ ὁποῖος θέτει σὲ κίνηση ἀντίστοιχες συμπεριφορές. Μὲ ἀλλά λόγια: ἡ κατ' ἀρχὴν κατάφαση τῆς ἰσότητας
καὶ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνικῆς κινητικότητας δημιουργοῦν συνθῆκες, ὑπὸ τὶς ὁποῖες
τὶς δράσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων συχνὰ τὶς καθορίζουν ψυχολογικοὶ
παράγοντες καὶ ἕνα ὑποκειμενικὸ αἴσθημα γοήτρου. Τὸ αἴσθημα τῆς ἰσότητας εἶναι ἐντονώτερο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς ἰσότητας.
Γι' αὐτὸ ἡ συναναστροφὴ τῶν ἀνθρώπων γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐξισωτική, ἤτοι ὁ τόνος
τῆς συναναστροφῆς τούτης δὲν ἀνταποκρίνεται ἀναγκαστικά, καὶ ἀνταποκρίνεται
συνεχῶς λιγότερο, στὶς πραγματικὰ ὑφιστάμενες διαφορὲς κοινωνικῆς θέσης καὶ
γοήτρου ἀνάμεσα στὰ ἄτομα καὶ στὶς ὁμάδες. Ἡ κατ' ἀρχὴν δεδομένη δυνατότητα νὰ ἐμφανισθεῖ
ὁ καθένας ὡς ἴσος πρὸς ἴσον ἀπέναντι σὲ ὁποιονδήποτε ἐπηρεάζει τὴν κοινωνικὴ
συμπεριφορά, κατὰ τρόπο ὥστε τελικὰ οἱ ἐντολὲς δὲν ἐκφέρονται ὡς ἐντολές, ἀλλά ὡς
ὁδηγίες, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἀκολουθήσει κανεὶς γιατί αὐτὸ ὑπαγορεύουν τὰ
πράγματα. Στὸν βαθμὸ πού ὁ ὑφιστάμενος
γίνεται «συνεργάτης», οἱ ἐργασιακὲς σχέσεις γίνονται πραγματιστικότερες καὶ ἡ ἰδέα
τοῦ ρόλου παραμερίζει τὴν ἰδέα τῆς ἱεραρχίας. Περιοριστικὲς καὶ αὐστηρὰ ἱεραρχημένες
μορφὲς ἐργασίας δὲν φαίνονται πιὰ παραγωγικές, ἐφ’ ὅσον μάλιστα οἱ νέες ἐργασιακὲς
διαδικασίες μὲ τὴν περίπλοκη τεχνική τους ἀπαιτοῦν ὑψηλότερα προσόντα, ἐνισχυμένη
εὐθύνη καὶ περισσότερη συμμετοχή. Ἡ ἀντίληψη, ὅτι ὁ προϊστάμενος βρίσκεται
ψηλότερα μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἔχει νὰ παίξει διαφορετικὸ ρόλο κι ὄχι ἐπειδὴ ἔχει
τίποτε μυστηριώδη χαρίσματα, καθησυχάζει τὴν ἐξισωτικὴ συνείδηση καὶ τὴ
συμφιλιώνει μὲ τὶς πραγματικότητες τοῦ καταμερισμοῦ τῆς ἐργασίας. Ἄλλωστε ἡ ἐκτόπιση
τῆς ἰδέας τῆς ἱεραρχίας ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ ρόλου συντείνει ἀπὸ μόνη της στὴν ἐπίταση
τῆς ἐναλλαξιμότητας καὶ τῆς προσωρινότητας τῶν θέσεων τῶν ἀτόμων μέσα στὴ
διαδικασία τῆς κοινωνικῆς ἐργασίας. Ἡ ἐξουσία
ἤ ἡ αὐθεντία μὲ τὴν παραδοσιακή της ἔννοια ξεφτίζει, καὶ στὴ θέση της μπαίνει ὡς
ἑνοποιητικὸ στοιχεῖο ἡ σταθερότητα τῶν δομῶν καὶ τῶν μηχανισμῶν, ἐντὸς καὶ στὸ ὄνομα
τῶν ὁποίων μοιράζονται οἱ ρόλοι.
Παρ' ὅλα αὐτὰ ἡ μαζικὴ δημοκρατία
πραγματοποίησε τὴν ἰσότητα στὴν ἄσκηση ἐξουσίας τόσο λίγο ὅσο καὶ τὴν ἰσότητα
στὴν κατανάλωση. Ἡ ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν ἀναγκαιότητα ἐξουσίας καὶ στὴ γενικὴ ὁμολογία
πίστεως πρὸς τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας λύθηκε μὲ τὴν ὑποταγὴ τῆς ἐξουσίας στοὺς ἴδιους
κανόνες τοῦ παιγνιδιοῦ, πού ἰσχύουν καὶ στοὺς ἄλλους τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς
τῆς μαζικῆς δημοκρατίας. Ἔτσι, ἡ ἄσκηση ἐξουσίας εἶναι κατ' ἀρχὴν ἀνοιχτὴ στὸν
καθένα, ἐφ’ ὅσον ἀποδειχθεῖ ἱκανὸς νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς προσφερόμενες εὐκαιρίες
καλύτερα ἀπό τους ἀνταγωνιστές του. Τοῦτο σημαίνει ἀντικατάσταση τῆς ταξικῆς
κυριαρχίας ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἐλίτ, οἱ ὁποῖες ἀδιάκοπα συγκροτοῦνται, διαλύονται
ἤ μεταβάλλουν τὴ σύνθεσή τους, ἀφοῦ τὰ μέλη τους δὲν πρέπει νὰ κατέχουν ἐξ ὑπαρχῆς
ὁρισμένες κοινωνικὲς προϋποθέσεις. Ἡ συμμετοχὴ στὶς ἐλὶτ δὲν εἶναι οὔτε
κληρονομικὴ οὔτε ἀναγνωρίζεται μὲ βάση ὁποιαδήποτε προσωπικὴ ἰδιότητα, ἐκτὸς ἀπὸ
τὴν ἱκανότητα νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ ἐπιτυχία οἱ ἑκάστοτε ἀντίπαλοι ἐντὸς καὶ ἐκτός
τῆς ἐλὶτ· ἑπομένως οἱ ἐλὶτ μποροῦν νὰ
γίνουν μόνιμα ὄργανα ἄσκησης ἐξουσίας μονάχα μετὰ τὴν κατάτμηση τῆς
κοινωνίας σὲ ἄτομα καὶ τὴν ἐπιβολὴ τῶν ἐξισωτικῶν ἀρχῶν καὶ στάσεων.
Διαμορφώνονται μέσα στὴν πολιτική, στὴν οἰκονομία καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωή, ἀνταγωνίζονται
ἡ μία τὴν ἄλλη ἤ κλείνουν μεταξύ τους συμμαχίες καὶ πορίζονται τὴ νομιμοποίησή
τους ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἀνοιχτὲς γιὰ τὸν καθένα, ἤτοι δὲν παραβιάζουν τὴν
ὑπέρτερη ἀρχὴ τῆς ἰσότητας (τῶν εὐκαιριῶν). Ἀνταγωνιστικὲς πολιτικὲς ἐλίτ, οἱ ὁποῖες
πολεμοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, πρέπει νὰ
νομιμοποιηθοῦν ἐπιπρόσθετα μὲ τὴν ἐτυμηγορία τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος. Κάθε ἐλίτ, ἐφ’
ὅσον ἐγείρει ἀξιώσεις πάνω στὴν ἐξουσία αὐτήν, ὑποχρεώνεται νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ νὰ
κερδίσει τὴν εὔνοια τῶν ἐκλογέων, ὅποτε πρέπει νὰ ἐπηρεάσει τὴ βούλησή τους καὶ
συνάμα νὰ ἐπηρεασθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἀπὸ τὴ βούληση τούτην. Ἡ διέξοδος ἀπὸ τὴ
διελκυστίνδα τῆς ἀντικειμενικῆς διπλῆς ἀνάγκης νὰ ἀσκηθεῖ ἐξουσία καὶ
ταυτόχρονα νὰ ληφθοῦν ὑπ' ὄψιν οἱ ποικίλες ἐπιθυμίες τῶν ἐκλογέων εἶναι ὁ
λαϊκισμός, ὁ ὁποῖος σὲ διάφορες παραλλαγὲς καὶ σὲ διάφορους βαθμοὺς ἀποτελεῖ
φαινόμενο ἀναπόσπαστο ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας. Λαϊκισμὸς εἶναι λοιπὸν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο γεφυρώνεται
(προσωρινὰ) ἡ ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν ἀρχὴ τῆς γενικῆς ἰσότητας καὶ στὴν
(προσωρινὴ) ἔμπρακτη ἐξουσία μίας ἐλὶτ μέσα στὶς συνθῆκες τῆς μαζικοδημοκρατικῆς
πολιτικῆς. Συνίσταται στὸ ὅτι οἱ πολιτικὲς ἐλίτ, παρὰ τὴν ἐπιδίωξή τους νὰ
κρατήσουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους τὸ μονοπώλιο τῶν ἀποφάσεων, ὑποχρεώνονται νὰ ἀποτίσουν
φόρο τιμῆς σὲ ὁρισμένες διαδεδομένες ἰδέες ἤ προκαταλήψεις πού κολακεύουν τὶς
μάζες. Ἔτσι π.χ. κάθε ἐλὶτ ἀποκρούει τὴν ὑποψία ὅτι ἡ ἐξουσία της μέσα στὸ
κράτος ἤ ἡ συναφής της ἀξίωση θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ ἐπηρεάσει δυσμενῶς ἤ καὶ
νὰ ἄρει τὴν ἰσότητα ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς κοινωνίας- ἀπεναντίας, αὐτοπαρουσιάζεται
ὡς ἡ πιὸ ἀξιόπιστη ἐγγύηση γιὰ τὴ διαφύλαξη ἤ τὴν ἐπέκταση τούτης τῆς ἰσότητας.
Ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς τοῦ λαοῦ, ἄριστος γνώστης καὶ ἑρμηνευτὴς
τῶν ἐνδόμυχων εὐχῶν καὶ ὀνείρων του, κοντολογῆς πιστὸς ἐκτελεστής τῆς λαϊκῆς
βούλησης. Ὡστόσο, στὸν βαθμὸ πού οἱ ἐκλογεῖς διατυπώνουν συγκεκριμένα τὶς ἀνάγκες
καὶ τὰ συμφέροντα τους μέσῳ τῶν ἐπαγγελματικῶν τους ἑνώσεων ἤ τῶν μέσων μαζικῆς
ἐνημέρωσης, πρέπει νὰ πραγματοποιηθεῖ καὶ συγκεκριμένα ἡ βούληση τοῦ «λαοῦ», ἤτοι
μέσα στὶς συνθῆκες τῆς μαζικο-δημοκρατικῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας ἡ volonte generale καὶ ἡ volonte des tous δὲν μποροῦν νὰ ἀποκλίνουν τόσο πολύ, ὥστε ἡ κυρίαρχη ἐλὶτ
νὰ ἀγνοεῖ τὴ δεύτερη, ἐπικαλούμενη μιὰ δική της ἑρμηνεία τῆς πρώτης.
Ἡ λαϊκιστικὴ συνύφανση ἤ ταύτιση τῆς
volonte generale μὲ τή volonte des tous συγκεκριμενοποιεῖται ὑλικὰ ὑπὸ τὴ μορφὴ
μίας ἱκανοποίησης αἰτημάτων, τά ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀπορριφθεῖ ἂν ἐφαρμόζονταν
καθαρὰ πραγματολογικὰ οἰκονομικὰ ἤ ἀλλά κριτήρια· ἔτσι, ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἀποκτοῦν
ἀγαθὰ καὶ θέσεις πού δὲν ἀξίζουν μὲ βάση τὴ γενικὰ ἰσχύουσα ἀρχὴ τῆς ἀπόδοσης. Ἀπὸ
τὴν ἄποψη αὐτή, μέσα στὴ μαζικὴ δημοκρατία ἡ ἀξιοκρατία καὶ ὁ λαϊκισμὸς ἀναγκαστικὰ
διεξάγουν μεταξύ τους ἀσταμάτητο ἀγώνα, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκβαση εἶναι διαφορετικὴ σὲ
κάθε περίπτωση. Ὅμως ὁ λαϊκισμὸς ὀφείλει νὰ ἱκανοποιεῖ διαρκῶς καὶ ψυχολογικὲς ἀνάγκες,
δημιουργῶντας ὑποκατάστατα τῆς ἰσότητας ἐκεῖ πού ἔμπρακτη ἰσότητα δὲν ὑπάρχει. Ἕνα
τέτοιο ὑποκατάστατο παρέχει λ.χ. ἡ προϊούσα κατάργηση τῶν ὁρίων ἀνάμεσα σὲ ἰδιωτικὴ
καὶ δημόσια σφαίρα, ἔτσι ὥστε ὁ «κοσμάκης» , ἀλλά καὶ ὁ «ὥριμος πολίτης», μὲ
βάση τὰ ὅσα τοῦ λένε τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, μπορεῖ νὰ πεισθεῖ ὅτι τοῦτο ἤ ἐκεῖνο
τὸ μέλος τούτης ἤ ἐκείνης τῆς ἐλὶτ συμπεριφέρεται ἀνθρώπινα καὶ γενικὰ εἶναι «ὅπως
ὅλοι μας». Ὁ ἐγγενὴς λαϊκισμὸς τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας κάνει πρωταρχικὸ καθῆκον τῶν μελῶν τῶν ἐλὶτ νὰ ἐκδηλώνουν ἐπιδεικτικὰ
σὲ κάθε δεδομένη εὐκαιρία πόσο κοντὰ βρίσκονται στὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο· μιὰ στάση
διαφορετικὴ ἑρμηνεύεται ὡς περιφρόνηση τῶν συνανθρώπων καὶ τῆς ἰσχύουσας ἀρχῆς
τῆς ἰσότητας καὶ τιμωρεῖται ἀνάλογα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ «κοσμάκης» τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας ἐμφανίζεται μὲ ἰδιαίτερες ἀξιώσεις καὶ ἰδιαίτερη αὐτοπεποίθηση, κι ἀπὸ
τὴν ἄποψη τούτη ξεχωρίζει ἀπό τους μικροαστοὺς τῆς ἀστικῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔνοιωθαν
σφηνωμένοι ἀνάμεσα στὴν ἀστικὴ τάξη καὶ στὸ προλεταριᾶτο κι ἔβλεπαν, ἀντίστοιχα,
τὸν κόσμο μὲ μάτια γεμάτα σέβας ἤ τρόμο. Τὸ μεσαῖο στρῶμα πού ἀποτελεῖ τὸν κορμὸ
τῆς μαζικοδημοκρατικῆς κοινωνίας θεωρεῖ ἀντίθετα τὸν ἑαυτὸ του ὅλο καὶ
περισσότερο ὡς τὴν οἰκουμενικὴ τάξη, καὶ διαμορφώνει μὲ τὶς βιοτικές του
συνήθειες καὶ μὲ τὸ γοῦστο του τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς πλευρὲς τῆς ζωῆς στὴ
μαζικὴ δημοκρατία. Μπορεῖ νὰ καταναλώνει, μπορεῖ νὰ ταξιδεύει, μπορεῖ νὰ
πληροφορεῖται εἰδήσεις, καὶ μὲ βάση ὅλα αὐτὰ μπορεῖ πρὸ παντὸς νὰ ἀποκομίζει τὴν
ἐντύπωση ὅτι διαθέτει ἀρκετὴ κρίση ἤ τουλάχιστον πονηριά, ὥστε νὰ μὴν
ξεγελιέται ἀπὸ κανέναν. Καθὼς διαπνέεται ἀπὸ τούτη τὴν αὐτοπεποίθηση, ὁ μικρότερος
ἡ μεγαλύτερος «κοσμάκης» συχνὰ βλέπει περιφρονητικὰ τὰ μέλη τῶν πολιτικῶν ἐλίτ,
δηλαδὴ τοὺς πολιτικάντηδες , καὶ ἐκφράζει τὴν ἀδιαφορία του γιὰ τὰ ὅσα κάνουν. Ἔτσι,
ἡ πολιτικὴ ὡς ἐπάγγελμα χάνει σὲ σημαντικὸ βαθμὸ τὸ κῦρος της μὲ τὴν παλιὰ ἔννοια
τοῦ ὄρου καὶ ἐμφανίζεται ὡς μία ἀπασχόληση κοντὰ σὲ ἄλλες, ἡ ὁποία ἀσκεῖται ἀπὸ
εἰδικοὺς ἰδιαίτερα ὕποπτους καὶ ἔχει κέρδη καὶ ζημιές, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη. Ἡ πολιτικὴ ἀδιαφορία, πού συναρτᾶται μὲ τὴν
ἀναγωγὴ τῆς πολιτικῆς σὲ ἐπαγγελματικὴ ἀπασχόληση, καὶ ὁ λαϊκισμός, πού ἀναγκάζει
τὸν ἀπασχολούμενο μὲ τὴν πολιτικὴ νὰ ἀκολουθεῖ ὁρισμένη συμπεριφορά,
συμπορεύονται μέσα στὴ μαζικὴ δημοκρατία καὶ σημαδεύουν τὴ φυσιογνωμία της.
Ὅμως ἡ μαζικὴ δημοκρατία δὲν πάσχει
μόνον ἀπὸ τὴν ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴ διακήρυξη τῶν ἀρχῶν τῆς ἰσότητας καὶ στὴν ἔμπρακτη
ἐξουσία τῶν ἐλὶτ — ἀντίφαση πού καταλήγει στὸν λαϊκισμό. Μιὰ ἄλλη ἀντίφαση ἀγγίζει ἐπίσης τὰ θεμέλια της καί, ὄπως φαίνεται, εἶναι
ἐξ ἴσου ἀξεπέραστη ὅσο καὶ ἡ πρώτη: πρόκειται γιὰ τὴν ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν ἀρχὴ
τῆς ἀπόδοσης ἤ τὴν τεχνικὴ ὀρθολογικότητα ἐν γένει καὶ στὶς ἡδονιστικὲς
στάσεις. Ἡ ἀρχή τῆς ἀπόδοσης καὶ ἡ τεχνικὴ ὀρθολογικότητα σχετίζονται προφανῶς
μὲ τὴν ἐργασιακὴ διαδικασία, ἐνῷ οἱ ἡδονιστικὲς στάσεις μὲ τὴ διαδικασία τῆς
μαζικῆς κατανάλωσης πού βέβαια δὲν εἶναι λιγότερο ἀπαραίτητη γιὰ τὴν οἰκονομία
τῆς μαζικῆς δημοκρατίας. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴ μαζικὴ δημοκρατία, ὄντας
ταυτόχρονα ἐργαζόμενος καὶ καταναλωτής, πρέπει νὰ ἐγκολπωθεῖ δύο διαφορετικὲς
νοοτροπίες καὶ συμπεριφορές, μολονότι τὸ ἑκάστοτε εἶδος τῆς ἐργασίας του καὶ ὁ συναφὴς
τρόπος ζωῆς μετατοπίζουν τὸ κέντρο βάρους πρὸς τὴ μιὰ ἤ τὴν ἄλλη κατεύθυνση.
Μερικὰ εἴδη ἐργασίας, πού κατὰ κανόνα ἀνήκουν στὸν τομέα τῶν ὑπηρεσιῶν, ἀκόμα
καὶ ὑπὸ τὶς συνθῆκες τῆς μαζικῆς δημοκρατίας ἐλάχιστη σχέση ἔχουν μὲ τὴν τεχνικὴ
ὀρθολογικότητα, γι' αὐτὸ καὶ μποροῦν, ὅπως θὰ δοῦμε ἀμέσως, ν' ἀποτελέσουν τὸ
φυσικὸ ἔδαφος γιὰ τὴν εὐδοκίμηση εὐδαιμονιστικῶν στάσεων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ
τεχνικὴ ὀρθολογικότητα προσδιορίζει ὄχι ἁπλῶς μηχανικὲς ἐργασίες καὶ τεχνικὲς
διαδικασίες, ἀλλά κατὰ βάση καὶ ὅλες τὶς ἐργασίες, στὶς ὁποῖες ὁ λογισμὸς
παίρνει χαρακτήρα ἀπρόσωπο καὶ ἀποκλειστικὰ προσηλωμένο στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ.
Πρὸ παντὸς σὲ ἐργασίες συχνότατα χαρακτηριστικὲς γιὰ τὴν κοινωνία τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας τὰ ἀποτελέσματα μποροῦν νὰ μετρηθοῦν μὲ βάση προκαθορισμένα κριτήρια
καὶ τότε ὀνομάζονται, σὲ σχέση μὲ τὸν παραγωγό τους, ἀπόδοση. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπόδοσης
συνυφαίνεται μὲ οὐσιαστικὲς ἐπόψεις τῆς μαζικῆς δημοκρατίας καὶ μάλιστα ἀποτελεῖ
κι ἡ ἴδια κινητήρια δύναμη τῆς διαδικασίας τοῦ ἐκδημοκρατισμοῦ. Στὸν βαθμὸ πού
τὸ εἰσόδημα χωρίζεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἰδιοκτησία, ἡ ἀπόδοση γίνεται ἡ μοναδικὴ
ἤ ἡ σημαντικότερη πηγὴ εἰσοδήματος, ἤτοι τὸ εἰσόδημα δὲν πηγάζει ἀπὸ οὐσιακούς
δεσμοὺς ἤ κοινωνικὲς προϋποθέσεις, παρὰ ἀπὸ τὴν ποιότητα τῆς ἐργασίας τοῦ ἀτόμου,
τὴν ὁποία τοῦτο ἐπιτυγχάνει μέσα στὸν συναγωνισμό του μὲ ἄλλα ἄτομα πού
διαθέτουν ἴσες εὐκαιρίες. Ὥστε ἡ ἰσότητα (τῶν εὐκαιριῶν), ἡ ἀπόδοση καὶ τὸ εἰσόδημα
(ὡς μισθὸς) ἀποτελοῦν πλευρὲς τῆς ἴδιας βασικῆς ἀντίληψης. Σὲ ἐξισωτικὴ
κοινωνικὴ βάση ἡ ἀπόδοση ἀναγκαστικὰ ἀνεβαίνει, ἐπειδὴ τὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ
πεισθεῖ ὅτι ἡ ἀπόδοση του καὶ μόνον ἀρκεῖ γιὰ νὰ τοῦ κάνει προσιτὲς ὅλες τὶς
δυνατότητες τῆς ἀπόλαυσης καὶ τοῦ κοινωνικοῦ γοήτρου. Ὅμως ἡ ἀπόδοση μεγαλώνει
καὶ μὲ τὴ συμμετοχή, δηλαδὴ μὲ τὴ χαλάρωση τῆς (παραδοσιακῆς) ἐργασιακῆς ἱεραρχίας
καὶ μὲ μιὰ τέτοια κατανομὴ τῶν ρόλων, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι πηγάζει ἀποκλειστικὰ
ἀπὸ τὴν ἀποτίμηση τῶν τεχνικῶν ἀναγκῶν τῆς ἐργασίας κι ἔτσι νὰ μπορεῖ νὰ ἀποφασισθεῖ
ἤ πάντως νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους τους ἐνδιαφερομένους μὲ βάση τὰ προσόντα
τοῦ καθενός τους. Ἂν δοῦμε ἔτσι τὰ πράγματα, τότε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀπόδοσης
συμπυκνώνεται τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐκδημοκρατισμὸς τῶν τομέων τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος
συντελεῖται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς κατ' ἀρχὴν ἀποδεκτῆς ἰσότητας τῶν εὐκαιριῶν,
συνιστᾶ λειτουργικὴ ἀναγκαιότητα τῆς τεχνολογικὰ ἐξελιγμένης μαζικῆς κοινωνίας μὲ
ἀλλά λόγια, ἡ τεχνολογικὰ ἐξελιγμένη μαζικὴ κοινωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μονάχα ὡς
ἐξισωτικὴ μαζικὴ δημοκρατία. Ἀκόμα καὶ ἡ
ἰσότητα τῶν φύλων σὲ τελευταία ἀνάλυση μποροῦσε νὰ εἰσαχθεῖ μονάχα χάρη στὴν ἀρχὴ
τῆς ἀπόδοσης: ἡ ἀπόδοση ἀποτελεῖ τὸν μεγάλο κοινὸ παρονομαστή, μὲ βάση τὸν ὁποῖο
μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἰσότητα. Ἐξ αἰτίας τῆς λειτουργικῆς
τούτης ἀναγκαιότητας τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπόδοσης δὲν εἶναι παράδοξο πού αὐτὴ συχνὰ
παρουσιάζεται καὶ νομιμοποιεῖται ὡς ἠθικὸ αἴτημα.
Ἀλλὰ ἡ μαζικὴ δημοκρατία δὲν
χρειάζεται μονάχα τὴν τεχνικὴ ὀρθολογικότητα καὶ τὴν ἀπόδοση γιὰ νὰ
λειτουργήσει. Ἓξ ἴσου χρειάζεται —γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἴσαμε τώρα ἱστορία— ἡδονιστικὲς
στάσεις καὶ ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἐν μέρει κάνουν ψυχολογικὰ ἑλκυστικὴ καὶ ἐν μέρει
δικαιώνουν ἠθικὰ τὴν οἰκονομικὰ ἀναγκαῖα μαζικὴ κατανάλωση τῶν μαζικὰ
παραγόμενων καταναλωτικῶν προϊόντων. Στὸ εὖρος τοῦ φάσματος τῶν ἡδονιστικῶν
στάσεων καὶ ἀξιῶν ἀντιστοιχεῖ τὸ εὖρος τῶν καταναλωτικῶν δυνατοτήτων. Καταναλώνονται
ὄχι μόνον ἀντικείμενα χρήσης καὶ πολυτέλειας, ἀλλά ἐπίσης μορφωτικὰ ἀγαθὰ καὶ ἐλεύθερος
χρόνος, ὅπως καὶ ὁ λόγος κι ἡ εἰκόνα πού προσφέρονται ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης·
δὲν πρέπει τέλος νὰ λησμονεῖται ἡ παράλληλη κατανάλωση διαφόρων ἀξιῶν ἤ βιοτικῶν
ἰδεωδῶν, ἀπ’ ὅπου πηγάζει ἕνας ἰδεολογικὸς πλουραλισμὸς κι ἕνας σχετικισμὸς πού
μὲ τὴ σειρὰ του εὐνοεῖ τὴ διάδοση ἡδονιστικῶν στάσεων. Πρώτη βέβαια χτυπάει στὸ
μάτι, καθὼς ἐπηρεάζει τὴ συμπεριφορὰ πλατειῶν μαζῶν, ἡ κατανάλωση ἀντικειμένων
χρήσης. Στὴ λαϊκὴ φαντασία ὁ ἥρωας τῆς
κατανάλωσης ὑποκαθιστᾶ τώρα τὸν ἥρωα τῆς ἐργασίας, τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης
προβάλλουν ἀδιάκοπα τὸν κόσμο τῆς ἀριστοκρατίας τῆς μαζικῆς δημοκρατίας, τῆς ὁποίας
τὰ μέλη προέρχονται ἀπὸ διαφορετικὲς ἐλίτ, ὅλα τους ὅμως εἶναι ὑπερκαταναλωτές,
διαθέτουν τὰ πάντα, ὅσα παρέχει ἡ σύγχρονη τεχνικὴ καὶ βιομηχανία καὶ ὅσα μπορεῖ
νὰ ὀνειρευθεῖ κανείς, καὶ κινοῦνται μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἄνεση μέσα στὸν μαγικὸ τοῦτον
κόσμο. Στὰ ἀνώτερα ἐπίπεδα τῆς κατανάλωσης ἀποφασίζει τὸ προσωπικὸ γοῦστο
καὶ ἡ προσωπικὴ ἐπιλογή, ὅμως ἡ δυνατότητα αὐτή περιορίζεται ὅσο χαμηλώνει τὸ ἐπίπεδο-
στὸ κατώτατο καὶ εὐρύτερο ἐπίπεδο τὰ ἀτομικὰ ὄνειρα, πού στὴν πραγματικότητα τὰ
ὀνειρεύονται πολλὰ ἄτομα ταυτόχρονα, μποροῦν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νὰ
πραγματοποιηθοῦν μοναχὰ μὲ τὴν κατανάλωση μαζικῶν προϊόντων. Τοῦτο τὸ παράδοξο, δηλαδὴ ἡ ἐκπλήρωση ἀτομικῶν
πόθων μὲ τὴν κατανάλωση μαζικῶν προϊόντων, ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ χαρακτηριστικῶν
ψυχοπαθολογικῶν φαινομένων τῆς μαζικῆς δημοκρατίας καὶ ἐνδημεῖ ἐπίσης στὸ
φαινόμενο τῆς μόδας. Ἐνῶ παραδοσιακὴ λειτουργία τῆς μόδας ἦταν ὁ τονισμὸς τῶν
κοινωνικῶν διακρίσεων, στὸ μέλος τῆς μαζικοδημοκρατικης κοινωνίας δίνει ἀντίθετα
τὸ αἴσθημα τῆς συμμετοχῆς σὲ κάτι, τὸ ὁποῖο εἶναι βέβαια κοινὸ ἀγαθὸ καὶ ἀπὸ τὴν
ἄποψη αὐτὴν ἐπιβεβαιώνει τὴν κατ' ἀρχὴν ἰσότητα ὅλων, ἀλλά τὴν ἴδια στιγμὴ ὑποδηλώνει
καὶ τὴν προθυμία τοῦ ἀτόμου νὰ ξεκόψει ἀπὸ τὸ παλιὸ καὶ ἔτσι νὰ ἐνεργήσει ὡς
γνήσια αὐτόνομο ἄτομο. Ἄλλωστε ὁ κομφορμισμὸς καὶ ὁ ἀτομικισμὸς δὲν συνιστοῦν
μονάχα στὴν περίπτωση τῆς μόδας τὶς δύο συμπληρωματικὲς πλευρὲς ἑνὸς ψυχολογικοῦ
πλέγματος, πού μέσα στὴ μαζικὴ δημοκρατία δημιουργεῖται καὶ εὐδοκιμεῖ κάτω ἀπὸ ἰδιαίτερα
εὐνοϊκὲς συνθῆκες.
Μὲ ἀφετηρία τὸν κόσμο τῆς
κατανάλωσης, βλέπεται καὶ κρίνεται τώρα ὅλο καὶ περισσότερο ὁ κόσμος τῆς ἐργασίας.
Αὐτὸ βέβαια σημαίνει ἀρχικὰ ὅτι χάρη στὴ δυνατότητα καὶ στὴν προσδοκία τῆς
κατανάλωσης ἀνεβαίνει ἡ ἀπόδοση, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἐργαζόμενος ὡς δυνητικὸς
καταναλωτὴς ἀποδίδει περισσότερο. Ὅμως μ' αὐτὸ συνδέεται καὶ μιὰ βαθύτερη ἀλλαγή,
ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴν ἔννοια καὶ τὴν ἄσκηση τῆς ἐργασίας. Ἡ ἐργασία δὲν ἐπιτελεῖται
οὔτε μὲ πουριτανικὴ εὐλάβεια ad majorem dei gloriam οὔτε γιὰ χάρη τῆς ἐργασίας ὡς αὐτοσκοποῦ,
ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ ἐργασία ἀξιολογεῖται ὡς προάσκηση γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς
καὶ ὡς δύναμη αὐτοπειθάρχησης. Τώρα ἡ ἐργασία θεωρεῖται μᾶλλον πραγματιστικά,
δηλαδὴ ὡς μέσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, καὶ ἀντίστοιχα ἀπεκδύεται τὸ
στοιχεῖο τῆς ἠθικῆς σοβαρότητας γιὰ νὰ προσεγγίσει, στὰ πλαίσια τοῦ ἑκάστοτε
δυνατοῦ, τὸ παιγνίδι. Ἐνῷ μὲ βάση τὰ ἀστικὰ κριτήρια ἐκτιμοῦσε κανεὶς τὴν ἀτομικὴ
προσπάθεια καὶ τὸν «χαρακτήρα», θεωρῶντας ὡς αὐτονόητο κίνητρο τὸ προσωπικὸ
συμφέρον καὶ ὡς ἄξια ἀμοιβὴ τὴν ἐπιτυχία καὶ τὸ γόητρο, τώρα συχνὰ ἐκτιμᾶται
περισσότερο ὁ ἐξηγημένος συνεργάτης παρὰ ὁ φιλόδοξος ἀτομικιστής, περισσότερο τὸ
συλλογικὸ πνεῦμα καὶ τὸ «team work» παρὰ ὁ μοναχικὸς ἐγωιστής. Ἡ πραγματιστικὴ ἀντίληψη
γιὰ τὴν ἐργασία ἐκφράζεται συμβολικὰ στὸν παραγκωνισμὸ τῆς ἀστικῆς ἔννοιας τοῦ ἐπαγγέλματος,
μέσα στὴν ὁποία συμπυκνωνόταν μιὰ ὁλόκληρη στάση ζωῆς, ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀπασχόλησης
(job), τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ μετέλθει κανεὶς χωρὶς
ἐσωτερικὴ συμμετοχὴ καὶ χωρὶς ἄλλες ἠθικὲς ὑποχρεώσεις. Ἕνα συνεπὲς βῆμα πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση εἶναι ἡ (μερικὴ) ἀντιστροφὴ τῆς
σχέσης ἀνάμεσα σὲ ἐργασία καὶ σὲ ἐλεύθερο χρόνο: ὁ ἐλεύθερος χρόνος δὲν
προσφέρει ἁπλῶς ἀνάπαυση γιὰ ἀκόμη παραγωγικότερη συνέχιση τῆς ἐργασίας, παρὰ ἡ
ἐργασία φαίνεται ὡς μέσο πού παρέχει στὸ ἄτομο τὴ δυνατότητα νὰ διαμορφώσει τὸν
ἐλεύθερο χρόνο του πάνω σὲ εὐρύτερη καταναλωτικὴ βάση. Ἡ τοποθέτηση ἀπέναντι
στὴν ἐργασία καθορίζεται ἀπὸ τὸ τί μπορεῖ νὰ κάμει κανεὶς στὸν ἐλεύθερο χρόνο
του ὡς καταναλωτὴς ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν ἤ βιωμάτων . Μὲ τὴν εὐρεία αὐτὴν
ἔννοια ἡ κατανάλωση φαίνεται σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν ἐργασία. Ἡ παιγνιώδης
δραστηριότητα τοῦ καταναλωτῆ στὸν ἐλεύθερο χρόνο τίθεται σὲ ἀνώτερη μοῖρα ἀπὸ τὴν
πειθαρχημένη δραστηριότητα τοῦ ἐργαζομένου. Ὅμως ἔτσι ἐντείνεται ἡ ἀνάγκη γιὰ
περισσότερη κατανάλωση ὡς μέσο προσωπικῆς πλήρωσης στὸν διαθέσιμο ἐλεύθερο
χρόνο, ὅποτε ἀπαιτεῖται καὶ περισσότερη ἐργασία γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ μέσου αὐτοῦ.
Ἐδῶ βρίσκεται ἕνα καθημερινὸ δίλημμα πολλῶν ἀνθρώπων στὴ μαζικὴ δημοκρατία.
Ἡ ὑπέρβαση
τῆς σπάνης τῶν ἀγαθῶν ἐκφράσθηκε κοινωνιολογικὰ στὴ σημαντικὴ μείωση τοῦ ἀριθμοῦ
τῶν ἄμεσων παραγωγῶν καὶ στὴν ἀντίστοιχη διεύρυνση τοῦ τριτογενοῦς τομέα, δηλαδὴ
τοῦ τομέα τῶν ὑπηρεσιῶν. Οἱ ὑπηρεσίες μὲ κοινωνικὸ χαρακτήρα (ὑγεία, ἀνάπαυση,
παιδεία, πρόνοια) ἐπεκτάθηκαν γρήγορα ἐξ αἰτίας καὶ τῆς ἀνάπτυξης τοῦ κοινωνικοῦ
κράτους, κι ἔγιναν ἀπὸ τὴ φύση τους ὁ χῶρος ὅπου διαμορφώθηκε μιὰ ἀντίληψη τῆς ἐργασίας,
ἡ ὁποία ἀπομακρύνθηκε σχετικὰ περισσότερο ἀπὸ τὸ κριτήριο τῆς τεχνικῆς ὀρθολογικότητας
καὶ θέλησε νὰ ἀναγάγει τὴν ἐργασία σὲ μορφὲς τοῦ δημιουργικοῦ αὐτοσχεδιασμοῦ ἤ τοῦ
σοβαροῦ παιγνιδιοῦ. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ διακρίνουμε grosso modo δύο εἰδῶν φορεῖς ἤ
ἐκπροσώπους ἀξιῶν μέσα στὴ μαζικὴ δημοκρατία. Ὅσοι ἀναπτύσσουν τὴ δραστηριότητά
τους στὴ βιομηχανία καὶ στὴν οἰκονομία γενικότερα τείνουν μᾶλλον πρὸς τὴν ἀποδοχὴ
καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπόδοσης καὶ τῆς τεχνικῆς ὀρθολογικότητας, ἐνῷ
ὅσοι προσφέρουν ὑπηρεσίες μὲ κοινωνικὸ χαρακτήρα μᾶλλον ἐπηρεάζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα
ἀπὸ κάποιες ἰδέες τῆς πολιτισμικῆς ἐπανάστασης τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 καὶ τοῦ
1970· τοῦτο βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι μερικοὶ ἀπό τους πρώτους δὲν διαπνέονται ἀπὸ
παρόμοιες συμπάθειες στὴν α ἤ β ἐκδοχὴ ἤ ὅτι κάποτε δὲν προσπαθοῦν nolentes volentes νὰ κάμουν
χαλαρότερες τὶς ἐργασιακὲς σχέσεις ἀκριβῶς ὑπ' αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Ἡ αὔξηση τοῦ
σχετικοῦ βάρους τῶν κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν μέσα στὴν οἰκονομία προκαλεῖ μιὰ
μετατόπιση τοῦ ἐνδιαφέροντος ἀπὸ τὸ ποσοτικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο τώρα ταυτίζεται
μὲ τὴν ἀνάπτυξη σὲ μετρήσιμα μεγέθη, πρὸς τὸ ποιοτικό, τὸ ὅποιο τώρα ὀνομάζεται
ποιότητα ζωῆς. Ἐπειδὴ οἱ παραγωγοὶ καὶ οἱ
καταναλωτὲς τῆς οἰκονομίας τῶν ὑπηρεσιῶν δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ σκέπτονται μὲ
βάση τὶς κατηγορίες τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης, μποροῦν ἐδῶ νὰ κερδίσουν πολὺ εὐκολότερα
ἔδαφος οἱ λεγόμενες ἐναλλακτικὲς ἰδεολογίες, ἀπὸ τὴ ρομαντικὴ ὑπεράσπιση τοῦ
περιβάλλοντος ἴσαμε τὴν ἀγροτικὴ αὐτάρκη ζωὴ καὶ τὴν περιθωριακὴ ὕπαρξη. Τὸ
προβάδισμα τῆς ποιότητας ζωῆς συνδέεται μὲ τὴν ἰδιαίτερη εὐαισθησία ἀπέναντι σὲ
ζητήματα σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία . Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὶς
βιομηχανικὲς δραστηριότητες, οἱ δραστηριότητες παροχῆς ὑπηρεσιῶν, καθὼς ἔχουν νὰ
κάμουν μὲ διαπροσωπικὲς σχέσεις, ἀπαιτοῦν ἔντονη συμμετοχὴ τοῦ καταναλωτῆ, ὁ ὁποῖος
κατέχει ἀδιαμφισβήτητο δικαίωμα νὰ πεῖ τὸν λόγο του σχετικὰ μὲ τὴν ποιότητα καὶ
τὴ μεθόδευση τῆς παροχῆς ὑπηρεσιῶν. Μὲ ἀλλά λόγια: τούτη ἡ εἰδικὴ μορφὴ οἰκονομικῆς
δραστηριότητας προϋποθέτει συχνότατα μιὰ σύμπραξη ὅλων τῶν ἐνδιαφερομένων
(γιατροῦ καὶ ἀσθενοῦς, δασκάλου καὶ μαθητῆ, ἀκόμα καὶ πωλητῆ καὶ πελάτη) καὶ
συνεπιφέρει μερικὴ τουλάχιστον μετατόπιση τῆς οἰκονομικῆς σχέσης στὸ ἐπίπεδό
της προσωπικῆς. Ἡ εὐαισθησία κι ἡ προθυμία γιὰ ἐπικοινωνία καὶ ἀρωγή, οἱ ὁποῖες
ὑμνοῦνται ὡς ἠθικὲς ἀξίες καὶ συχνὰ ἀσκοῦνται καὶ πρακτικὰ σὲ κάποιες
περιθωριακὲς κουλτοῦρες προερχόμενες ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴ ἐπανάσταση, βρίσκουν
τώρα τὴν ἄνθηση καὶ τὴν οἰκονομικὴ τους χρήση στὸν τομέα τῆς παροχῆς κοινωνικῶν
ὑπηρεσιῶν. Ἔτσι, ἡ κοινωνία τῆς παροχῆς ὑπηρεσιῶν ἀποκτᾶ φυσιογνωμία, ἡ ὁποία
φαίνεται ἀκριβῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὶς παλιότερες στερεότυπες ἀντιλήψεις γιὰ τὴ
βιομηχανικὴ κοινωνία ὡς κοινωνία τῆς ἁλυσιδωτῆς παραγωγῆς καὶ τῆς ἀλλοτρίωσης. Ἡ
ἐπικοινωνία γίνεται ἐδῶ ὄχι ἁπλῶς ἔκφραση ἐκσυγχρονισμένου ἀνθρωπισμοῦ, ἀλλά ἐπὶ
πλέον βασικὴ ἀρχὴ τῆς ἐργασιακῆς ὀργάνωσης, ἡ ὁποία τώρα θεωρεῖται ὡς ζήτημα
διαμόρφωσης τῶν ἐνδοϋποκειμενικῶν σχέσεων, ὁπότε τὸ οἰκονομικὸ ἀποτέλεσμα ἀποτελεῖ
κατὰ κάποιον τρόπο τὴ συνισταμένη τῆς ἀνθρωπιστικῆς ρύθμισης τούτων τῶν
σχέσεων.
Ὅπως εἴπαμε, ἡ ὑπέρβαση τῆς σπάνης
τῶν ἀγαθῶν δημιούργησε τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴ διάδοση τῶν ἡδονιστικῶν στάσεων
πού ἐνθαρρύνουν τὴν οἰκονομικὰ ἀναγκαῖα κατανάλωση. Μαζὶ μὲ τὴν ἀφθονία
γεννήθηκε ὅμως καὶ ἡ δυνατότητα νὰ αὐτονομηθοῦν ὑλικὰ καὶ ἰδεατὰ ἀπέναντι στὸν
τεχνικὸ-ὀρθολογικὸ κόσμο τῆς ἐργασίας, ἤ καὶ στὸν κόσμο τῆς ἐργασίας ἐν γένει,
μικρότερες ἤ μεγαλύτερες ὁμάδες προπαγανδίζοντας ἀπόψεις, τῶν ὁποίων ἡ πραγμάτωση
θὰ κατέστρεφε ἀκριβῶς τὴν κοινωνία ἐκείνη πού ὄχι ἁπλῶς ἀνέχεται, ἀλλά καὶ ἀναγκαστικὰ
γεννᾶ ἀπό τους κόλπους της τέτοιες ὁμάδες. Ἐπειδὴ οἱ ὁμάδες αὐτὲς κινοῦνται πρὸ
παντὸς στὸν πολιτισμικὸ χῶρο, ἀνακύπτει σὲ μικρότερο ἤ μεγαλύτερο βαθμὸ μιὰ ἔνταση
ἀνάμεσα στὴν τεχνολογικὴ βάση καὶ σ' ἕνα τουλάχιστον μέρος τοῦ ἰδεολογικοῦ ἐποικοδομήματος
τῆς μαζικῆς δημοκρατίας· ὁ πλουραλισμὸς πού ἐπικρατεῖ στὸν τομέα τῆς ἰδεολογίας
δὲν μπορεῖ νὰ μεταφρασθεῖ στὴ μονοσήμαντη γλῶσσα τῆς τεχνολογικῆς βάσης, παρὰ
συχνὰ σπάζει τὰ καθαρά της περιγράμματα. Ὡστόσο
εἶναι σφάλμα νὰ θεωροῦμε αὐτὴν τὴν πράγματι ὑφιστάμενη ἀντίθεση ὡς φαινόμενο
πού ἀπὸ μόνο του θὰ μποροῦσε νὰ θέσει σὲ κίνδυνο τὸ μέλλον τῆς μαζικῆς
δημοκρατίας. Ὅπως κάθε κοινωνικὸς σχηματισμός, ἔτσι καὶ ἡ μαζικὴ δημοκρατία
φέρει ἐντός της τὶς δικές της χαρακτηριστικὲς ἀντιθέσεις ἤ ἀντιφάσεις, οἱ ὁποῖες
ἀποτελοῦν συνάμα τοὺς ὅρους τῆς ὕπαρξής της. Στὴν περίπτωση αὐτὴν ἡ τεχνολογικὴ
βάση ἤ ἡ οἰκονομία ἐν γένει δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει, ἂν δὲν ἐνισχύσουν τὴ
μαζικὴ κατανάλωση ἡδονιστικὲς στάσεις, οἱ ὁποῖες ἀπὸ τὴ φύση τους συνεπάγονται
τὸν πλουραλισμὸ τῶν ἀξιῶν ἤ καὶ τὴν ἠθικὴ ἀδιαφορία κι ἕναν συγχεχυμένο ἀνηθικισμό.
Ἡ σχέση ἀνάμεσα στὰ δύο σκέλη τῆς παραπάνω ἀντίθεσης πρέπει λοιπὸν κατὰ βάση νὰ
θεωρηθεῖ συμπληρωματικὴ· ἄλλωστε ἡ ἔνταση ὑποχωρεῖ στὸν βαθμὸ πού στάσεις ἀρχικὰ
προερχόμενες ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴ ἐπανάσταση θεσμοποιοῦνται σὲ μετριασμένη μορφὴ
ἤ γίνονται μέρος τῆς καθημερινῆς ζωῆς — καὶ ἐπίσης στὸν βαθμὸ πού οἱ ἴδιες οἱ ἐργασιακὲς
σχέσεις κάτω ἀπ’ τὴν ἐπίδραση ὅσων παραγόντων προαναφέραμε μεταβάλλονται πρὸς τὴν
κατεύθυνση τῆς χαλάρωσης τῶν παλιῶν ἱεραρχιῶν. Ἐδῶ ταιριάζει νὰ
χρησιμοποιήσουμε ὄχι τὴν εἰκόνα ἑνὸς χάσματος πού συνεχῶς βαθαίνει, παρὰ μᾶλλον
τὴν εἴκονα ἑνὸς ἐκκρεμοῦς πού κινεῖται τὴ μιὰ πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς τεχνικῆς ὀρθολογικότητας
καὶ τῆς ἠθικὰ πειθαρχημένης ἀπόδοσης καὶ τὴν ἄλλη πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ ἡδονισμοῦ,
τοῦ σχετικισμοῦ τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ἀνεκτικότητας. Πάντως δὲν πρέπει νὰ προσδοκοῦμε
ἕνα μόνιμο καὶ ἀδιατάρακτο ἰσοζύγιο. Ἡ ἐγγενὴς δυαρχία τῆς μαζικῆς δημοκρατίας ἀπηχεῖται
ὄχι μονάχα στὴν ἑτερογένεια τῶν θεσμῶν ἤ στοὺς ἀμφίρροπους σκοποὺς διαφόρων ἐπὶ
μέρους θεσμῶν, ἀλλά καὶ στὶς πολιτικὲς ἀντιλήψεις, ὅπως δείχνουν λ.χ. οἱ ἐπικρατοῦσες
ἐκδοχὲς ἤ μεθερμηνεῖες τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ἡ μιὰ ἀπ’ αὐτὲς προσανατολίζεται
κυρίως στὰ κριτήρια τῆς τεχνικῆς ὀρθολογικότητας καὶ τῆς ἀπόδοσης, καὶ
στρέφεται ὅσο μπορεῖ ἐναντίον τοῦ σχετικισμοῦ τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ἀνεκτικότητας
πού δίνουν τὸν τόνο στὸ πολιτισμικὸ ἐποικοδόμημα, πιστεύοντας ὅτι οἱ ἡδονιστικὲς
στάσεις εὐνοοῦν τὴ δημιουργία ἑνὸς γιγαντιαίου κοινωνικοῦ κράτους, τὸ ὁποῖο στὸ
τέλος ἀναγκαστικὰ θὰ παραλύσει τὸν οἰκονομικὸ φιλελευθερισμό. Ἡ ἄλλη κατεύθυνση
τοῦ φιλελευθερισμοῦ ἀποκρούει ἐπίσης τὸν γραφειοκρατικὸ κρατικὸ παρεμβατισμό,
μ' αὐτὸ ὄμως δὲν θέλει νὰ πλήξει ἄμεσα ἤ πρωταρχικὰ τὸ κοινωνικὸ κράτος, παρὰ μᾶλλον
νὰ διασφαλίσει τὴν ἐλεύθερη ἀνάπτυξη μικρῶν διαφανῶν κοινοτήτων καὶ ἐπὶ μέρους
τομέων, ὅπου τὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ ὁρίσει καὶ νὰ πραγματώσει τὸν ἑαυτὸ του· ἐδῶ
προφανῶς ὑπερτεροῦν οἱ ἀντιλήψεις καὶ οἱ ἀξίες πού χαρακτηρίζουν τὸ πολιτισμικὸ
ἐποικοδόμημα. Οἱ φιλελευθερισμοὶ αὐτοὶ ἀλληλοσυμπληρώνονται ὀργανικὰ μέσα στὴ
μαζικὴ δημοκρατία, μολονότι ὁ ἕνας καταπολεμᾶ τὸν ἄλλον. Γιατί ὁ πρῶτος δὲν
μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ἐπιστρέψει στὸν ἀστικὸ ὀλιγαρχικὸ φιλελευθερισμὸ - ὁ ἀστὸς ἔχει
πεθάνει ἀπὸ καιρό, καὶ ὁ ἐπιχειρηματίας ἤ ὁ μάνατζερ πού πῆρε τὴ θέση του
χρειάζεται ἐκτός ἀπὸ τὴν τεχνικὴ ὀρθολογικότητα καὶ τὴν ἠθική τῆς ἀπόδοσης, ὅπως
τὴν ἐκπροσωπεῖ ὁ ἴδιος, τουλάχιστον ἐξ ἴσου καὶ τὶς ἡδονιστικὲς στάσεις, τὶς ὁποῖες
συχνὰ ἀποκρούει κατ' ἀρχήν, ἀλλά οἱ ὁποῖες σὲ λιγότερο ἤ περισσότερο ἐκχυδαϊσμένη
μορφὴ εὐνοοῦν τὴ μαζικὴ κατανάλωση, δηλαδὴ τὴν πώληση τῶν ἴδιων του τῶν
προϊόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου