Ὁ Jaron εἶναι ἕνας ἀπό κείνους τούς τύπους “on my way to hell”. Τρώγεται μονίμως μέ τά ροῦχα του καί εἶναι ἀνικανοποίητος μέ τήν κατάστασή του, την ὁποῖα μονίμως χαρακτηρίζει underachievement. Ἐπιπροσθέτως τίποτα δέν μπορεῖ νά ἀποσπάσει τήν προσοχή του ἀπό τά μηδαμινὰ ἐρωτήματα πού τόν ἀπασχολοῦν. Τό μόνο γιά τό ὁποῖο μιλᾶ μὲ ἐνθουσιασμὸ εἶναι αὐτὰ τὰ νευροβιολογικὰ πειράματα. Ἂς ὑποθέσουμε, ἐξηγοῦσε, πὼς οἱ ἀσύρματες συσκευὲς ἔχουν τελειοποιηθεῖ σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ θὰ ἦταν δυνατὸ οἱ ἰδιότητες ἑνὸς νευρώνα νὰ ὑποκατασταθοῦν μὲ μιὰ τέλεια ἀσύρματη συσκευή. Ἂς ἀντικαταστήσουμε ἕνα νευρώνα τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου μὲ μία τέτοια ἀσύρματη συσκευή. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ τεχνητὸς νευρώνας θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ὑποκαστήσει ὅλες τὶς συνάψεις -γύρω στὶς ἑπτὰ χιλιάδες κατὰ μέσο ὄρο- τοῦ βιολογικοῦ νευρώνα τὸν ὁποῖο ἀντικατέστησε. Στὴ συνέχεια ἂς συνδέσουμε τὸν τεχνητὸ νευρώνα διὰ μέσου μιᾶς ἀσύρματης σύνδεσης μὲ μία προσομοίωση ἑνὸς νευρώνα σὲ ἕναν ὑπολογιστὴ στοῦ ὁποίου τὸ πρόγραμμα ἔχουν συμπεριληφθεῖ ὅλα τὰ μοναδικὰ χημικὰ καὶ δομικὰ χαρακτηριστικά τοῦ φυσικοῦ νευρώνα.
Ἂς κάνουμε τὸ ἴδιο πράγμα μὲ ὅλους τούς ἐναπομείναντες νευρῶνες τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου. Ὑπάρχουν 100 δισεκατομμύρια μὲ 200 δισεκατομμύρια νευρῶνες σὲ ἕναν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο, ὁπότε ἐὰν ὑποτεθεῖ ὅτι γιὰ τὴν ἀντικατάσταση ἑνὸς φυσικοῦ νευρώνα μὲ κάποιον τεχνητὸ χρειάζεται ἕνα δευτερόλεπτο ἀνὰ νευρώνα, ἡ ἀντικατάσταση ὅλων θὰ ἀπαιτοῦσε δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Ἂς ὑποθέσουμε πὼς αὐτὸς ὁ χρόνος μᾶς εἶναι διαθέσιμος. Ἐπιπλέον, ἂς ἀφήσουμε στὸν ὑπολογιστὴ τὴν ἀπόλυτη ἁρμοδιότητα τοῦ ἐλέγχου τῆς δυναμικῆς τοῦ τεχνητοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ διαβίβαση τῶν νευρικῶν σημάτων μεταξὺ τῶν τεχνητῶν νευρώνων, θὰ καθορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μέσω τοῦ λογισμικοῦ. Θὰ μποροῦσε ὁ ὑπολογιστὴς στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ θεωρηθεῖ πρόσωπο; Καὶ ἐὰν ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατικὴ θὰ θεωρούσαμε πῶς ἡ συνείδηση ἀνήκει τώρα στὸν ὑπολογιστὴ ἢ στὸ λογισμικό; Ἡ ἴδια ἐρώτηση θὰ μποροῦσε νὰ ὑποβληθεῖ καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐὰν κανεὶς πιστεύει σ’αὐτές.
Τὸ΄χα πεθυμήσει αὐτὸ τὸ μέρος. Μοῦ εἶχε μείνει στὴ μνήμη ἡ εἰκόνα τοῦ κὺρ-Γιάννη ποὺ ἦταν καθιστὸς στὸ βάθος πίσω ἀπὸ μία σειρὰ βαρέλια καὶ δίπλα του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ τηλεόραση ποὺ ἔπαιζε στὸ κενὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ κυρὰ-Εὐανθία ποὺ κρατοῦσε πάντα κάτι στὴν ποδιά της. Ἢ θὰ καθάριζε μπάμιες, ἢ φασολάκια φρέσκα, ἢ χόρτα, ἢ θὰ ξεψείριζε φακές, ἢ θάχε πιάσει πάλι ἐκεῖνο τὸ ἀτέλειωτο πλεκτό. Ἦταν κι αὐτὴ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ρετσινιοῦ πού σοὔσπαγε τὴ μύτη, ἴδια κι ἀπαράλλαχτη, ὅσο μπορεῖ δηλαδὴ ἡ μνήμη νὰ συγκρατήσει μυρωδιές. Νὰ λοιπὸν πάλι στὸν Ἀγιάννογλου μετὰ ἀπὸ χρόνια μὲ τὸ φίλο μου, τώρα πιά, τὸν Jaron. Θυμᾶμαι (θὰ΄τανε ἤδη ἑφτὰ μὲ ὀχτὼ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν τελευταία φορὰ ἐδῶ) ὁ Ἀγιάννογλου ἦταν ἕνα ἀπ΄αὐτὰ τὰ μαγαζιὰ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ μόνο στὴν Ἑλλάδα. Ἴσως μόνο στὴ Θεσσαλονίκη, ἢ καὶ ἀκόμα μόνο στὴν Ἄνω Τούμπα ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, γιατί σὲ ὅλες τὶς ἄλλες πόλεις καὶ τὶς γειτονιές τους, τὸ πράμα εἶχε ἤδη ἀπὸ τότε πάρει τὸν κατήφορο μὲ τὶς business. Ἕνα ἡμιυπόγειο μαγαζάκι, κατέβαινες μερικὰ σκαλοπατάκια, ἄνοιγες τὴν πόρτα κι ἀμέσως σὲ ἔπαιρνε ἡ μπόχα τοῦ κρασιοῦ ἀπὸ τὰ βαρέλια ποὺ ἤτανε ἀραδιασμένα στὴ σειρὰ πάνω σὲ χαμηλὰ ράφια στὸ ὕψος τοῦ ὤμου. Λιγοστὰ τραπέζια χῶρος ἀρκετὸς ὄχι γιὰ παραπάνω ἀπὸ καμμιὰ τριανταριὰ νοματαίους. Τὸ μαγαζὶ δούλευε μὲ δικούς του νόμους. Ἀριστερά της εἰσόδου ἕνας μαυροπίνακας κι ἕνα κομμάτι κιμωλία γιὰ νὰ γράψεις τ’ ὄνομά σου καὶ τὴν ὥρα εἰσόδου. Φαγητὸ δὲν ὑπῆρχε, μποροῦσες νὰ φέρεις τὸ δικό σου ἢ ἅμα ἤθελες θὰ ἔτρωγες λίγες φακές, ἢ φασολάδα, ἢ κανένα ξεροκόμματο ψωμὶ μὲ λίγες ἐλιές, ἢ ὅτι εἶχε περισέψει ἀπὸ τὸ μεσημεριανὸ πού εἶχε φτιάξει ἡ κυρὰ-Εὐανθία γιὰ τὰ παιδιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἅμα τύχαινε δὲ τὰ παιδιὰ νὰ ἔχουν δυσκολίες στὴ φυσικὴ ἢ στὴ χημεία κι ἔδινες μιὰ χεῖρα βοηθείας μπορεῖ καὶ νὰ σὲ προσέφεραν ὁλόκληρη τὴν κατσαρόλα καὶ νὰ’ μενε ὁ κὺρ-Γιάννης νηστικός. Τὸ κρασὶ ὅμως ἦταν ἄφθονο. Ἄνοιγες τὴν κάνουλα καὶ γέμιζες τὸ ποτήρι σου ὅσο ἄντεχες. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς αὐτὸ ποὺ θὰ πλήρωνες στὸ τέλος καθοριζόταν ἀπὸ τὴ διάρκεια παραμονῆς στὸ μαγαζί. Κρασὶ μὲ τὴν ὥρα ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ξηροκαρπίτης ποὺ ἦταν τακτικὸς θαμώνας.
Φεύγοντας ἀργὰ τὸ βράδυ ὁ Jaron, ἔτσι λίγο λάσπη ὅπως εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ κρασὶ, ἔσκυψε πρὸς τὸ μέρος μου γιὰ νὰ μὲ πεῖ: Ἂν εἶναι τὸ μαγαζὶ τοῦ Ἀγιάννογλου ἀνοιχτὸ καὶ ὁ κὺρ-Γιάννης νὰ μένει νηστικὸς ἀρχίζω τὰ πειράματα μὲ τοὺς τεχνητοὺς νευρῶνες ἀπὸ σήμερα.
Ἂς κάνουμε τὸ ἴδιο πράγμα μὲ ὅλους τούς ἐναπομείναντες νευρῶνες τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου. Ὑπάρχουν 100 δισεκατομμύρια μὲ 200 δισεκατομμύρια νευρῶνες σὲ ἕναν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο, ὁπότε ἐὰν ὑποτεθεῖ ὅτι γιὰ τὴν ἀντικατάσταση ἑνὸς φυσικοῦ νευρώνα μὲ κάποιον τεχνητὸ χρειάζεται ἕνα δευτερόλεπτο ἀνὰ νευρώνα, ἡ ἀντικατάσταση ὅλων θὰ ἀπαιτοῦσε δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Ἂς ὑποθέσουμε πὼς αὐτὸς ὁ χρόνος μᾶς εἶναι διαθέσιμος. Ἐπιπλέον, ἂς ἀφήσουμε στὸν ὑπολογιστὴ τὴν ἀπόλυτη ἁρμοδιότητα τοῦ ἐλέγχου τῆς δυναμικῆς τοῦ τεχνητοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ διαβίβαση τῶν νευρικῶν σημάτων μεταξὺ τῶν τεχνητῶν νευρώνων, θὰ καθορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μέσω τοῦ λογισμικοῦ. Θὰ μποροῦσε ὁ ὑπολογιστὴς στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ θεωρηθεῖ πρόσωπο; Καὶ ἐὰν ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατικὴ θὰ θεωρούσαμε πῶς ἡ συνείδηση ἀνήκει τώρα στὸν ὑπολογιστὴ ἢ στὸ λογισμικό; Ἡ ἴδια ἐρώτηση θὰ μποροῦσε νὰ ὑποβληθεῖ καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐὰν κανεὶς πιστεύει σ’αὐτές.
Τὸ΄χα πεθυμήσει αὐτὸ τὸ μέρος. Μοῦ εἶχε μείνει στὴ μνήμη ἡ εἰκόνα τοῦ κὺρ-Γιάννη ποὺ ἦταν καθιστὸς στὸ βάθος πίσω ἀπὸ μία σειρὰ βαρέλια καὶ δίπλα του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ τηλεόραση ποὺ ἔπαιζε στὸ κενὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ κυρὰ-Εὐανθία ποὺ κρατοῦσε πάντα κάτι στὴν ποδιά της. Ἢ θὰ καθάριζε μπάμιες, ἢ φασολάκια φρέσκα, ἢ χόρτα, ἢ θὰ ξεψείριζε φακές, ἢ θάχε πιάσει πάλι ἐκεῖνο τὸ ἀτέλειωτο πλεκτό. Ἦταν κι αὐτὴ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ρετσινιοῦ πού σοὔσπαγε τὴ μύτη, ἴδια κι ἀπαράλλαχτη, ὅσο μπορεῖ δηλαδὴ ἡ μνήμη νὰ συγκρατήσει μυρωδιές. Νὰ λοιπὸν πάλι στὸν Ἀγιάννογλου μετὰ ἀπὸ χρόνια μὲ τὸ φίλο μου, τώρα πιά, τὸν Jaron. Θυμᾶμαι (θὰ΄τανε ἤδη ἑφτὰ μὲ ὀχτὼ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν τελευταία φορὰ ἐδῶ) ὁ Ἀγιάννογλου ἦταν ἕνα ἀπ΄αὐτὰ τὰ μαγαζιὰ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ μόνο στὴν Ἑλλάδα. Ἴσως μόνο στὴ Θεσσαλονίκη, ἢ καὶ ἀκόμα μόνο στὴν Ἄνω Τούμπα ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, γιατί σὲ ὅλες τὶς ἄλλες πόλεις καὶ τὶς γειτονιές τους, τὸ πράμα εἶχε ἤδη ἀπὸ τότε πάρει τὸν κατήφορο μὲ τὶς business. Ἕνα ἡμιυπόγειο μαγαζάκι, κατέβαινες μερικὰ σκαλοπατάκια, ἄνοιγες τὴν πόρτα κι ἀμέσως σὲ ἔπαιρνε ἡ μπόχα τοῦ κρασιοῦ ἀπὸ τὰ βαρέλια ποὺ ἤτανε ἀραδιασμένα στὴ σειρὰ πάνω σὲ χαμηλὰ ράφια στὸ ὕψος τοῦ ὤμου. Λιγοστὰ τραπέζια χῶρος ἀρκετὸς ὄχι γιὰ παραπάνω ἀπὸ καμμιὰ τριανταριὰ νοματαίους. Τὸ μαγαζὶ δούλευε μὲ δικούς του νόμους. Ἀριστερά της εἰσόδου ἕνας μαυροπίνακας κι ἕνα κομμάτι κιμωλία γιὰ νὰ γράψεις τ’ ὄνομά σου καὶ τὴν ὥρα εἰσόδου. Φαγητὸ δὲν ὑπῆρχε, μποροῦσες νὰ φέρεις τὸ δικό σου ἢ ἅμα ἤθελες θὰ ἔτρωγες λίγες φακές, ἢ φασολάδα, ἢ κανένα ξεροκόμματο ψωμὶ μὲ λίγες ἐλιές, ἢ ὅτι εἶχε περισέψει ἀπὸ τὸ μεσημεριανὸ πού εἶχε φτιάξει ἡ κυρὰ-Εὐανθία γιὰ τὰ παιδιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἅμα τύχαινε δὲ τὰ παιδιὰ νὰ ἔχουν δυσκολίες στὴ φυσικὴ ἢ στὴ χημεία κι ἔδινες μιὰ χεῖρα βοηθείας μπορεῖ καὶ νὰ σὲ προσέφεραν ὁλόκληρη τὴν κατσαρόλα καὶ νὰ’ μενε ὁ κὺρ-Γιάννης νηστικός. Τὸ κρασὶ ὅμως ἦταν ἄφθονο. Ἄνοιγες τὴν κάνουλα καὶ γέμιζες τὸ ποτήρι σου ὅσο ἄντεχες. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς αὐτὸ ποὺ θὰ πλήρωνες στὸ τέλος καθοριζόταν ἀπὸ τὴ διάρκεια παραμονῆς στὸ μαγαζί. Κρασὶ μὲ τὴν ὥρα ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ξηροκαρπίτης ποὺ ἦταν τακτικὸς θαμώνας.
Φεύγοντας ἀργὰ τὸ βράδυ ὁ Jaron, ἔτσι λίγο λάσπη ὅπως εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ κρασὶ, ἔσκυψε πρὸς τὸ μέρος μου γιὰ νὰ μὲ πεῖ: Ἂν εἶναι τὸ μαγαζὶ τοῦ Ἀγιάννογλου ἀνοιχτὸ καὶ ὁ κὺρ-Γιάννης νὰ μένει νηστικὸς ἀρχίζω τὰ πειράματα μὲ τοὺς τεχνητοὺς νευρῶνες ἀπὸ σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου