Τὸ νησὶ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα μεγάλο. Τί μεγάλο δηλαδὴ οὔτε γιὰ μετρίου μήκους δὲ θὰ τὸ λογάριαζες ἀφοῦ γιὰ νὰ φτάσεις ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη θὰ σούπαιρνε μόλις τριανταπέντε λεπτὰ γκαλοπάροντας μὲ τὴ μπαγκαντέλα ὅπως ἔλεγε ὁ λαϊκολεβέντης ὁ φαρμακοτρίφτης (σπουδαγμένος στὸ Λουγκάνο βλέπεις) τὴ βάγγα (τὸ σκαραβαῖο) ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὶς μετακινήσεις τους οἱ «νεανίες». Ἅμα λάβεις δὲ ὑπόψη καὶ τὸ ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς διαδρομῆς ἤτανε χωματόδρομος, τότε κατάλαβες γιὰ τί μέγεθος νησιοῦ μιλᾶμε. Τὸ καφενεῖο ὅλο τὸ χειμώνα ἀπὸ Ὀκτώβρη μέχρι μέσα τοῦ Μάη ἤτανε τὸ μόνο μαγαζὶ ποὺ δούλευε μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ μετὰ τὶς ἐννιά. Ὁ πληθυσμὸς θὰ ἔφτανε γύρω στὶς χίλιες πεντακόσιες ψυχὲς καὶ στὰ τρία χωριὰ τοῦ νησιοῦ, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν σκύλων (γιατί ἄλλα ζῶα δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ πάνω) καὶ μπορεῖ καὶ νὰ σοῦ λέω καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι ἤτανε στὴν πραγματικότητα. Στὴ Χώρα μοναχὰ ζοῦσαν γύρω στὰ ἑπτακόσια ἄτομα. Ἤτανε πιὰ συνηθισμένο νὰ ἀναλύονται σὲ βάθος κάθε βράδυ γιὰ ἐννέα μῆνες τὰ σημαντικὰ γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα τοὺς τρεῖς μῆνες τοῦ καλοκαιριοῦ. Μετὰ ἡ ζωὴ πάγωνε σὰν τὴν ὀθόνη τοῦ κολλημένου ὑπολογιστῆ ποὺ δὲν ξεκολλάει μὲ τίποτα μέχρι νὰ κάνεις reboot. Εὐτυχῶς ποὺ ἤτανε καὶ ὁ δάσκαλος (ἢ Τζίγκερ λόγω τῶν περιορισμένων ἱκανοτήτων του στὴν ὁδήγηση), ὁ ἀγροτικός, γνωστὸς ἐπίσης καὶ ὡς ἐπιστήμονας κατὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ Ἀργύρη Σαλιαρέλη, ὁ διευθυντὴς τοῦ ὑποκαταστήματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης ἢ διαφορετικὰ ἀποκατεστημένος (ὡς πρώην κνίτης), ὁ λιμενάρχης ἢ γλαρόμπατσος, καὶ ὁ ταχυδρόμος ἢ ἐπὶ τὸ φιλικώτερον unpektable (οἱ «νεανίες» ἐπὶ τὸ συντομώτερον) καὶ ἔτσι μερικὲς νύχτες τὴ γλυτώναμε ἀπὸ τὴ μονοτονία τῆς συζήτησης τοῦ ξενιτεμένου λαοῦ ποὺ ἀρριβάρησε κι αὐτὸ τὸ καλοκαίρι στὴ βραχονησίδα ἀπὸ τὴ Μελβούρνη, τὸ Συντνεϊ, τὴν Ἀδελαϊδα, τὴ Νέα Ὑόρκη, τὴ Βοστώνη καὶ τὸ Τορόντο προκειμένου νὰ δοῦνε οἱ γέροι τὰ ἐγγόνια τους.
Τὸ δημοτικὸ σχολεῖο εἶχε μία τάξη μὲ δεκαοκτὼ παιδιὰ διαφόρων ἡλικιῶν μὲ παράξενα ὀνόματα τὴ Θεμελίνα, τὴ Θεοφίλη, τὴν Τσαμπίκα, τὸν Πάνορμο, τὸν Μακαρούνα, τὸν Νομικὸ (Μικέ), ἀλλὰ αὐτὸ τὸ τσογλάνι ὁ Σκεῦος ἔκανε γιὰ εἰκοσιπέντε ἢ τουλάχιστον ἔτσι τοὔχε κάτσει τοῦ δάσκαλου. Ἡ μόνιμη συνήθεια τοῦ Σκεύου ἦταν νὰ καταστρέφει τὸ μάθημα εἴτε μὲ τὶς θριαμβολογίες του ὅταν ἔκλανε, ἢ μὲ τὶς πνευματώδεις παρεμβάσεις του. Ἐκείνη τὴ μέρα ὁ δάσκαλος προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὶς ἔννοιες τοῦ ἀκριβοῦ καὶ τοῦ φτηνοῦ καὶ γιὰ νὰ κάνει τὸ μάθημα κατανοητό τούς ἔδωσε τὸ παράδειγμα δύο μπακάληδων ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας πουλάει τὶς πατάτες πρὸς δέκα δραχμὲς τὸ κιλὸ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς δώδεκα δραχμὲς τὸ κιλὸ καὶ τοὺς ρώτησε ἀπὸ ποιὸν μπακάλη θὰ προμηθεύονταν πατάτες. Αὐτὸ τὸ κλανομαξίλαρο ὁ Σκεῦος μετὰ ἀπὸ μερικὰ δευτερόλεπτα σιγῆς πετάχτηκε νὰ πεῖ:
‘Μα τί ἄσκοπες ἐρωτήσεις εἶν’ αὐτὲς κὺρ-δάσκαλε; Μόνο τὸ μπακάλικό τοῦ Μάριου πουλάει πατάτες σ΄ὅλο τὸ νησί.’
Πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Τζίγκερ μᾶς διασκέδαζε μὲ τὶς ἱστορίες τοῦ Σκεύου ὅταν μιὰ μέρα τὶς προάλλες διάβαζα κάπου ἕνα ἄρθρο ὑπογεγραμμένο ἀπὸ κάποιον ὀνόματι Σκεῦο:
«Ἡ on line κουλτούρα εἶναι πλήρης ρητορικῆς γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ζωὴ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει ἀλλάξει πρὸς τὸ καλύτερο, ἀλλὰ αὐτὲς τὶς μέρες ἡ διαδρομὴ πρὸς τὸ καλύτερο εἶναι προκατειλημμένη ἔντονα ἀπὸ ἕνα τρόπο σκέψης ποὺ θεωρεῖ τὸ τεχνητὰ παραφουσκωμένο, γεμάτο αὐτοπεποίθηση, ὑπεράνθρωπο -ἄρα ταυτόχρονα καὶ ἀντιανθρώπινο- διευθυντικὸ στέλεχος, ἐπιτυχημένο. Ὁ κόσμος ἔχει πάψει νὰ στρέφει τὴν προσοχή του στὴν ἐκμάθηση γιὰ τὸ «ἄλλοι» -ἄλλοι χρόνοι, ἄλλοι τόποι, ἄλλες ἰδέες, ἄλλα θέματα, ἄλλες ἐξηγήσεις, ἄλλες ἀπόψεις. Ἡ ἐπιστήμη κλειδωμένη μὲ μάνταλο σὲ μιὰ μονοσήμαντη ὀπτική τοῦ μέλλοντος εἶναι προσηλωμένη στὴν ἀνακάλυψη ἐξυπνότερων τηλεφώνων καὶ ταχύτερων ὑπολογιστικῶν μηχανῶν. Ἡ ἐπιτυχία δὲ στηρίζεται πιὰ στὴ γνώση, στὴν ὑπομονή, στὴ μελέτη, στὴν ἐμπειρία, ἀλλὰ στὴν ταχύτητα πρόσβασης στὴν πληροφορία. Τὰ πακέτα λογισμικοῦ ἀδυνατοῦν νὰ ἀφομειώσουν ἰδαίτερα πολιτιστικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ἡ εἰσαγωγή τους στὴ διδασκαλία ἀδυνατεῖ νὰ προσδώσει στοὺς μαθητὲς τὴν κατανόηση τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τεχνολογίας καὶ γνώσης-νοημοσύνης. Τὸ διαδίκτυο τείνει νὰ μετατραπεῖ σὲ ἕνα στρατὸ συνασπισμένων ὑπολογιστῶν ποὺ ὑπεροπτικὰ ἐλέγχει τὶς ὑποθέσεις τοῦ πλανήτη. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιτέλους ἀπολαμβάνει τὴν ἀθανασία μέσα σὲ μία εἰκονικὴ πραγματικότητα ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ κάποιον ἀπροσδιόριστο σφαιρικὸ ἀνεγκέφαλο. Καὶ τώρα στὴν παροῦσα οἰκονομικὴ συγκυρία ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἀντιμετωπίζουμε τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀπόλυσης δὲν ἔχει μείνει τίποτα γιὰ νὰ πουλήσουμε οὔτε κὰν τὴ ψυχή μας ἀφοῦ κι αὐτὴ δὲν ἀξίζει φράγκο.»
Ἔτρεξα στὸ τηλέφωνο νὰ ρωτήσω τὸν Τζίγκερ ἂν αὐτὸς ὁ Σκεῦος εἶναι ὁ παλιός του μαθητής.
-Ὁ Σκεῦος τελείωσε τὴν ἰατρική, λέει ὁ μεσῆλιξ πλέον δημοδιδάσκαλος ἀλλὰ τώρα ἐπιμελεῖται τῶν οἰκογενειακῶν του ξενοδοχειακῶν ἐπιχειρήσεων.
Τό ἄκουσα καί ἀναίτια νευρίασα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου