Ὁ Shakespeare διερωτᾶται πολλὲς φορὲς στὸν Μάκμπεθ – εἶναι ἡ ζωὴ μία ἱστορία εἰπωμένη ἀπὸ ἕναν ἠλίθιο, πλήρης ἤχου καὶ ὀργῆς, πού δὲ σημαίνει τίποτα; Ὑπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἢ γιὰ νὰ τὸ θέσουμε διαφορετικά, ζοῦμε γιὰ κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, ἢ ἡ ζωὴ εἶναι μία χαοτική, ἀκυβέρνητη καὶ ἄσκοπη ροὴ γεγονότων; Θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικιστικὰ ὑποκινούμενες ἀνθρωποκτονίες, πληθωρισμός, ὑποσιτισμός, ἀσθένειες, φανατισμένοι “συνομιλητές”, “δημοκρατικοὶ” κομματικοὶ ψηφοφόροι. Χειρότερα ἀκόμα, ἔχουμε ἀποκτήσει μία σκληρή, ἁρπακτικὴ ὕπαρξη, παρόλο ποὺ γνωρίζουμε πὼς εἴμαστε καταδικασμένοι στὴν στέρηση, τὴν ἀσθένεια, τὸ θάνατο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψυχρὸ μοτίβο πίσω ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς.
Πᾶνε τέσσερα μὲ πέντε χρόνια ποὺ εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο. Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε ἡ πρώτη, οὔτε -εἶμαι σίγουρος- ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐνδίδω ὅταν μὲ τραβάει τὸ μανίκι. “Never let me go”. Ἡ παράσταση εἶχε τελειώσει, κατεβαίναμε τὰ σκαλοπάτια καθὼς μᾶς κτύπησε τὰ ρουθούνια πνιγηρὴ ἡ μούχλα τοῦ πεζοδρομίου.
Πᾶνε τέσσερα μὲ πέντε χρόνια ποὺ εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο. Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε ἡ πρώτη, οὔτε -εἶμαι σίγουρος- ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐνδίδω ὅταν μὲ τραβάει τὸ μανίκι. “Never let me go”. Ἡ παράσταση εἶχε τελειώσει, κατεβαίναμε τὰ σκαλοπάτια καθὼς μᾶς κτύπησε τὰ ρουθούνια πνιγηρὴ ἡ μούχλα τοῦ πεζοδρομίου.