…..Τοῦτο τό βιβλίο εἶναι ἕνα βιβλίο γιά τήν Εὐρώπη καί εἶναι ἕνα βιβλίο αἱρετικό – δηλαδή ἕνα βιβλίο πού σκοπεῖ νά ἐγγίση συνειδήσεις. Ὅτι τόν σκοπό του ἐξ ἀρχῆς τόν πέτυχε, ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ἀπό τήν ἐπί δεκαετίαν σχεδόν ἀπαγόρευση ἐκδόσεώς του ( καί τῶν ἀπεριγράπτων τακτικῶν γιά νά ματαιωθῆ τελικῶς αὐτή –τοῦτο ὅμως εἶναι θέμα ἑνός ἄλλου βιβλίου ) ἀλλά καί ἀπό τό γεγονός ὅτι πολλά ἀπό τά θέματά του κατέστησαν ἐν τῷ μεταξύ ζητήματα διεθνῶν συζητήσεων. Περί τοῦ προβλήματος, ὅμως, πώς οἱ ἰδέες μεταβάλλονται σέ προβλήματα τῆς ἐποχῆς, διεκδικοῦντα ὡστόσο συγκεκριμένες ἐπωνυμίες, θά διαλάβωμε παρακάτω. Ὑπάρχει μία μικρή λεπτομέρεια ἐπ’ αὐτοῦ, πολύ κοντά σέ ὡρισμένα νοήματα τῶν ἀκολουθουσῶν σελίδων. Πρόκειται λοιπόν γιά ἕνα βιβλίο γιά τήν Εὐρώπη, ἀλλά ὄχι γιά τήν « Εὐρώπη» ὡς ἰδεολόγημα, καθώς τήν ξέρουμε, ἀλλά γιά τήν Εὐρώπη ὡς ἀνερευνώμενη πραγματικότητα τοῦ μέλλοντος. Ἡ ὑλική ὑπόσταση τῆς Εὐρώπης εἶναι ταυτόσημη μέ τό μέλλον της ὡς ἐννοίας καί ὄχι ὡς ἐπιχείρησης.
Δέν ἀσχοληθήκαμε συνεπῶς μέ τήν λεξιχρησία τοῦ ὄρου « Εὐρώπη», πού στήν νεώτερη ἰμπεριαλιστική της καταγωγή ἐκπηγάζει ἀπό τήν «φιλοσοφία τῶν φώτων». Παραβλέψαμε κάθε μορφή σχετικῆς «φιλοσοφίας», κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ Th. Mann ἄλλωστε « ἄν ἀφαιρέση κανείς τήν “φιλοσοφία” ἀπό τήν γαλλική ἐπανάσταση, μένει μία ἐξέγερση πείνας», καί ἀρκεσθήκαμε μόνο στό τελευταῖο τοῦτο ὑπό τρέχοντα δεδομένα. Ἡ φύση τῶν πραγμάτων τεχνητῶς μόνο εἶναι δυνατόν νά ἀλλοιωθῆ, ἡ οὐσία της παραμένει πάντα.
Αὐτό πού γνωρίζομε σήμερα ὡς « Εὐρώπη », εἶναι μία πλανώμενη ἱστορική καί πολιτική ἀοριστολογία, ἡ ὁποία προϋπόθεσή της ἔχει ἕνα μόνο καί καθόλου αὐτονόητο δεδομένο: ὅτι οἱ ἐκτρωματικές « ἰσορροπίες» πού ἐπιτεύχθησαν κάποτε ( τό 1854) στόν μεσογειακό χῶρο καί δημιούργησαν -παγιούμενες μέσω αὐτῶν – τούς δύο παγκόσμιους πολέμους, θά διαρκέσουν ἐπ’ ἄπειρον. Ἡ ὅλη πολιτική ὕπαρξη τῆς Εὐρώπης καί τῆς « Δύσεως» γενικώτερα, στηρίζεται σέ ἕνα καί μόνο γεγονός: στήν ἔκβαση τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου. Μπορεῖ κανείς νά φαντασθεῖ πολιτικήν ὕπαρξη τοῦ δυτικοῦ κόσμου χωρίς τίς τρεῖς χῶρες: τήν Ἑλλάδα, τήν Τουρκία καί τήν Αἴγυπτο; Οἱ τρεῖς αὐτές χῶρες, πού ἰσοδυναμοῦν γεωπολιτικῶς μ’ αὐτό πού λέμε « Ἀνατολική Μεσόγειο», κρατοῦν, μόνες αὐτές, τό σύνολο τῶν «διεθνῶν σχέσεων». Τελικῶς ἡ «Δύση» πουθενά ἀλλοῦ δέν στηρίζεται στόν ἐν λόγῳ χῶρο. Μοιάζει λοιπόν τελείως αὐτονόητο, ὅτι καμμιά συζήτηση δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἐπί τῶν θεμάτων τούτων. Ἡ μονίμως καταβαλλομένη προσπάθεια δέν ἔγκειται μόνον στήν διά τῆς «ἱστοριογραφίας» παρασιώπηση καί ἀλλοίωση τῶν ἐννοιῶν, ἀλλά –κυρίως – στήν ὅσο τό δυνατόν ἀπώθηση ἀπό τήν κοινή συνείδηση παντός ἔστω καί ἴχνους σχετικοῦ προβληματισμοῦ. Ἀλλά τά πράγματα δέν παύουν νά ἔχουν τίς συνέπειες των. Ἐπειδή κάθε νέα περί πολιτικῆς καί ἱστορίας ἄποψη ὀφείλει ἀναγκαστικῶς νά ἐκκινῆ ἀπό τήν ἐμπράγματον φύση τῶν προβλημάτων, γί αὐτό καί δέν κατέστη δυνατόν, δέκα περίπου χρόνια ἀπό τῆς μεγάλης τροπῆς τῶν καιρῶν μας, νά ὑπάρξη κάτι ( μία ἄποψη, μία νέα ἰδέα – καί πολύ λιγώτερο κάποιο ὅραμα) ἀπό τήν ἱστοριογραφικῶς λαλίστατην κατά τά ἄλλα « Εὐρώπη». Καί οὔτε πρόκειται νά ὑπάρξη ἐπί ὅσον χρόνον τά μεσογειακά προβλήματα παραμένουν στάσιμα. Διότι ἡ φύση ὅρισε καμμιά ἔννοια Εὐρώπης νά μήν ὁλοκληροῦται ἄνευ τοῦ Μεσογειακοῦ χώρου - τῆς μονίμου αὐτῆς μήτρας τοῦ πολιτιστικοῦ γίγνεσθαι.
Τελικῶς ἡ «Εὐρώπη» ( συμποσουμένου σέ τοῦτο τῆς ἀνακαλύψεως τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Magna Carta, τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς Μεταρρύθμισης, καί παντός ἄλλου σχετικοῦ) εὐρῆκε διϊστορικῶς τήν ἐξίσωση « Πρῶτες ὕλες –βιομηχανικά προϊόντα-ντομάτες». Δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη φιλοσοφική κατάρτιση, γιά νά καταλάβη κανείς τόν ὁλικῶς παράλογο καί βαθύτατα ἀντιανθρώπινο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς ἐξίσωσης: ὁ μέσος ὅρος λειτουργεῖ εἰς βάρος τοῦ πρώτου, πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τόν τρίτον. Δηλαδή, ὁπωσδήποτε κι ἄν νοηθῆ λειτουργοῦσα ἡ ἐξίσωση καί ὅσο πιό πολλά τά βιομηχανικά προϊόντα τόσο πιό λίγες οἱ ντομάτες. Μέ λίγα λόγια, ἡ πολιτιστική συνεισφορά τῆς «Εὐρώπης» στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος συνίσταται στήν ὁλική ὑπονόμευση τῆς ἐμβίου ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου. Ἄν ἕνα κακό ἤ ἀνεπιθύμητο ἀποτέλεσμα προϋποθέτη ἕνα σύνολο ἐσφαλμένων ἰδεῶν, τότε πρέπει νά καταλάβωμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐξίσωση εἶναι μία ἱστορική παγίδα πού κάθε ἄλλο παρά σέ ἰδέες στηρίζεται. Τό διαπιστώνομε αὐτό κάθε μέρα, ἀκούγοντας μονίμως τήν λέξη «ἀνάπτυξη». Ἄν κανένας ρωτήση γιά τό βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς «ἀνάπτυξης» ὑπό τά ὑπάρχοντα δεδομένα καί τά ὑφιστάμενα ἀποτελέσματα, τότε θά λάβη σάν σχεδόν κάτι τό αὐτονόητο ὡς ἀπάντηση, τό ἄκρον ἄωτο τοῦ παραλογισμοῦ: εἶναι διά τῆς τεχνολογίας πού μποροῦν νά ἀντιμετωπισθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς τεχνολογίας. Πιό πολλή τεχνολογία, πιό ἐκλεπτυσμένες μέθοδοι – κι’ αὐτό εἶναι ἡ λύση. Ἐν ὀλίγοις, ὁ σημερινός ἄνθρωπος μοιάζει μέ τήν ἀράχνη πού μπερδεύτηκε στόν ἱστό της καί προσπαθεῖ νά ξεμπερδευτῆ βγάζοντας ὅλο καί πιό πολλές κλωνές, ἐπειδή ἐκ φύσεως δέν μπορεῖ τίποτε ἄλλο νά κάνη.
Τό κοινωνικῶς κατανοήσιμο περιεχόμενο τῆς παραπάνω ἐξίσωσης, δηλαδή ἡ πολιτική ἐνυποστασιότης του, λέγεται «τεχνολογία». Στό βιβλίο τοῦτο ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ τεχνολογία ὡς ἱστορικό κατηγόρημα δέν εἶναι τό ξαφνικόν εὔρημα ἀπό τῆς ἐπιλεγομένης «Ἀναγεννήσεως» καί ἐντεῦθεν, ἀλλά μία δυνάμει πολιτιστική κατεύθυνση τοῦ συνόλου μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Ἑπομένως, τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ὁ τρόπος ἀναπτύξεώς της. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ, τήν πολιτιστική κλειστότητα ἐπιδιώκουσα, πολιτική χρήση τῆς « τεχνολογίας», δέν ἐπέτρεψε μέχρι τώρα μίαν τέτοια ὀπτική καί συνεπῶς καθόλου παράξενο δέν εἶναι, ὅτι τά προβλήματα τά διά τῆς τεχνολογίας παραγωγῆς, ὁπουδήποτε ἀλλοῦ καί σέ ὁποιεσδήποτε ἄλλες νοητικές σφαῖρες ἐπιδιώκεται νά ἀναχθοῦν, ἐκτός ἀπό τόν χῶρο καταγωγῆς των, ὅπου πράγματι εἶναι δυνατόν νά ἀνερευνηθοῦν ἐνδεχόμενες λύσεις. Ἐπί τῶν ἀρχῶν τῆς «ἀναπτύξεως» ἀναφερόμεθα εἰδικῶς στό βιβλίον τοῦτο. Τό περιεχόμενο τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς σήμερα συνίσταται ἀποκλειστικῶς ἐκ τοῦ ἐν λόγῳ προβλήματος. Τό γεγονός, καθώς εἴπαμε, ὅτι ὅλο τό βάρος τῶν «διεθνῶν σχέσεων» τό σηκώνουν τρεῖς μόνον χῶρες τῆς Μεσογείου, ἐπιβάλλει νά μήν γίνεται λόγος γι’ αὐτές. Δέν ἀποδεικνύει ὅμως αὐτό, ὅτι ἀκριβῶς σέ τούτην τήν περιοχήν ὀφείλει νά ἀνερευνηθῆ κάθε πιθανότητα ἐνδεχομένης «λύσεως»;
Κριτήριο περί τῶν «ἀρχῶν» τῆς τεχνολογικῆς « ἀναπτύξεως» στό βιβλίο τοῦτο, δέν ἦταν βέβαια δυνατόν εἰμή νά τεθῆ ἡ σύγκριση τῶν ἄλλων πολιτιστικῶν σωμάτων τῆς ἱστορικῆς μεσογειακῆς ὀντότητας, δηλαδή τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ. Στό βιβλίο τοῦτο δέν κάνομε κάποια «κριτική» τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τῆς φιλοσοφικῆς του προϊστορίας. Τέτοιες κριτικές ἔχουν γίνει ἀμέτρητες, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς κύκλους τῶν σλαβοφίλων τοῦ περασμένου αἰώνα ( μέ ἐξέχουσα τήν ὀπτική της «φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας» στίς ἀναλύσεις των, ἀκριβῶς ἐπειδή διέθεταν τά πνευματικά ἐφόδια ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ στερεώματος), μέχρι τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ σοσιαλισμοῦ, πού εἶναι οἱ ἔνθεν κακεῖθεν κριτικές τῶν αὐτῶν πολιτιστικῶν ἀπαρχῶν καί δεδομένων.
Ἐδῶ γίνεται κάτι ἄλλο. Ὅπως εἶναι ἱστορικῶς γνωστό, τά μέσα τῆς τεχνολογικῆς ἀναπτύξεως, ἡ δυτική Εὐρώπη τά πῆρε ἀπό τούς χώρους τοῦ ἀνατολικοῦ μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Τά κείμενα τῆς ἀρχαιότητας λ.χ. διετηρήθησαν γιά τήν ἀνθρωπότητα διά τοῦ Βυζαντίου. Καί ἐπρόκειτο γιά τήν συνεχῆ δουλειά αἰώνων. Ποιός ἦταν ὁ λόγος πού δέν ἀξιοποίησαν τά περί τεχνολογίας κείμενα; Ποιά ἦσαν τά κοινωνικά δεδομένα πού ἐπέβαλαν – παραβλεπομένου τοῦ φυσικοῦ πλούτου – τήν συνειδητή παραμέρισή τους; Τό αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τόν χῶρο τοῦ Ἰσλάμ, πού εἶναι μία ἀπό τίς ἐξελίξεις τοῦ ἀρχαίου μεσογειακοῦ πολιτισμοῦ.
Σκοπός τούτης τῆς προβληματικῆς δέν ἦταν νά ἀντιπαρατεθῆ κάποιο σύστημα ἀρχῶν πρός τόν λιμπεραλισμό ( τήν βάση αὐτή τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» καί τῆς «δημοκρατίας» ) καί τήν τεχνολογία ( τελικῶς αὐτή ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ ὅλα τά πολιτιστικά δεδομένα, π.χ. στήν Ἰνδονησία, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἰσλαμικό κράτος), ἀλλά νά ἀνερευνηθῆ ὁ χῶρος τῶν πιθανῶν δυνατοτήτων ( καί κατ’ ἐμᾶς βεβαιοτήτων), ὅπου θά μποροῦσε νά ὑπάρξη ἱστορικῶς ἐπίδραση ἐπί τῶν « φιλελευθέρων ἀρχῶν» τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς πρός μείωση τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Ὅπως εἴπαμε, ἡ τεχνολογία ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ κάθε πολιτισμό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι κάθε ἄλλο παρά ὁ λιμπεραλισμός εἶναι ἡ ἀποκλειστική προϋπόθεση τῆς βιομηχανικῆς ἀναπτύξεως. Καί δεδομένης τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων περιοχῶν τοῦ πλανήτη, ἡ συνθήκη της « ἐλεύθερης ἀγορᾶς» ἀποτελεῖ ὄρον ἀνεξάρτητον ἀπό κάθε μορφή ἰδεολογίας. Ὁ συνδυασμός ιμπεραλισμοῦ καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης ἀποτελεῖ ἕνα πολιτικῶν σκοπιμοτήτων ἰδεολόγημα, ἐπιβληθέν ἀπό τήν ἔκβαση τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων καί ἔχον μονίμως τήν καταγωγήν του στήν ἰμπεριαλιστική προϊστορία τῶν δυτικῶν κρατῶν. Οἱ πόλεμοι δέν εἶναι ἁπλῶς ἐπιβολή συμφερόντων, εἶναι κυρίως, καί ἐπιβολή ἰδεῶν. Αὐτό ὅμως πού ἀποτελεῖ τό πρόβλημα μέ τήν βιομηχανική ἀνάπτυξη δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ἡ ἰδεολογική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό βιομηχανικό προϊόν. Αὐτό εἶναι τό μοναδικό σημεῖο πού ἐπιδέχεται τήν ὅποια μεταβολή στή σχέση ἀνθρώπου καί μηχανῆς. Κατά τά θεωρήματα τοῦ κλασσικοῦ λιμπεραλισμοῦ, ἡ ἰδεολογική σχέση ἀνθρώπου καί προιόντος λέγεται ἁπλῶς «χρῆμα». Στό θεώρημα ὅμως τοῦτο, ἡ ἱστορική ἐξίσωση πού εἴπαμε στήν ἀρχή, ἔχει βάλει πρό πολλοῦ ὅρια καί, τῆς ἰδεολογικῆς ἀρχῆς πάντα ἰσχυούσης, τό χρῆμα ἔχει καταντήσει εἶδος δαιμόνου, πού κινεῖται χωρίς νά φαίνεται, καί μέ τό αὐτό ἠθικό ποιόν κάθε διαόλου. Χρῆμα χωρίς ἀντικρυσμα, πού μεταβάλλει τήν « ἐξίσωση» σέ ἐργαλεῖο παγκόσμιας καταστροφῆς.
Φανερό εἶναι ὅτι τό θεωρητικό πλαίσιο πού θά μποροῦσε νά ἀναπτυχθῆ ἡ παραπάνω προβληματική, ἦταν ἐκεῖνο τῆς σχέσεως τῶν μεσογειακῶν πολιτισμῶν μετά τό τέλος τῶν ἰδεολογιῶν. Ἡ Μεσόγειος ἄλλωστε στήν ἱστορία της, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό σχέση πολιτισμῶν κοινῆς καταγωγῆς. Καί ἐπειδή οἱ μεσογειακοί πολιτισμοί ἐγγίζουν ὅλα τά πολιτιστικά σώματα ἐπί τοῦ πλανήτη, πλήν ἐκείνων τῶν φυσικῶν θρησκειῶν τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς, τελικῶς τό βασικώτερον τῶν θεμάτων τοῦ βιβλίου ἦταν ἐκεῖνο τῆς διαμορφώσεως τῆς πολιτικῆς διά τῶν πολιτισμῶν, δεδομένου ὅτι μετά τό πέρας τῶν « ἰδεολογιῶν» ἔμεναν ἀναγκαστικά αὐτοί σάν μόνες ἰδεολογίες. Αὐτό ἴσως δέν θά ἐχρειάζετο νά τό ποῦμε ἐδῶ, ἐπειδή προκύπτει ἄμεσα ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου.
Τό βιβλίο τοῦτο ἄρχισε οὐσιαστικά νά γράφεται ὑπό μορφήν σημειώσεων ἀπό τό φθινόπωρο περίπου τοῦ 1990, δηλαδή ὅταν οἱ μεγάλες ἀλλαγές τῶν καιρῶν μᾶς εὑρίσκονταν ἀκόμα στήν ἀρχή τους καί κανένας ὁρίζοντας δέν διεφαίνετο γιά τό μέλλον τῆς ἱστοριογραφικῆς δραστηριότητας, δηλαδή τῆς ἱστορίας ὡς πολιτικῆς. Ἡ ἀποτέλεσή του σέ κείμενο διήρκεσε περίπου ἕνα ἑξάμηνο καί ἐντός του 1992, κατά τά συμφωνηθέντα, ἀνεμένετο ἡ ἔκδοσή του στήν Κωνσταντινούπολη – σκοπό καί γιά τόν ὁποῖο ἐγράφη. Τά πράγματα ὅμως ἦρθαν ἀλλοιῶς…
Τό 1994 ὑπεβλήθη ἡ περίπτωση τῆς ἐνδεχόμενης ματαίωσης τῆς ἐκδόσεώς του –καί ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ προέκυψαν στοιχεῖα περί τῶν ἀντιστοίχων λόγων –στήν ἐπιτροπή τῶν
Δέν ἀσχοληθήκαμε συνεπῶς μέ τήν λεξιχρησία τοῦ ὄρου « Εὐρώπη», πού στήν νεώτερη ἰμπεριαλιστική της καταγωγή ἐκπηγάζει ἀπό τήν «φιλοσοφία τῶν φώτων». Παραβλέψαμε κάθε μορφή σχετικῆς «φιλοσοφίας», κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ Th. Mann ἄλλωστε « ἄν ἀφαιρέση κανείς τήν “φιλοσοφία” ἀπό τήν γαλλική ἐπανάσταση, μένει μία ἐξέγερση πείνας», καί ἀρκεσθήκαμε μόνο στό τελευταῖο τοῦτο ὑπό τρέχοντα δεδομένα. Ἡ φύση τῶν πραγμάτων τεχνητῶς μόνο εἶναι δυνατόν νά ἀλλοιωθῆ, ἡ οὐσία της παραμένει πάντα.
Αὐτό πού γνωρίζομε σήμερα ὡς « Εὐρώπη », εἶναι μία πλανώμενη ἱστορική καί πολιτική ἀοριστολογία, ἡ ὁποία προϋπόθεσή της ἔχει ἕνα μόνο καί καθόλου αὐτονόητο δεδομένο: ὅτι οἱ ἐκτρωματικές « ἰσορροπίες» πού ἐπιτεύχθησαν κάποτε ( τό 1854) στόν μεσογειακό χῶρο καί δημιούργησαν -παγιούμενες μέσω αὐτῶν – τούς δύο παγκόσμιους πολέμους, θά διαρκέσουν ἐπ’ ἄπειρον. Ἡ ὅλη πολιτική ὕπαρξη τῆς Εὐρώπης καί τῆς « Δύσεως» γενικώτερα, στηρίζεται σέ ἕνα καί μόνο γεγονός: στήν ἔκβαση τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου. Μπορεῖ κανείς νά φαντασθεῖ πολιτικήν ὕπαρξη τοῦ δυτικοῦ κόσμου χωρίς τίς τρεῖς χῶρες: τήν Ἑλλάδα, τήν Τουρκία καί τήν Αἴγυπτο; Οἱ τρεῖς αὐτές χῶρες, πού ἰσοδυναμοῦν γεωπολιτικῶς μ’ αὐτό πού λέμε « Ἀνατολική Μεσόγειο», κρατοῦν, μόνες αὐτές, τό σύνολο τῶν «διεθνῶν σχέσεων». Τελικῶς ἡ «Δύση» πουθενά ἀλλοῦ δέν στηρίζεται στόν ἐν λόγῳ χῶρο. Μοιάζει λοιπόν τελείως αὐτονόητο, ὅτι καμμιά συζήτηση δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἐπί τῶν θεμάτων τούτων. Ἡ μονίμως καταβαλλομένη προσπάθεια δέν ἔγκειται μόνον στήν διά τῆς «ἱστοριογραφίας» παρασιώπηση καί ἀλλοίωση τῶν ἐννοιῶν, ἀλλά –κυρίως – στήν ὅσο τό δυνατόν ἀπώθηση ἀπό τήν κοινή συνείδηση παντός ἔστω καί ἴχνους σχετικοῦ προβληματισμοῦ. Ἀλλά τά πράγματα δέν παύουν νά ἔχουν τίς συνέπειες των. Ἐπειδή κάθε νέα περί πολιτικῆς καί ἱστορίας ἄποψη ὀφείλει ἀναγκαστικῶς νά ἐκκινῆ ἀπό τήν ἐμπράγματον φύση τῶν προβλημάτων, γί αὐτό καί δέν κατέστη δυνατόν, δέκα περίπου χρόνια ἀπό τῆς μεγάλης τροπῆς τῶν καιρῶν μας, νά ὑπάρξη κάτι ( μία ἄποψη, μία νέα ἰδέα – καί πολύ λιγώτερο κάποιο ὅραμα) ἀπό τήν ἱστοριογραφικῶς λαλίστατην κατά τά ἄλλα « Εὐρώπη». Καί οὔτε πρόκειται νά ὑπάρξη ἐπί ὅσον χρόνον τά μεσογειακά προβλήματα παραμένουν στάσιμα. Διότι ἡ φύση ὅρισε καμμιά ἔννοια Εὐρώπης νά μήν ὁλοκληροῦται ἄνευ τοῦ Μεσογειακοῦ χώρου - τῆς μονίμου αὐτῆς μήτρας τοῦ πολιτιστικοῦ γίγνεσθαι.
Τελικῶς ἡ «Εὐρώπη» ( συμποσουμένου σέ τοῦτο τῆς ἀνακαλύψεως τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Magna Carta, τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς Μεταρρύθμισης, καί παντός ἄλλου σχετικοῦ) εὐρῆκε διϊστορικῶς τήν ἐξίσωση « Πρῶτες ὕλες –βιομηχανικά προϊόντα-ντομάτες». Δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη φιλοσοφική κατάρτιση, γιά νά καταλάβη κανείς τόν ὁλικῶς παράλογο καί βαθύτατα ἀντιανθρώπινο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς ἐξίσωσης: ὁ μέσος ὅρος λειτουργεῖ εἰς βάρος τοῦ πρώτου, πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τόν τρίτον. Δηλαδή, ὁπωσδήποτε κι ἄν νοηθῆ λειτουργοῦσα ἡ ἐξίσωση καί ὅσο πιό πολλά τά βιομηχανικά προϊόντα τόσο πιό λίγες οἱ ντομάτες. Μέ λίγα λόγια, ἡ πολιτιστική συνεισφορά τῆς «Εὐρώπης» στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος συνίσταται στήν ὁλική ὑπονόμευση τῆς ἐμβίου ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου. Ἄν ἕνα κακό ἤ ἀνεπιθύμητο ἀποτέλεσμα προϋποθέτη ἕνα σύνολο ἐσφαλμένων ἰδεῶν, τότε πρέπει νά καταλάβωμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐξίσωση εἶναι μία ἱστορική παγίδα πού κάθε ἄλλο παρά σέ ἰδέες στηρίζεται. Τό διαπιστώνομε αὐτό κάθε μέρα, ἀκούγοντας μονίμως τήν λέξη «ἀνάπτυξη». Ἄν κανένας ρωτήση γιά τό βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς «ἀνάπτυξης» ὑπό τά ὑπάρχοντα δεδομένα καί τά ὑφιστάμενα ἀποτελέσματα, τότε θά λάβη σάν σχεδόν κάτι τό αὐτονόητο ὡς ἀπάντηση, τό ἄκρον ἄωτο τοῦ παραλογισμοῦ: εἶναι διά τῆς τεχνολογίας πού μποροῦν νά ἀντιμετωπισθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς τεχνολογίας. Πιό πολλή τεχνολογία, πιό ἐκλεπτυσμένες μέθοδοι – κι’ αὐτό εἶναι ἡ λύση. Ἐν ὀλίγοις, ὁ σημερινός ἄνθρωπος μοιάζει μέ τήν ἀράχνη πού μπερδεύτηκε στόν ἱστό της καί προσπαθεῖ νά ξεμπερδευτῆ βγάζοντας ὅλο καί πιό πολλές κλωνές, ἐπειδή ἐκ φύσεως δέν μπορεῖ τίποτε ἄλλο νά κάνη.
Τό κοινωνικῶς κατανοήσιμο περιεχόμενο τῆς παραπάνω ἐξίσωσης, δηλαδή ἡ πολιτική ἐνυποστασιότης του, λέγεται «τεχνολογία». Στό βιβλίο τοῦτο ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ τεχνολογία ὡς ἱστορικό κατηγόρημα δέν εἶναι τό ξαφνικόν εὔρημα ἀπό τῆς ἐπιλεγομένης «Ἀναγεννήσεως» καί ἐντεῦθεν, ἀλλά μία δυνάμει πολιτιστική κατεύθυνση τοῦ συνόλου μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Ἑπομένως, τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ὁ τρόπος ἀναπτύξεώς της. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ, τήν πολιτιστική κλειστότητα ἐπιδιώκουσα, πολιτική χρήση τῆς « τεχνολογίας», δέν ἐπέτρεψε μέχρι τώρα μίαν τέτοια ὀπτική καί συνεπῶς καθόλου παράξενο δέν εἶναι, ὅτι τά προβλήματα τά διά τῆς τεχνολογίας παραγωγῆς, ὁπουδήποτε ἀλλοῦ καί σέ ὁποιεσδήποτε ἄλλες νοητικές σφαῖρες ἐπιδιώκεται νά ἀναχθοῦν, ἐκτός ἀπό τόν χῶρο καταγωγῆς των, ὅπου πράγματι εἶναι δυνατόν νά ἀνερευνηθοῦν ἐνδεχόμενες λύσεις. Ἐπί τῶν ἀρχῶν τῆς «ἀναπτύξεως» ἀναφερόμεθα εἰδικῶς στό βιβλίον τοῦτο. Τό περιεχόμενο τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς σήμερα συνίσταται ἀποκλειστικῶς ἐκ τοῦ ἐν λόγῳ προβλήματος. Τό γεγονός, καθώς εἴπαμε, ὅτι ὅλο τό βάρος τῶν «διεθνῶν σχέσεων» τό σηκώνουν τρεῖς μόνον χῶρες τῆς Μεσογείου, ἐπιβάλλει νά μήν γίνεται λόγος γι’ αὐτές. Δέν ἀποδεικνύει ὅμως αὐτό, ὅτι ἀκριβῶς σέ τούτην τήν περιοχήν ὀφείλει νά ἀνερευνηθῆ κάθε πιθανότητα ἐνδεχομένης «λύσεως»;
Κριτήριο περί τῶν «ἀρχῶν» τῆς τεχνολογικῆς « ἀναπτύξεως» στό βιβλίο τοῦτο, δέν ἦταν βέβαια δυνατόν εἰμή νά τεθῆ ἡ σύγκριση τῶν ἄλλων πολιτιστικῶν σωμάτων τῆς ἱστορικῆς μεσογειακῆς ὀντότητας, δηλαδή τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ. Στό βιβλίο τοῦτο δέν κάνομε κάποια «κριτική» τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τῆς φιλοσοφικῆς του προϊστορίας. Τέτοιες κριτικές ἔχουν γίνει ἀμέτρητες, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς κύκλους τῶν σλαβοφίλων τοῦ περασμένου αἰώνα ( μέ ἐξέχουσα τήν ὀπτική της «φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας» στίς ἀναλύσεις των, ἀκριβῶς ἐπειδή διέθεταν τά πνευματικά ἐφόδια ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ στερεώματος), μέχρι τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ σοσιαλισμοῦ, πού εἶναι οἱ ἔνθεν κακεῖθεν κριτικές τῶν αὐτῶν πολιτιστικῶν ἀπαρχῶν καί δεδομένων.
Ἐδῶ γίνεται κάτι ἄλλο. Ὅπως εἶναι ἱστορικῶς γνωστό, τά μέσα τῆς τεχνολογικῆς ἀναπτύξεως, ἡ δυτική Εὐρώπη τά πῆρε ἀπό τούς χώρους τοῦ ἀνατολικοῦ μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Τά κείμενα τῆς ἀρχαιότητας λ.χ. διετηρήθησαν γιά τήν ἀνθρωπότητα διά τοῦ Βυζαντίου. Καί ἐπρόκειτο γιά τήν συνεχῆ δουλειά αἰώνων. Ποιός ἦταν ὁ λόγος πού δέν ἀξιοποίησαν τά περί τεχνολογίας κείμενα; Ποιά ἦσαν τά κοινωνικά δεδομένα πού ἐπέβαλαν – παραβλεπομένου τοῦ φυσικοῦ πλούτου – τήν συνειδητή παραμέρισή τους; Τό αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τόν χῶρο τοῦ Ἰσλάμ, πού εἶναι μία ἀπό τίς ἐξελίξεις τοῦ ἀρχαίου μεσογειακοῦ πολιτισμοῦ.
Σκοπός τούτης τῆς προβληματικῆς δέν ἦταν νά ἀντιπαρατεθῆ κάποιο σύστημα ἀρχῶν πρός τόν λιμπεραλισμό ( τήν βάση αὐτή τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» καί τῆς «δημοκρατίας» ) καί τήν τεχνολογία ( τελικῶς αὐτή ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ ὅλα τά πολιτιστικά δεδομένα, π.χ. στήν Ἰνδονησία, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἰσλαμικό κράτος), ἀλλά νά ἀνερευνηθῆ ὁ χῶρος τῶν πιθανῶν δυνατοτήτων ( καί κατ’ ἐμᾶς βεβαιοτήτων), ὅπου θά μποροῦσε νά ὑπάρξη ἱστορικῶς ἐπίδραση ἐπί τῶν « φιλελευθέρων ἀρχῶν» τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς πρός μείωση τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Ὅπως εἴπαμε, ἡ τεχνολογία ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ κάθε πολιτισμό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι κάθε ἄλλο παρά ὁ λιμπεραλισμός εἶναι ἡ ἀποκλειστική προϋπόθεση τῆς βιομηχανικῆς ἀναπτύξεως. Καί δεδομένης τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων περιοχῶν τοῦ πλανήτη, ἡ συνθήκη της « ἐλεύθερης ἀγορᾶς» ἀποτελεῖ ὄρον ἀνεξάρτητον ἀπό κάθε μορφή ἰδεολογίας. Ὁ συνδυασμός ιμπεραλισμοῦ καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης ἀποτελεῖ ἕνα πολιτικῶν σκοπιμοτήτων ἰδεολόγημα, ἐπιβληθέν ἀπό τήν ἔκβαση τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων καί ἔχον μονίμως τήν καταγωγήν του στήν ἰμπεριαλιστική προϊστορία τῶν δυτικῶν κρατῶν. Οἱ πόλεμοι δέν εἶναι ἁπλῶς ἐπιβολή συμφερόντων, εἶναι κυρίως, καί ἐπιβολή ἰδεῶν. Αὐτό ὅμως πού ἀποτελεῖ τό πρόβλημα μέ τήν βιομηχανική ἀνάπτυξη δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ἡ ἰδεολογική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό βιομηχανικό προϊόν. Αὐτό εἶναι τό μοναδικό σημεῖο πού ἐπιδέχεται τήν ὅποια μεταβολή στή σχέση ἀνθρώπου καί μηχανῆς. Κατά τά θεωρήματα τοῦ κλασσικοῦ λιμπεραλισμοῦ, ἡ ἰδεολογική σχέση ἀνθρώπου καί προιόντος λέγεται ἁπλῶς «χρῆμα». Στό θεώρημα ὅμως τοῦτο, ἡ ἱστορική ἐξίσωση πού εἴπαμε στήν ἀρχή, ἔχει βάλει πρό πολλοῦ ὅρια καί, τῆς ἰδεολογικῆς ἀρχῆς πάντα ἰσχυούσης, τό χρῆμα ἔχει καταντήσει εἶδος δαιμόνου, πού κινεῖται χωρίς νά φαίνεται, καί μέ τό αὐτό ἠθικό ποιόν κάθε διαόλου. Χρῆμα χωρίς ἀντικρυσμα, πού μεταβάλλει τήν « ἐξίσωση» σέ ἐργαλεῖο παγκόσμιας καταστροφῆς.
Φανερό εἶναι ὅτι τό θεωρητικό πλαίσιο πού θά μποροῦσε νά ἀναπτυχθῆ ἡ παραπάνω προβληματική, ἦταν ἐκεῖνο τῆς σχέσεως τῶν μεσογειακῶν πολιτισμῶν μετά τό τέλος τῶν ἰδεολογιῶν. Ἡ Μεσόγειος ἄλλωστε στήν ἱστορία της, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό σχέση πολιτισμῶν κοινῆς καταγωγῆς. Καί ἐπειδή οἱ μεσογειακοί πολιτισμοί ἐγγίζουν ὅλα τά πολιτιστικά σώματα ἐπί τοῦ πλανήτη, πλήν ἐκείνων τῶν φυσικῶν θρησκειῶν τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς, τελικῶς τό βασικώτερον τῶν θεμάτων τοῦ βιβλίου ἦταν ἐκεῖνο τῆς διαμορφώσεως τῆς πολιτικῆς διά τῶν πολιτισμῶν, δεδομένου ὅτι μετά τό πέρας τῶν « ἰδεολογιῶν» ἔμεναν ἀναγκαστικά αὐτοί σάν μόνες ἰδεολογίες. Αὐτό ἴσως δέν θά ἐχρειάζετο νά τό ποῦμε ἐδῶ, ἐπειδή προκύπτει ἄμεσα ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου.
Τό βιβλίο τοῦτο ἄρχισε οὐσιαστικά νά γράφεται ὑπό μορφήν σημειώσεων ἀπό τό φθινόπωρο περίπου τοῦ 1990, δηλαδή ὅταν οἱ μεγάλες ἀλλαγές τῶν καιρῶν μᾶς εὑρίσκονταν ἀκόμα στήν ἀρχή τους καί κανένας ὁρίζοντας δέν διεφαίνετο γιά τό μέλλον τῆς ἱστοριογραφικῆς δραστηριότητας, δηλαδή τῆς ἱστορίας ὡς πολιτικῆς. Ἡ ἀποτέλεσή του σέ κείμενο διήρκεσε περίπου ἕνα ἑξάμηνο καί ἐντός του 1992, κατά τά συμφωνηθέντα, ἀνεμένετο ἡ ἔκδοσή του στήν Κωνσταντινούπολη – σκοπό καί γιά τόν ὁποῖο ἐγράφη. Τά πράγματα ὅμως ἦρθαν ἀλλοιῶς…
Τό 1994 ὑπεβλήθη ἡ περίπτωση τῆς ἐνδεχόμενης ματαίωσης τῆς ἐκδόσεώς του –καί ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ προέκυψαν στοιχεῖα περί τῶν ἀντιστοίχων λόγων –στήν ἐπιτροπή τῶν
«ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» στό Στρασβοῦργο. Ὄχι βέβαια μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἐξέδιδε ἡ ἐπιτροπή τό βιβλίο στό δικό της τυπογραφεῖο, ἀλλά ἀπό ἁπλούς λόγους συμπαραστάσεως στό θεσμό. Δεδομένου ὅτι ὅλες οἱ καταστρατηγήσεις «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» συμβαίνουν πάντοτε ἐκτός Εὐρώπης, ὑπῆρχε κίνδυνος ὁ θεσμός νά μείνει χωρίς ἀντικείμενο. Ταυτόχρονα ἡ περίπτωση κατέστη γνωστή καί στήν ἐπιτροπή « Helsinki Watch» στήν Ἀμερική. Ἐδῶ τά πράγματα ὑπῆρξαν ἁπλούστερα: μᾶς ἐκοινοποιήθηκε, ἁπλῶς, ὅτι τέτοια ἐπιτροπή στήν Ἀμερική εἶναι ἄγνωστη –πράγμα πού πιστέψαμε: τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» εἶναι σέ ὅλους ἐξ ἴσου μοιρασμένα μέ τήν ἀκρίβεια φαρμακοποιοῦ, ὅποτε ἀνάλογα προβλήματα εἶναι φυσικό νά μήν ὑπάρχουν.
Τό βιβλίο ἔτσι, συνέχισε νά παραδέρνη δεξιά καί ἀριστερά. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τῆς ἐκτενοῦς κάπως τούτης εἰσαγωγῆς ὡς πρός τά μεσολαβήσαντα πράγματα.
Ὅπως εἶναι σέ πολλούς γνωστό - σέ πολλούς ἐκ τῶν ὀλίγων βέβαια πού μποροῦν νά παρακολουθοῦν τέτοια πράγματα – ὑπήρξαμε οἱ πρῶτοι διεθνῶς πού ἐμιλήσαμε περί «τέλους τῆς ἱστορίας». Τοῦτος ὁ λόγος μας οὔτε βιαστικός ὑπῆρξε, οὔτε σύνθημα. Ὑπῆρξε συνδεδεμένος μέ μία προβληματική δυσκόλων ζητημάτων, πού ἤδη ἄρχισαν νά μᾶς ἀπασχολοῦν χρόνια πρίν, μέ τό οὐδέποτε ὁλοκληρωθέν ἐκδοτικῶς βιβλίο μας «Ἡ Ἀνατολική Μεσόγειος ὡς Εὐρωπαϊκή Ἱστορία». Δεδομένου ὅτι ἱστορία δέν ὑπάρχει, ἀλλά αὐτό πού λέμε «ἱστορία» εἶναι οἱ ἑκάστοτε «ἱστοριογραφικές» μας ἀντιλήψεις επί του παρελθόντος, αὐτό τό «τέλος τῆς ἱστορίας» - στήν νόησή μας τουλάχιστον – ἦταν ταυτόσημον μέ ἀλλαγήν τοῦ καθεστῶτος τῆς ἀσκουμένης ἱστοριογραφικῆς ἐπιτήδευσης. Καί ἐπειδή αὐτή ἠσκεῖτο πάντοτε ὑπό τό πρίσμα συγκεκριμένων ἰδεολογιῶν, μετά τό πέρας τῆς ἰδεολογικῆς ἀντιμαχίας τοῦ παρόντος πολεμογενούς αἰῶνος, ἑπόμενο μᾶς ἐφάνηκε ὅτι καί ἡ «ἱστορία» ὡς ἰδεολογική ἐπιτήδευση ὤφειλε νά ἐγγίση τό τέλος της. Καί τοῦτο παρά τήν ἐσπευσμένη τότε προσπάθεια ἐξευρέσεως νέων μύθων ( ὅτι ἡ «Εὐρώπη» θά κατακλυσθῆ ἀπό τά πεινασμένα στίφη τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅτι οἱ ἀτομικοί ἐπιστήμονες τῆς Ρωσίας θά διαρρεύσουν σέ χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου ἀπό λόγους οἰκονομικούς, ὅτι θά ἀρχίση τό λαθρεμπόριο ἀτομικῶν ὑλικῶν κ.λπ.) Κατά τήν δική μας ἀντίληψη, ἡ κατάργηση τοῦ ὑπάρξαντος σοσιαλισμοῦ – ἐν πολλοῖς ἱστορικῶς ἐπιβληθέντος ἀπό τό εἶδος τῆς δυτικῆς πολιτικῆς - δέν ἦταν ἕνα ποδοσφαιρικό ἄθλημα μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἀλλά μία ἀναγκαιότητα περίσκεψης τῶν τότε διοικούντων ἀπό τό πλῆθος τῶν πλανητικῆς φύσεως προβλημάτων, τά ὁποία ἦταν ὁλικῶς ἀδύνατο νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ τό ὑπάρχον εἶδος πολιτικῆς. Συνεπῶς, στήν πρωτοβουλία τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, δέν εἴδαμε κάποιο εἶδος ἥττας πρός ἀνακήρυξη «πρωταθλητῶν», ἀλλά ἄλλα πράγματα πιό κρίσιμης σημασίας. Ἴσως καί μίαν ὑπεροχή τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου. Διότι ἐνῶ αὐτός, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν δυτικόν, ἔχει αὐτοδυναμίαν πρώτων ὑλῶν καί θά μποροῦσε, ἀντί καταργήσεως τοῦ συστήματος, νά ἐγκαθιδρύση τό εἶδος τῆς ἐργατικῆς δικτατορίας πού ἐπικρατεῖ ἀνέκαθεν στήν Δύση καί πού ἐφήρμοσε καί ὁ Στάλιν παλαιότερα ἐν ὄψει τοῦ πολέμου, δέν τό ἔκαμε. Τοῦτο, ἄν μή τί ἄλλο, ἐδείκνυε τουλάχιστον μία εἰλικρίνεια προθέσεων καί ἀληθινή πίστη ἤ μέριμνα γιά τήν ὑφή τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Καί ὡς πρός τοῦτο , μᾶς ἐφάνηκε μία οἱονεί ὑπεροχή ἔναντι τοῦ τότε δυτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος, καίτοι μή ἔχων ἐπάρκειαν πρώτων ὑλῶν, καίτοι ἐξαρτώμενος ἀπό περιοχές, πού ὁ ἴδιος παραδέχεται πώς δέν ὑπάγονται στόν πολιτισμό του, κανενός εἴδους ἱστορική καί πολιτική ἐπαφή δέν εὐρῆκε μέ τούς χώρους αὐτούς, εἰμή μόνον ἐκείνην τῆς μονίμου ἀποικιοκρατίας, μετονομαζομένης μέ πᾶσαν ἄνεση «δημοκρατία».
Τό βιβλίο ἔτσι, συνέχισε νά παραδέρνη δεξιά καί ἀριστερά. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τῆς ἐκτενοῦς κάπως τούτης εἰσαγωγῆς ὡς πρός τά μεσολαβήσαντα πράγματα.
Ὅπως εἶναι σέ πολλούς γνωστό - σέ πολλούς ἐκ τῶν ὀλίγων βέβαια πού μποροῦν νά παρακολουθοῦν τέτοια πράγματα – ὑπήρξαμε οἱ πρῶτοι διεθνῶς πού ἐμιλήσαμε περί «τέλους τῆς ἱστορίας». Τοῦτος ὁ λόγος μας οὔτε βιαστικός ὑπῆρξε, οὔτε σύνθημα. Ὑπῆρξε συνδεδεμένος μέ μία προβληματική δυσκόλων ζητημάτων, πού ἤδη ἄρχισαν νά μᾶς ἀπασχολοῦν χρόνια πρίν, μέ τό οὐδέποτε ὁλοκληρωθέν ἐκδοτικῶς βιβλίο μας «Ἡ Ἀνατολική Μεσόγειος ὡς Εὐρωπαϊκή Ἱστορία». Δεδομένου ὅτι ἱστορία δέν ὑπάρχει, ἀλλά αὐτό πού λέμε «ἱστορία» εἶναι οἱ ἑκάστοτε «ἱστοριογραφικές» μας ἀντιλήψεις επί του παρελθόντος, αὐτό τό «τέλος τῆς ἱστορίας» - στήν νόησή μας τουλάχιστον – ἦταν ταυτόσημον μέ ἀλλαγήν τοῦ καθεστῶτος τῆς ἀσκουμένης ἱστοριογραφικῆς ἐπιτήδευσης. Καί ἐπειδή αὐτή ἠσκεῖτο πάντοτε ὑπό τό πρίσμα συγκεκριμένων ἰδεολογιῶν, μετά τό πέρας τῆς ἰδεολογικῆς ἀντιμαχίας τοῦ παρόντος πολεμογενούς αἰῶνος, ἑπόμενο μᾶς ἐφάνηκε ὅτι καί ἡ «ἱστορία» ὡς ἰδεολογική ἐπιτήδευση ὤφειλε νά ἐγγίση τό τέλος της. Καί τοῦτο παρά τήν ἐσπευσμένη τότε προσπάθεια ἐξευρέσεως νέων μύθων ( ὅτι ἡ «Εὐρώπη» θά κατακλυσθῆ ἀπό τά πεινασμένα στίφη τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅτι οἱ ἀτομικοί ἐπιστήμονες τῆς Ρωσίας θά διαρρεύσουν σέ χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου ἀπό λόγους οἰκονομικούς, ὅτι θά ἀρχίση τό λαθρεμπόριο ἀτομικῶν ὑλικῶν κ.λπ.) Κατά τήν δική μας ἀντίληψη, ἡ κατάργηση τοῦ ὑπάρξαντος σοσιαλισμοῦ – ἐν πολλοῖς ἱστορικῶς ἐπιβληθέντος ἀπό τό εἶδος τῆς δυτικῆς πολιτικῆς - δέν ἦταν ἕνα ποδοσφαιρικό ἄθλημα μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἀλλά μία ἀναγκαιότητα περίσκεψης τῶν τότε διοικούντων ἀπό τό πλῆθος τῶν πλανητικῆς φύσεως προβλημάτων, τά ὁποία ἦταν ὁλικῶς ἀδύνατο νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ τό ὑπάρχον εἶδος πολιτικῆς. Συνεπῶς, στήν πρωτοβουλία τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, δέν εἴδαμε κάποιο εἶδος ἥττας πρός ἀνακήρυξη «πρωταθλητῶν», ἀλλά ἄλλα πράγματα πιό κρίσιμης σημασίας. Ἴσως καί μίαν ὑπεροχή τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου. Διότι ἐνῶ αὐτός, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν δυτικόν, ἔχει αὐτοδυναμίαν πρώτων ὑλῶν καί θά μποροῦσε, ἀντί καταργήσεως τοῦ συστήματος, νά ἐγκαθιδρύση τό εἶδος τῆς ἐργατικῆς δικτατορίας πού ἐπικρατεῖ ἀνέκαθεν στήν Δύση καί πού ἐφήρμοσε καί ὁ Στάλιν παλαιότερα ἐν ὄψει τοῦ πολέμου, δέν τό ἔκαμε. Τοῦτο, ἄν μή τί ἄλλο, ἐδείκνυε τουλάχιστον μία εἰλικρίνεια προθέσεων καί ἀληθινή πίστη ἤ μέριμνα γιά τήν ὑφή τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Καί ὡς πρός τοῦτο , μᾶς ἐφάνηκε μία οἱονεί ὑπεροχή ἔναντι τοῦ τότε δυτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος, καίτοι μή ἔχων ἐπάρκειαν πρώτων ὑλῶν, καίτοι ἐξαρτώμενος ἀπό περιοχές, πού ὁ ἴδιος παραδέχεται πώς δέν ὑπάγονται στόν πολιτισμό του, κανενός εἴδους ἱστορική καί πολιτική ἐπαφή δέν εὐρῆκε μέ τούς χώρους αὐτούς, εἰμή μόνον ἐκείνην τῆς μονίμου ἀποικιοκρατίας, μετονομαζομένης μέ πᾶσαν ἄνεση «δημοκρατία».
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤό βιβλίο μέ τίτλο ΤΟ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ» ΣΗΜΕΡΑ τό ἔγραψε ὁ Γεράσιμος Κακλαμάνης καί κυκλοφόρησε τό 1998. Εἶναι ἕνα ἐκπληκτικό βιβλίο προϊόν ἕνός δυνατοῦ καί ζωντανοῦ μυαλοῦ. Τά δύο αὐτά χαρακτηριστικά ὅποιος τά διαθέτει παραμένει στήν ἀφάνεια – εἰδικά στήν Ἑλλάδα ὅπου ἡ ἐγκεφαλική σύγχυση και δυσλειτουργία προβάλλεται ὥς ταλέντο, ἐνῷ ἡ μή συμμόρφωση μέ τίς ἀναλύσεις καί μορφές ἔκφρασης τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀρκοῦν για να χαρακτηριστεῖς παρωχημένος, ἐσωστρεφής καί μυστήριος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑὐτή εἷναι ἡ πρώτη ἀνάρτηση σχετικά μέ τό βιβλίο τοῦ Γεράσιμου Κακλαμάνη, θα ἀκολουθήσουν δυό, τρεῖς ἀκόμα. Τά ὑπόλοιπα στά σχόλια