… Ὅπως βλέπομε στίς παραπάνω συζητήσεις γιά τήν «Εὐρώπη» θεωρεῖται δεδομένο ὡς κοινή συνείδηση αὐτό πού ἡ «ἱστοριογραφία» πέτυχε γιά τίς ἰδεολογικές ἀνάγκες τῆς «Εὐρώπης»: τήν ἀπουσία σημασίας ὅλων τῶν ἄλλων πολιτισμῶν. Εἶναι ὁ «πολιτισμός» στήν Τουρκία πού καθοδηγεῖ τήν Ἀστυνομία καί ὄχι ἄλλα προβλήματα μέ τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν ἡ «Εὐρώπη» νά ἔχει σχέση. Ἡ ταύτιση «ἱστοριογραφίας» καί «κοινῆς γνώμης» εἶναι ἀπόλυτη. Δέν εἶναι βέβαια τυχαῖο ὅτι «ἱστοριογραφία» καί «κοινή γνώμη» ἐμφανίζονται ταυτόχρονα στό πολιτικό προσκήνιο ἱστορικά. Αὐτό πού βασικά προέχει εἶναι ἡ «κοινή γνώμη». Αὐτή ἀποτελεῖ τό ἐργαλεῖο τῆς πολιτικῆς, κυρίως τῆς ἐξωτερικῆς, μέ πρῶτο μεγάλο κύμα στήν νεώτερη ἱστορία τόν «φιλελληνισμό». «Φιλελληνισμός» εἶναι ἡ ἰδεολογία μιᾶς «κοινῆς γνώμης», ἡ ὁποία θά χρησιμοποιηθῆ γιά τήν νεώτερη εἰσδοχή τῆς δυτικῆς Εὐρώπης στόν χῶρο τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου καί τῶν Βαλκανίων. Μέ αὐτή τήν θεωρία περί «κινδύνων» ( ἐν προκειμένω τοῦ ρωσικοῦ «κινδύνου», ὅπως ἀναλυτικώτερα στό κείμενο θά δοῦμε), ὅπως ἀκριβῶς καί σήμερα αὐτοί χρησιμοποιοῦνται ἰδεολογικῶς γιά τήν τρέχουσα διαμόρφωση τῆς κοινῆς γνώμης. Ἡ κοινή γνώμη δέν εἶναι γνώμη, ἀλλά μία τεχνικῶς κατασκευαζομένη ἰδεολογία ἑκάστοτε.
Καί κατασκευαζομένη πάντα «ἐκ τῶν ἄνω», οὐδόλως ὑφιστάμενη προηγουμένως στά εὐρύτερα στρώματα τῷ κοινωνιῶν. Ἡ κοινή γνώμη προέκυψε μέσω τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» καί τῆς «ἐλευθερίας ἐκφράσεως» κατά τά νεώτερα χρόνια, ὅταν τά ἰδεολογικά οἰκοδομήματα πίστεως ἐκλονίσθηκαν καί ὁ καθένας ἔγινε «ἄτομο». Μέ τήν δική του «γνώμη», φυσικά, καί μέ τήν «ἐλευθερία» νά τήν ἐκφράση. Ὁ γνωστός ἀφορισμός τοῦ Βολταίρου γίνεται πλεόν τόπος κοινός. Ἀλλά ἡ «γνώμη» εἶναι ἕνα πράγμα μετρήσιμο καί διαμορφώσιμο. Ὅποιος ξέρει γιά ἕνα πράγμα λιγώτερα, εἶναι ὑποχρεωμένος νά ὑποταχθῆ σ’ αὐτόν πού ξέρει περισσότερα. Συνεπῶς αὐτός πού ξέρει «τά πιό πολλά ἀπ’ ὅλους», εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά καθορίσει τήν «γνώμη» ὅλων τῶν ἄλλων.
Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο, ὅτι ἡ μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων μετά τήν βιομηχανία ὅπλων παρατηρεῖται στά μέσα διαμορφώσεως τῆς κοινῆς γνώμης. Πρόκειται περί τοῦ μέσου πού ἐξασφαλίζει τίς προϋποθέσεις ἐξασφαλίσεως μίας δεδομένης πολιτικῆς, ἐξαφανίζοντας τά ἐνδεχόμενα αἰτήματα πού θά τήν ἔκαναν νά ἀλλάξη ἔστω καί μερικῶς. Καί ἀφοῦ ἡ πολιτική ἀσκεῖται διά τῆς «κοινῆς γνώμης», εἶναι αὐτονόητο ὅτι καί ἡ «ἱστοριογραφία» ἀποκλειστικό σκοπό ἔχει νά ἐξασφαλίζει τά «συνειδησιακά περιεχόμενα» πού ἐπιτρέπουν τήν σταθερή καί καθημερινή ἀναπαραγωγή τῆς «κοινῆς γνώμης» μέσα σέ δεδομένα πλαίσια ἰδεολογίας.
…Ἡ «ἱστοριογραφία» καί ἡ δημοσιογραφία δέν ἔχουν διαφορά μεθόδου, διότι δέν ἔχουν διαφορά σκοπῶν καί λειτουργίας: ὅπως τό «ἀνώτερο στάδιο» τῆς δημοσιογραφίας εἶναι νά μεταβάλη «εἰδήσεις» σέ γεγονότα καί ὄχι ἀναγκαστικά νά διερευνήση γεγονότα ἤ νά στηριχθῆ ὁπωσδήποτε σ’ αὐτά, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἱστοριογραφία προσπαθεῖ νά μετατρέψη «θεωρίες» σέ πολιτική πράξη. Στήν πολιτική ἐκείνη πράξη πού στηρίζεται στήν προκατασκευασμένη «κοινή γνώμη» καί τήν ὁποίαν οἱ «θεωρίες» πρέπει νά στηρίζουν «ἐπιστημονικά». Εἶναι τοῦτο, σύν τοῖς ἄλλοις, καί μία ἀπαίτηση λειτουργίας τῶν … «κοινοβουλευτικῶν θεσμῶν», τοῦ καλῶς θεμελιωμένου ἀξιώματος τῆς «κοινῆς γνώμης» ὅτι ὁ «λαός συμμετέχει»…Ἑπομένως ἡ «ἱστοριογραφία» εἶναι ὑποχρεωμένη νά διαπιστώνη στούς ἄλλους πολιτισμούς κάποιες «ἐλλείψεις» ὡς πρός τό θέμα τοῦτο. Σέ ποιοῦ εἴδους ἀδιέξοδα ὁδηγοῦν ὅλα αὐτά θά ἰδοῦμε εὐθύς.
…Φαινόμενα ἐσωτερικῆς δράσεως τῶν πολιτισμῶν – σάν αὐτά πού ἐδημιουργήθηκαν στούς ἱστορικούς χώρους τῆς Μεσογείου – εἶναι ἄγνωστα κατά τήν ἱστορική δράση τῆς «Εὐρώπης» στούς νεώτερους αἰῶνες. Καί τοῦτο ὀφείλεται στήν ἀοριστία τοῦ ὄρου «Εὐρώπη». Ὁ «πολιτισμός» τοῦ Σικελιάνου καί ὁ «πολιτισμός» τοῦ Σκωτσέζου εἶναι πράγματα ἀρκούντως διαφορετικά. Τό ἴδιο μεταξύ Ἀνδαλουσίου καί Βέλγου. Ὁ Σκωτσέζος δέν εἶδε στόν «ἀναλφαβητισμό» τοῦ Σικελιάνου μία πολιτιστική ἐπίτευξη ἀλλά «ὑπανάπτυξη». Τήν ἔλλειψη ἐφημερίδας στήν Καλαβρία τήν εἶδε σάν «καθυστέρηση» καί δέν μπόρεσε νά καταλάβη ὅτι τόν ρόλο τῆς ἐφημερίδας τόν ἔπαιζε – πολύ πρίν ἀπό τήν ἀνακάλυψη τῆς τυπογραφίας – ἡ καμπανίλε τοῦ χωριοῦ. Καί πολύ πιό ἀποτελεσματικά καί δημοκρατικά. Κατά μείζονα λόγο βέβαια δέν μπόρεσε νά διακρίνη τήν σημασία ἀναλόγων καταστάσεων στόν χῶρο τῶν Βαλκανίων καί τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ὁ «Εὐρωπαῖος»τοῦ λιμπεραλισμοῦ διεκήρυξε ὅτι ἀνανωρίζει ὡς «ἀρχή» τοῦ πολιτισμοῦ του τόν ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκό κόσμο, μέσα στήν ἐπιθετική του ὅμως ἰδεολογία περί «ἀνόδου» καί «καθόδου» τῶν πολιτισμῶν ἔκαμε τό μοιραῖο λάθος νά πιστέψη ὅτι αὐτά τά πράγματα δέν εἶχαν καμμία σχέση μέ τούς χώρους ὅπου γεννήθηκαν. Καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο πού στέρησε τόν νεώτερο εὐρωπαϊκό πολιτισμό τῆς δυνατότητας πολιτιστικῆς ἐπικοινωνίας. Γιατί, τό νά πάρη κανείς ἕνα ἄγαλμα ἤ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο ἀπό κάποιο μοναστήρι, γιά νά τό μεταφέρη στό Παρίσι ἤ τό Λονδίνο καί ἐν συνεχείᾳ νά ἱδρύση ἕδρες αἰσθητικῆς καί φιλοσοφίας γι’ αὐτό, εἶναι εὔκολο. Δύσκολο εἶναι νά ἰδῆ ποιές εἶναι οἱ δράσεις καί ἡ κοινωνική φιλοσοφία πού κατέλιπε τό ἄγαλμα ἤ τό κείμενο στούς χώρους πού γεννήθηκε. Τό μή «ἐπιστημονικό» ἐνδιαφέρον τοῦ Βαλκάνιου ἤ τοῦ Ἄραβα γιά τά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ του, καθόλου βέβαια δέν ἐδήλωνε κάποιο εἶδος ἀδιαφορίας γι’ αὐτά. Ἐδήλωνε ἁπλῶς (καί συνεχίζη νά δηλώνη), ὅτι τό νόημα πού αὐτά ἐξέφραζαν καί ἡ φιλοσοφία πού ἐπεδίωκαν ἔγιναν τρόποι τῆς καθημερινῆς ζωῆς καί βιοσοφία τῆς πράξης. Εἶναι ἀκριβῶς τά στοιχεῖα πού ἔδωσαν τήν ἐπί χιλιετίες ἱστορικήν διάρκεια καί τήν δυνατότητα τῶν διαρκῶν νέων ἱστορικῶν συνθέσεων στούς μεσογειακούς πολιτισμούς, ἤτοι τήν ἔννοια τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης ἐπί τῶν πιό ἑτεροκλήτων καί ἐκτενεστέρων κοινωνικῶν συνόλων πού ἐγνώρισε ἡ μέχρι τώρα ἱστορία. Αὐτά τά πράγματα ἡ «Εὐρώπη» δέν τά κατάλαβε στούς χώρους τῆς Μεσογείου. Γιατί ἄν τά καταλάβαινε, ὄχι μόνο ὡς πρός τίς δικές της ἀποικιοκρατικές καταστάσεις θά ἐδημιουργοῦσε μονιμώτερα ἀποτελέσματα, ἀλλά θά εἴχαμε σήμερα ὡς Εὐρώπη αὐτό πού ὠφείλαμε νά ἔχωμε: μίαν εὐρύτερη ἱστορική περιοχή καί ὄχι ἕναν γραφειοκρατικό μηχανισμό στίς Βρυξέλλες.
Βεβαίως διά τῆς «ἀρχαιολογίας» καί τίς μελέτες περί τῆς «ἀρχαίας ἱστορίας» ( πού οὐδόλως τυχαίως συμπίπτουν μέ τόν αἰῶνα τῆς ἀποικιοκρατίας καθώς ἐξηγοῦμε πιό κάτω), ἔχομε μία μείζονα ἐποπτεία τοῦ παρελθόντος αὐτό ὅμως πού δέν ἔχομε εἶναι ἡ αἴσθησή του πώς αὐτά πού ἔζησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἤ οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι μετεβλήθησαν στούς ἴδιους χώρους ἐν συνεχείᾳ σέ αἴσθηση ζωῆς, καί σέ κανόνα κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ «γραμμική» ἀντίληψη περί ἱστορίας δέν ἐπιτρέπει ἐξ’ ἀντικειμένου ἀνάλογες προβληματικές. Ἡ ἀντίληψη αὐτή προϋποθέτει ἀποκλειστικούς «κληρονόμους» τῶν ἀρχαίων μεσογειακῶν πολιτισμῶν ἕνα τμῆμα μόνο τῆς Εὐρώπης 2 ἡ 3 κρατῶν, γιά νά μεταβληθῆ τελικά σέ κήρυγμα «πολιτιστικῆς ἀποστολῆς» ἀνά τόν κόσμο, οὐσιαστικά δηλαδή ὄχι σέ γνώση ἱστορίας, ἀλλά σέ «ἱστοριογραφία» καί «κοινή γνώμη». …Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη περί τῆς πολιτιστικῆς ἀγονίας τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, δηλαδή τῆς Εὐρώπης τοῦ λιμπεραλισμοῦ, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐπί τρεῖς σχεδόν αἰῶνες διαβάζει συνεχῶς τά ἴδια πράγματα κανείς σχετικά μέ τήν Ρωσία καί τούς κόσμους τῆς βαλκανικῆς Ἀνατολῆς: «κατώτεροι πολιτισμοί», «δουλεῖες», ἀνελευθερίες, δικτατορίες κ.λπ….Οἱ ἀγγλικοί χάρτες ἱστορίας ἐπιμένουν πάντα νά μιλοῦν περί «Βυζαντίου» ὡς μίας ἑλληνοφώνου αὐτοκρατορίας χωρίς Ἕλληνες(!), ὅπως καλύτερα θά ἰδοῦμε στό κείμενο τοῦ βιβλίου, οἱ ἰταλικοί ὅμως ἤ οἱ ἱσπανικοί ὁμιλοῦν περί «Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ἀνατολῆς»…. Τό τυπικώτερο παράδειγμα «ἱστορίας» ὡς «κοινῆς γνώμης» εἶναι ἡ περίπτωση τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν. Τό «Βυζάντιο» παύει νά εἶναι Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, διότι οἱ ἰδεολογικές ἀνάγκες ἐπιβάλλουν ἀποκλειστικός κληρονόμος τῆς ἀρχαίας ρωμαϊκῆς ἱστορίας νά εἶναι ἡ δυτική Εὐρώπη καί κανείς ἄλλος. Παρ’ ὅλον ὅπως εἴπαμε, ὅτι μέχρι τόν ἑνδέκατον αἰῶνα τό Ρωμαϊκό Δίκαιο ἦταν ἄγνωστο ὡς πραγματικότητα στόν χῶρο τῆς δυτικῆς Εὐρώπης…. Κατά τούς νεώτερους αἰῶνες – καί ἐννοοῦμε κυρίως ἀπό τήν ἐποχή πού ἀναγνωρίζεται τό δίκαιο τῶν διομολογήσεων στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, δηλαδή ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα πού αὐτά ἀναγνωρίζονται γιά τήν Γαλλία - , ἡ «βυζαντινολογία» ἀποτελεῖ ἐξέχον πεδίον ἀσκήσεως τῶν δύο ἀποικιοκρατικῶν δυνάμεων τοῦ καιροῦ, Ἀγγλίας καί Γαλλίας. Καί ἀκολουθεῖ ὁλόκληρη χορεία ἐξεχόντων βυζαντινολόγων-ἱστοριοδιφῶν ἔκτοτε μέχρι σήμερα, τήν περί Βυζαντίου ὅμως οὐσία ὡς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας θά τήν πληροφορηθῆ ἡ δυτική ἱστοριογραφία ἀπό τίς ἐργασίες τῶν σλάβων ἱστορικῶν. Διότι οἱ Σλάβοι καί οἱ ἄλλοι χριστιανοί τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀνατολῆς κατέχουν τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ὡς παροῦσα κοινωνική ἐμπειρία, καί ὄχι ὡς ἱστορικό παρελθόν. Ἀπό Σλάβους τῆς διασπορᾶς θά θεμελιωθῆ ἡ βυζαντινή ἔρευνα στήν Ἀμερική καί ὑπό τήν πρωτοκαθεδρία Σλάβου (τοῦ Ὀστρογκόρσκυ) θά διεξαχθῆ ἡ μεταπολεμική ἔρευνα περί Βυζαντίου διεθνῶς. Ὁ «καισαροπαπισμός» λ.χ. εἶναι δυνατόν νά μεταβληθῆ σέ ἰδεολογικό σύνθημα καί νά καταντήση ταυτόσημος τοῦ δεσποτισμοῦ, εἶναι ὅμως δυνατόν νά κατανοηθῆ καί ὡς ἡ διϊστορική ἐμπραγμάτωση μίας ἀρχαιοελληνικῆς ἐμπειρίας –καθώς ἐπιχειρεῖται νά δειχθῆ στό βιβλίο τοῦτο -, δηλαδή ὡς τό σύστημα ἐκεῖνο πού ἐπιβάλλει ἡ πολιτική ἐξουσία νά ὑποτάσσεται καί νά ἐνεργῆ σύμφωνα μέ τά ἐπιτάγματα ὁλοκλήρου της κοινωνίας καί ὄχι ὠρισμένων τάξεων ἐξ’ αὐτῆς.
…Εἶναι ἀπορίας ἄξιο – ἀλλά βέβαια μή ἐξερχόμενο τῶν κανόνων λειτουργίας τῆς «κοινῆς γνώμης» - γιατί μεταπολεμικά ἐκατακρίθηκε τόσο ἡ τακτική τοῦ Γκαῖμπελς, ὁ ὁποῖος δέν ἔκαμε τίποτε περισσότερο ἀπό τοῦ νά χρησιμοποιήση (μάλιστα κατά τρόπον ἀξιοπρεπέστερο καί συνεπέστερο) τά ἀφηρημένα νοήματα πού κυκλοφοροῦσαν ἀδέσποτα καί πληθωρικά στό ἰδεολογικό χρηματιστήριο τοῦ καιροῦ του. Ὅταν τά γερμανικά ἀεροπλάνα ἐβομβάρδιζαν τό Λονδίνο, οἱ ἐθνικοσοσιαλιστικές ἐφημερίδες ἐκυκλοφόρησαν μέ τούς πηχυαίους τίτλους: «Ἡ ἄμυνα τῆς Δύσεως κατά τῆς πλουτοκρατίας». «Δύση», βέβαια, ἦταν ὁ ἐθνικοσοσιαλισμός καί «πλουτοκρατία» οἱ ἀποικιοκρατικές δυνάμεις τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Γιατί ὅμως τά πράγματ θά μποροῦσαν νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ κανένας μέχρι σήμερα δέν ὤρισε τό σύνθημα «Δύση»; Ἡ ἴδια αὐτή ἀόριστη «Δύση» ζήτησε ἐπί μισόν αἰῶνα μεταπολεμικά τήν ἰδεολογική νομιμοποίησή της πάνω στά ἰδεολογικά ἀλλά καί ἀκριβῆ συνθήματα τῶν ἐθνικοσοσιαλιστῶν, ὅπως αὐτό τοῦ «σιδηροῦ παραπετάσματος», πού ἦταν ὅρος ἀπό πραγματολογικές ἀναλύσεις τοῦ ἴδιου του Γκαῖμπελς.
…Φανερό εἶναι βέβαια, ὅτι κατά τήν «ἐνημέρωση» διά τῆς «κοινῆς γνώμης» πραγματικά περιστατικά δέν ὑπάρχουν. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν. «Πραγματικό» εἶναι αὐτό πού ἀκούει κανείς στήν τηλεόραση ἤ διαβάζει στήν ἐφημερίδα…Ἀπό τούς διπλωματικούς διαδρόμους ἡ πραγματικότητα θά μεταφερθεῖ στά ὑπόγεια τῶν «σπουδαστικῶν ἐργαστηρίων», ἀπό ὅπου βγαίνει κομμάτι-κομμάτι καί ἀνασυντίθεται ὡς «ἱστοριογραφική ἀλήθεια» κατά τούς ἴδιους ἀκριβῶς τρόπους τῆς συγκριτικῆς ἀνατομίας: ἀπό τό κοκκαλάκι τοῦ ἑνός χιλιοστοῦ, ὁ δεινόσαυρος τῶν πενήντα μέτρων. … Ἡ ἐπιβεβαίωση ὑπάρξεως τοῦ δεινοσαύρου εἶναι ὅτι κανείς δέν τόν ἔχει ἰδεῖ, ἔτσι καί ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς «ἱστοριογραφικῆς πραγματικότητας» εἶναι ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἐλέγξη ἀπό πρῶτο χέρι τίς ὑπάρχουσες πηγές. Οἱ «δεινόσαυροι» δέν εἶναι μόνο τροφή γιά τήν φαντασία τῶν μικρῶν παιδιῶν, εἶναι κυρίως οἱ προϋποθέσεις ἀσκήσεως τοῦ «ἱστοριογραφικοῦ» ἔργου… Εὔκολο εἶναι νά διαπιστώση κανείς τήν «ἱστοριογραφική πραγματικότητα» πρό καί μετά τῶν πολέμων στόν χῶρο τῆς «Εὐρώπης». Πρίν ἀπό κάθε πόλεμο ἡ «ἱστορία» στηρίζεται μόνο σέ ἀγεφύρωτες διαφορές, ἄρα καί σέ μερικές ἀποσπασματικές ὄψεις τῆς πραγματικότητας. Μετά τόν πόλεμο ἐπικρατοῦν τά συνθήματα τῆς «Πανευρώπης», τοῦ «Οὐμανισμοῦ», τοῦ «κοινοῦ παρελθόντος καί πολιτισμοῦ».
…Παλαιότερα οἱ ἱστορικοί ἦταν ἱστοριογράφοι αὐλῶν καί πριγκίπων. Ἄρα ἤξεραν ἐκ τῶν προτέρων τί ἔπρεπε νά γράψουν, ὁποιαδήποτε καί ἄν ἤσαν τά στοιχεῖα πού εἶχαν διαθέσιμα γι’ αὐτό πού θά ἔγραφαν. Δέν προϋπετίθετο ἀναγκαίως κάποια γνώση, διότι προϋπόθεση τῆς πολιτικῆς ἧσαν ἁπλῶς τά ὄπλα. Σήμερα ἡ πολιτική ἀπαιτεῖ «χειρισμούς», προγραμματισμούς καί συνεπῶς προβλέψεις. Οἱ προβλέψεις ἀπαιτοῦν οὐσιαστική γνώση. Ἐδῶ ὅμως εἶναι ἀκριβῶς πού τά πράγματα μπερδεύονται. Ἄν οἱ παληοί ἱστορικοί ἦσαν μισθοδοτούμενοι τῶν βασιλιάδων, οἱ σημερινοί μέ τά πανεπιστήμια, τίς ἕδρες καί τά «ἐρευνητικά κέντρα» εἶναι ὑπάλληλοι τῶν πολυεθνικῶν. Οἱ πολυεθνικές δέν εἶναι, δέν ἔχουν συμφέρον νά εἶναι πολεμικοί ὀργανισμοί ὅπως οἱ βασιλιάδες. Οἱ σύγχρονοι στρατοί εἶναι ἀποθῆκες βιομηχανικῆς ἐργασίας, οἱ ὁποῖες σάν κεφάλαιο, σέ περίπτωση μιᾶς παγκόσμιας σύρραξης, ἐξανεμίζονται ἐντός δευτερολέπτων. Γιά νά συγκεντρωθῆ τό σπαταληθέν κεφάλαιο κατά τόν β΄παγκόσμιο πόλεμο, ἀπαιτήθηκαν μέ τό ἰδεολογικό κόλπο τοῦ «ψυχροῦ πολέμου» 50 ὁλόκληρα χρόνια. Καί τοῦτο, ἐνῶ διαταράχθηκε ὅλη ἡ οἰκολογική ἰσορροπία τοῦ πλανήτη. Γιά νά ξανασυγκεντρωθῆ τό κεφάλαιο ἑνός ἐνδεχομένου τρίτου πολέμου ἀπαιτοῦνται οἱ αἰῶνες τῆς μελλούσης ζωῆς… Οἱ πολυεθνικές λοιπόν, πληρώνουν γιά τήν ἐξεύρεση ἄλλων δυνατοτήτων πολιτικῆς, οἱ «εἰδήμονες» ὅμως πού πληρώνονται εἶναι διανοητικῶς χτισμένοι μέσα στά σλόγκαν τῆς «κοινῆς γνώμης» πού ἀνατράφηκαν καί ἐπιστημονικῶς διαμορφώθηκαν. Καί αὐτά εἶναι ὅσα ἀκοῦμε στήν τηλεόραση καί στά σχολικά βιβλία, διά τῶν ὁποίων ἀναπαράγονται τά ὑπάρχοντα πλαίσια τῆς ἐπικρατούσης «κοινῆς γνώμης» γιά τήν παραγωγή: «πρόοδος», «ἀνάπτυξη», «ἐλευθερία», «δεσποτισμοί» κ.λπ.
Γεια σου Ζαρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβασα και τα δυο τελευταια θεματα.Ωραιος ο Γ.Κακλαμανης.Αν μπορεις δωσε λιγα στοιχεια απο το βιογραφικο του, γιατι δεν τον γνωριζα.
Ανοιγω παρενθεση μεγαλη και επικαιρη...Σημερα στην Βουλη εγινε θεμα η πρωτη στροφη του Υμνου στην Ελευθερια και(αρχιζω τονους τωρα),αν λέει "βία" ή βια,οπότε προκύπτει θέμα αν εννοούσε ο Σολωμός βία=πράξη βιαιότητας ή βιά=βιασύνη.
Ο Αλέκος(γνωστός φετιχιστής με την θωπεία ωτων)υποστήριξε ότι το σωστό(σε οτι αφορά τον τονισμό) είναι βία και με νόημα την βιαιότητα.Είπε ο Αλέκος :". Ο αξιότιμος κ. Καρατζαφέρης έκανε κάποιες παρατηρήσεις ότι δεν λέει βία, αλλά λέει με βιά. Το καταθέτω στα πρακτικά για να το διαβάσουν ο Πρόεδρος και οι βουλευτές του ΛΑΟΣ. Να μάθουν τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τον Εθνικό μας Ύμνο. Και να πω με την ευκαιρία ότι, καλό είναι να μην καπηλευόμαστε τον πολιτισμό μας. Να μαθαίνουμε λίγα πράγματα. Και να πω για το συγκεκριμένο θέμα ότι και η βιασύνη, βιά που λέτε, που δεν γράφει έτσι ο Σολωμός, είναι μια μορφή βίας και προέρχεται από το ρήμα βιάζομαι"
http://www.ana.gr/anaweb/user/showprel?service=3&maindoc=7488210
Θα μου επιτρέψεις να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.Έχουμε και λέμε:
-ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο τον Μάιο του 1823
-ο Σολωμός τον Ιούνιο του 1825 στέλνει επιστολή στον Λουδοβίκο Στράνη και του αναφέρει:" Όσο για τον κ.Σέρινταν γράψε του όσο μπορείς πιο γρήγορα, σου το συστήνω για την τιμή μου:να του στείλεις την ιταλική μετάφραση στην οποία μπορεί να έχει πέρα για πέρα εμπιστοσύνη και από την οποία πες του εγώ είμαι απόλυτα ικανοποιημένος"
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΕΓΚΡΙΝΕΙ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ.Πάμε παρακάτω...
-στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι λειτουργεί τυπογραφείο με τυπογράφο τον Θεσσαλονικιό Δ.Μεσθενέα.Μέσα σε τραγικές συνθήκες το τυπογραφείο του ελβετού ιατρού Ιάκωβου Μάγερ με τυπογράφο τον Μεσθενέα- οι οποίοι έπεσαν κατά την ανεπανάληπτη Έξοδο- τύπωναν ποίηση και το καλοκαίρι του 1825 τυπώνουν τον Υμνο
(ωρέ τα θηρία!Εν μέσω πολιορκίας τύπωναν ποίηση!Αθάνατε Ελληνα....Ωπ!Συγνώμη για το σωβινιστικό σχόλιο κ.Κουναλάκη,μου ξέφυγε.)
-η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος,που κυκλοφορούσε στο Ναύπλιο, στις 4 Νοεμβρίου του 1825 έγραφε: "...ο Κόμης Διονύσιος Σολωμός έχει σκοπό να πέμψη και να διανείμει εις την Ελλάδα δωρεάν τα εν Μεσολογγίω εκδοθέντα αντίτυπα" και στις 11 Νοεμβρίου η ίδια εφημερίδα ανέφερε: " ο εις την Ελευθερία Ύμνος είναι και εις την ιταλική γλώσσα μεταφρασμένος"
-Πάμε στην ταμπακιέρα τώρα.Η έκδοση λοιπόν του Μεσολογγίου έχει τον 4ο στίχο της πρώτης στροφής ως εξής:"Πού μέ βία μετράει τήν γή".Δηλαδή ο τόνος στο ιώτα.Δηλαδή δίκιο έχει ο Αλέκος ως προς τον τονισμό.Ατύχησε όμως ο φουκαράς ως προς το νόημα.Διότι η ιταλική μετάφραση,ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΝΕΙ Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΑΜΕ ΠΙΟ ΠΑΝΩ, έχει ως
εξής:"Ti conosco allo sguardo che rapidissimo misura la terra"
AKOYΣ ΑΛΕΚΟ;;;; rapidissimo.Kατσε να στο γράψω και με κεφαλαία Αλέκο: RAPIDISSIMO.Δεν χρειάζεται μετάφραση το rapidissimo έτσι Αλέκο;
-Αλέκο αγόρι μου,με τον χέρι-χέρι καλά τα κατάφερνεις.Ως εκεί όμως.Αραξε στα κυβικά σου και άσε το Σολωμό ήσυχο γιατί δε σε παίρνει...
Γεια σου μεγάλε Ζαρα!
Γειά σου ρέ Πρωτ
ΑπάντησηΔιαγραφήΛοιπόν γιά τόν Κακλαμάνη ὑπάρχει ἕνα ἀρθράκι στόν παρακάτω σύνδεσμο ( εἷναι στίς πρῶτες σελίδες τοῦ περιοδικοῦ)
Γεράσιμος Κακλαμάνης
Ἐν συντομία : γεννήθηκε τό 1940 στήν Λευκάδα, σπούδασε Μαθηματικός. Ἐπί στρατοκρατίας, μή δεχθείς διάφορες «ἐξιλεωτικές» προτάσεις συνεργασίας μετά τοῦ τότε καθεστῶτος, ἐστερήθηκε τοῦ διαβατηρίου του καί τοῦ ἀπηγορεύθη ἡ διδασκαλία. Ἐπέρασε ἐν συνεχείᾳ διάφορα συμβούλια νομιμοφροσύνης, τίς δέ καταδικαστικές ἀποφάσεις ὑπέγραψαν πρώην «προοδευτικοί» εἰσαγγελεῖς, οἱ ὁποῖοι μετά τήν χούντα ἀνελίχθησαν σέ ὕπατα κρατικά ἀξιώματα. Τό 1972 ἐπέτυχε σέ ἕναν διαγωνισμό ὑποτροφιῶν ἐξωτερικοῦ του ΙΚΥ ἀλλά ἡ ὑποτροφία οὐδέποτε τοῦ ἐδόθη.
Ἔργα: 1) Ἡ Ἄλγεβρα συνόλων διά τῆς χαρακτηριστικῆς συναρτήσεως. - 1972
2) Περί ἀκολουθιῶν -1972
3)Ἀνάλυση τῆς νεοελληνικῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας -1975
4) Νεοελληνισμός καί ἱστορικές συσχετίσεις -1977
5) Ἡ Ἀνατολική Μεσόγειος ὡς εὐρωπαϊκή ἱστορία, τόμος Ἅ ( οἱ Β,Γ δέν ἐκδόθηκαν ποτέ) – 1984
6) Ἐπί τῆς δομῆς τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους -1986
7) Ἡ Ἑλλάς ὡς κράτος δικαίου -1990
8) Τό «ἀνατολικόν ζήτημα» σήμερα – 1998
Πάντως ἄν ξεκινήσεις νά τόν διαβάζεις πρέπει νά ἔχεις γερό στομάχι. Χτυπάει ἀλύπητα ὡρισμένα πρόσωπα και καταστάσεις, γράφει πράγματα πού μέχρι νά τά διαβάσω θεωροῦσα τήν ἐπίσημη ἄποψη δεδομένη. Προσωπική μου γνώμη; Ὁ Γεράσιμος μᾶλλον ἔχει δίκιο. Και φυσικά πολλοί ἐκμεταλλεύονται τίς ἀπόψεις του ἀποσπασματικά πρός ἴδιον ὄφελος, διαλέγουν κομματάκια ἀπό το ἔργο του.
Γιά τόν Σολωμό τά ἴδια πού λές εἶπε και ὁ Καργᾶκος το πρωῒ σε ἕνα κανάλι