Tό παρακάτω κείμενο τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου γράφτηκε στὸ Παρίσι στὶς 20-4-1993. Δημοσιεύτηκε, μαζὶ μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Λάκη Σάντα, στήν ἐφημερίδα Ἐλευθεροτυπία στὶς 31-5-1993. Ἡ ἀφήγηση τοῦ Λάκη Σάντα εἶναι ξεσηκωμένη ἀπὸ ἕνα δακτυλογράφο τοῦ συγγραφέα τους (μὲ αὐτόγραφες διορθώσεις καὶ συμπληρώσεις), πού χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1944.
Ὁ Ἐθνικὸς Ἥρωας Λάκης Σάντας.
Γράφω μὲ δέος γιὰ τὸν Σάντα.
Κάθε φορά πού μὲ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄγνωστός μου φοιτητής, τὸν ρωτάω ἂν ξέρει τὸν Λάκη Σάντα. Ἡ ἀπάντηση εἶναι πάντα
ἀρνητική. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικῆς μνήμης, πού τόσο χαρακτηρίζει τὸν νεοέλληνα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ λαὸς μας πῆρε τὸ κακὸ μονοπάτι. Ὁ Σάντας, μαζὶ μὲ τὸν Γλέζο, ἐπιτέλεσαν μίαν ἐθνικὴ ἡρωϊκὴ πράξη. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Σάντας καὶ ὁ Γλέζος εἶναι οἱ πρῶτοι ἀγωνιστές, πού ξεκίνησαν τὴν Ἀντίσταση κατὰ τῶν χιτλερικῶν, ἀνὰ τὴν Εὐρώπη. Αὐτὸ ἔγινε τὴν νύχτα 30/31 Μαῒου 1941 — δηλαδή, τότε ἀκριβῶς πού ἔπεσε καὶ ἡ Κρήτη στὰ νύχια τῆς Βέρμαχτ. Ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ ἦταν τόσον εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν νατσιστικὴ Γερμανία, ὥστε τὸ κουράγιο (ἤ, μᾶλλον, τὸ θράσος) τῶν δύο πατριωτῶν μοῦ προξενοῦσε ἀνέκαθεν ἕναν ἱερὸ σεβασμό. Δὲν προτίθεμαι νὰ περιγράψω τὸ γεγονός. Ἁπλῶς, θέλησα νὰ πῶ δυὸ ἐγκάρδιες φράσεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Ἥρωα Λάκη Σάντα, πού συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ἀγαπημένος μου φίλος. Γνωρίζω, βέβαια, καὶ τὸν Μανόλη Γλέζο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Χούντας, ὅποτε πέρναγα συχνὰ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο του (— ἐκεῖ, μάλιστα, συνάντησα μιὰ φορὰ καὶ τὸν Παρτσαλίδη). Ὡστόσο, σήμερα τὸ θέμα μου εἶναι ὁ Σάντας.
Πάντα μου ἐπιθυμοῦσα νὰ γνωρίσω τὸν Σάντα, ἄλλα τὸ ὄνειρο αὐτὸ δὲ γινότανε νὰ πραγματοποιηθεῖ γιατί ὁ Σάντας εἶχε καταφύγει, τὸ 1951, στὸν Καναδά, ὅπου ἔμεινε δώδεκα χρόνια. Τελικῶς, πρὶν εἴκοσι χρόνια, πέσαμε στὴν ἴδια φυλακὴ μὲ τὸν Σάντα. Κι ἐκεῖ φούντωσε ἡ ἔντονη φιλία μας. Ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι, ἡ ἰδιόρρυθμη αὐτὴ φιλία — ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἀναρχικὸ κι ἕναν κομουνιστὴ — παραξένευε ἰδιαιτέρως τοὺς ἄλλους πολιτικοὺς κρατουμένους. Ὅμως, ὁ Σάντας εἶναι ἕνας ἄντρας πού δὲν κωλώνει μπροστὰ σὲ τέτοιες λεπτομέρειες...
Γράφω μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Σάντα.
Λατρεύω τὶς ἀφηγήσεις. Ὁ Λάκης Σάντας εἶναι γεννημένος ἀφηγητής. Γιὰ νὰ εἶσαι σπουδαῖος ἀφηγητὴς πρέπει νάχεις βιώματα καὶ ἐμπειρίες. Ὁ Σάντας ἔζησε μιὰ ζωὴ γεμάτη. Γι’ αυτὸ καὶ μὲ γοήτευε μὲ τὶς ἀφηγήσεις του. Περάσαμε μέρες καὶ μέρες, κλεισμένοι στὸ κελί μου, αὐτὸς μιλώντας κι ἐγώ ἀκούγοντας. Ὁ Λάκης μιλάει μὲ πάθος, γιατί εἶναι φλογερὸς ἄνθρωπος, γιατί εἶναι αὐθόρμητος καὶ τζόρας.
Μοῦ διηγήθηκε ἀξέχαστες ἱστορίες: ἄλλοτε γιὰ τὸ πῶς πέρασε μὲ καΐκι ὁ Ἄρης
Βελουχιώτης ἀπὸ τὸ Γαλαξίδι στὸν Μοριὰ (μετὰ ἀπὸ γενναία οὐζοποσία) καὶ ἄλλοτε πώς ὁ ἴδιος ὁ Σάντας μαζὶ μὲ τὸν Φλωράκη ἔμειναν κρυμένοι, τρεῖς μέρες, σὲ μιὰ τρύπα γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς φασίστες. Ὅλα ὅσα μοῦ εἶπε ὁ Λάκης εἶναι χαραγμένα στὴ μνήμη μου. Καί, προπάντων, ἡ ἀφήγηση τῆς ἱστορίας μὲ τὴν χιτλερικὴ σημαία τῆς Ἀκρόπολης. Ὁμολογῶ ὅτι θάθελα πολὺ νὰ ξανακούσω τὸν Λάκη, νὰ μοῦ ἀφηγεῖται ἐκεῖνες τὶς ἱστορίες πού συνταράξανε τὴ γενιά μας.
Γράφω γιὰ νὰ τιμήσω τὸν Σάντα.
Τὴν ἐποχὴ πού ὁ Λάκης Σάντας καὶ ὁ Μανόλης Γλέζος κατέβαζαν τὴν σημαία μὲ τὴν σβάστικα δὲν ἀνῆκαν στὸ Ε.Α.Μ. Ἡ ἔνταξή τους στὴν Ἀντίσταση ἔγινε τὸ 1942. Ὡστόσο, φαίνεται ὅτι ἤδη ἤσανε ἀριστεροί. Τυπικά, ἡ ἔννοια τῆς Ἀριστερᾶς ἀνάγεται στὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Ἀλλά, ἡ Ἀριστερὰ καὶ ὁ Ἀναρχισμὸς εἶναι πανάρχαιες ἔννοιες. Βλέποντας τὰ πράγματα κάτω ἀπὸ μιὰ πλατύτερη ὀπτική, μπορεῖς νὰ πεῖς ἀνέτως ὅτι οἱ ἰνδοὶ φακίρηδες ἤ ἐρημίτες ὁρισμένων ἀποχρώσεων, οἱ κυνικοὶ φιλόσοφοι, οἱ ἄραβες καὶ ὀθωμανοί ντερβίσηδες πού προέρχονταν ἀπὸ κάποιες σέκτες κτλ. ἐκφράζανε μίαν ἰδεολογία διαμαρτυρίας, δηλαδή, μίαν ἀριστερή, ἤ καὶ ἀναρχική, κοσμοθεωρία. Τιμώντας τὸν Σάντα, θέλω νὰ τιμήσω τὴν Ἀντίσταση, τὴν Ἀριστερά, τὴν αἰώνια Ἀριστερά. Σήμερα στὴν χώρα μας, ὅπου τὰ κουρέλια τῆς Νέας Ὀρθοδοξίας, ὅπου οἱ καραγκιόζηδες τοῦ ρατσιστιστικοῦ ἐθνικισμοῦ, ὅπου οἱ κωλογλεῖφτες τῆς Δεξιᾶς, προσπαθοῦν νὰ δημιουργήσουν ἕνα κλῖμα χαοτικῆς μισαλλοδοξίας, ἡ Ἀριστερὰ παραμένει στὸ ρεῖθρο τῆς πολιτικῆς ζωῆς καὶ — παίρνοντας μίαν ἀνάσα — προετοιμάζει τὴν ἀνασυγκρότησή της. Στὸ πλαίσιο τῆς μπουρζουάδικης δῆθεν-Δημοκρατίας στεκόμαστε ὅλοι μας (μαζὶ καὶ ὁ Σάντας), φαινομενικῶς σαστισμένοι, καὶ περιμένουμε νὰ ξεδιαλύνει ὁ κουρνιαχτὸς πού σηκώθηκε ἀπὸ τὸ γκρέμισμα τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, πού μὲ ἐπιμονὴ εἶχε προβλέψει ὁ Καστοριάδης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ θολούρα ὁ Σάντας παρέμεινε ἁγνός, μὴ ὑποκύπτοντας μήτε στὴν ὅποια πολιτικὴ μόδα, μήτε στὰ δολώματα τοῦ ψευτο-ἀριστεροῦ ΠΑΣΟΚ.
Ἀφηγεῖται ὁ Λάκης Σάντας.
Ὅταν τὸ Μέτωπο τῆς Μακεδονίας ἔσπασε καὶ ἡ Μπότα τῶν Ναζὶ κατέβαινε καὶ μᾶς πλάκωνε στὸ στῆθος, ἡ πρώτη μου σκέψη ἦταν νὰ φύγω μὲ τὰ ὑποχωροῦντα στρατεύματα γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ συνεχίσω ἐκεῖ τὸν πόλεμο. Λογάριασα ὅμως χωρὶς τὰ Στούκας τὰ ὁποῖα δὲν ἄφησαν οὔτε καρυδότσουφλο στὸν Σαρωνικὸ Κόλπο. Κι ἔτσι ἀνάμεσα στὶς φλόγες καὶ στὶς βόμβες τῶν Στούκας εἶδα νὰ βυθίζωνται οἱ ἐλπίδες μου γιὰ τὴν Αἴγυπτο κι ἔμεινα.-
Μπῆκαν στὴν Ἀθήνα μας μιὰ Κυριακὴ κι ἔστησαν ἀμέσως τὴν πολεμική τους σημαία σ’ ἕναν ψηλὸ κοντὸ πάνω στὰ Ἀθάνατα Μάρμαρα τῆς Ἀκρόπολης.
Ἄπειρα μάτια Ἑλληνικὰ ἐδάκρυσαν τὸ πρωϊνὸ ἐκεῖνο, βλέποντας τὸ σύμβολο τῶν Οὔννων νὰ λερώνη τὸ μοναδικὸ μνημεῖο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς λευτεριᾶς, τὸν Παρθενώνα.
Ἔτσι ἐδάκρυσαν καὶ τὰ δικά μου. Μά.... ὕστερα τὰ βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι ἄστραψαν ἀπὸ μιὰ φλόγα πού θὰ μποροῦσε νὰ λυώση καὶ ἀτσάλι ἀκόμη, κι ἦταν αὐτή, ἡ φλόγα τῆς συγκρατημένης λύσσας ἐναντίον τους. Ἦταν ἡ φλόγα πού μοῦ ἔλεγε ὅτι κάτι πρέπει νὰ τοὺς κάνω. Κάτι μεγάλο κάτι πού νὰ τοὺς μαστίγωση σὲ ἐκεῖνα τὰ ἀγέρωχα γουρουνίσια μοῦτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι πού νὰ τοὺς κάνη νὰ κατεβάσουν ἐκεῖνα τὰ κρύα γαλανά, χωρὶς οἶκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικὸ πού νὰ τοὺς χτυπήση ὅλους μαζὶ σὰν χώρα, σὰν λαὸ καὶ πρὸ παντὸς σὰν στρατό.-
Τὴν ἴδια φλόγα εἶδα τότε στὰ μάτια πολλῶν φίλων μου, ἀλλά πρὸ παντὸς τὴν διέκρινα καὶ τὴν γνώρισα στὰ μάτια τοῦ Μανώλη τοῦ Γλέζου τοῦ συμμαθητῆ μου. Κυτταχτήκαμε στὰ μάτια καὶ χωρὶς κουβέντες συννενοηθήκαμε. Ἀρχίσαμε νὰ σκεφτώμαστε τί θὰ κάνωμε. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ναζίδες εἶχαν ἀρχίσει ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῆς Κρήτης. Πηγαίναμε στὸ Φάληρο μόνοι μας καὶ μπρὸς στὰ ἀφρισμένα κύματα σκεφτώμαστε τί νὰ τοὺς κάνουμε ἀκούγοντας ἀπὸ πάνω μας τὴν Λουτβάφφε νὰ μεταφέρη ἀλεξιπτωτιστὲς γιὰ τὴν Κρήτη.-
Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ μέρες περνοῦσαν Εἶχε περάσει ἕνας μήνας πού κατέλαβαν τὴν Ἀθήνα καὶ ἡ Κρήτη εἶχε λυγίσει πολεμοῦσαν ἀκόμη τὰ παληκάριά μας μαζὶ μὲ τοὺς ἐγγλέζους σὲ μερικὰ σημεῖα.-
Κι ἔξαφνα ἕνα δειλινὸ πού ἤμαστε στὸ Ζάππειο κι ὁ ἥλιος ἔγερνε λούζοντας τὸν ὁρίζοντα μὲ ἐκεῖνα τὰ χρώματα πού μόνο ὁ Ἀττικὸς Οὐρανὸς ἔχει, τὰ μάτια μας γύρισαν στὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. Μέσα στὸν ὑπέροχο φόντο τῆς δύσης σταθήκαμε καὶ κυττούσαμε. Καὶ τότε τὸ βλέμμα μας ἔπεσε πάνω στὴν Σημαία τους πού ὑπερήφανα κυμάτιζε ψηλὰ-ψηλὰ καὶ ἡ βαρειὰ σκιὰ της πλάκωνε καταθλιπτικά ὅλη την Ἀθήνα, ὅλη τὴν Ἀττικὴ γῆ.
Νά, τί πρέπει νὰ τοὺς κάνωμε! Ἦρθε ἡ σκέψη σὰν σπίθα. Νὰ τοὺς τὴν πάρωμε. Νὰ τὴν γκρεμίσωμε καὶ νὰ τὴν ξεσχίσωμε καὶ νὰ πλύνωμε ἔτσι τὴν βρωμιὰ ἀπ’ τὸν Ἱερὸ βράχο. Τὴν εἶχαν στήσει αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν πολεμική τους σημαία oἱ Ναζὶ θριαμβευτικὰ ὡς τότε, στὴν Βαρσοβία, στὴν Βιέννη, στὴν Ἀμβέρσα, στὴν Νορβηγία στὸ Παρίσι καὶ Βελιγράδι καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὴν στήσουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τότε.
Μὰ ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα. Εἶναι ἡ μικρὴ χώρα πού ἀπ’ αὐτὴν ξεπετάχτηκε ἡ φλόγα τοῦ Πολιτισμοῦ. Εἶναι ἡ χώρα πού δίνει τὸ παράδειγμα πάντα στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῆς Ἱστορίας.
Ἦταν πολὺ ἁπλὸ μὰ καὶ πολὺ Μεγάλο. Μιὰ σημαία σήκωσε στὶς 25 Μαρτίου 1821 ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς μιὰ σημαία θὰ κατεβάζαμε καὶ μεῖς στὶς 31 Μαῒου 1941. Συμβολικὸ τὸ πρῶτο, συμβολικὸ καὶ τὸ δεύτερο. Μιὰ φούχτα ἄνθρωποι τότε ἀπειλοῦσαν τὴν Πανίσχυρη Τουρκικὴ Αὐτοκρατορία. Δυὸ παιδιὰ ἐμεῖς, θὰ προσβάλλαμε τὸ φοβερὸ τότε Γ Ράϊχ.
Καὶ βάλαμε σ’ ἐνέργεια ἀμέσως τὸ σχέδιο.
Πήραμε ἀπ’ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τὴν μεγάλη Ἐγκυκλοπαίδεια καὶ διαβάσαμε στὴν λέξη Ἀκρόπολις. Ἐκεῖ εἴδαμε ὅλες τὶς σπηλιὲς ἤ τρύπες πού ἔχει ὁ βράχος τῆς Ἀκροπόλεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ καταλάβαμε ὅτι μόνον ἀπὸ ἕνα σπήλαιο — πού εἶναι στὸ ἐσωτερικό τοῦ βράχου τῆς Ἀκρόπολης καὶ λέγεται "Πανδρώσειον ἄντρον" καὶ στὸ ὁποῖον κατὰ τὴν Μυθολογία ἐκατοικοῦσε ὁ ἱερὸς ὄφις τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ πήγαιναν οἱ ἱέρειες τοῦ Ναοῦ τοῦ Παρθενώνα και ἔτρωγε μελὸπητες στὶς ἑορτὲς τῶν Παναθηναίων — ὅτι μόνον ἀπ’ αὐτὴν τὴν τρύπα πού ἔβγαινε σὲ ἕνα βάθρο δίπλα στὸ Ἐρεχθεῖο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνεβοῦμε στὴν Ἀκρόπολη χωρὶς νὰ μᾶς δοῦν οἱ Γερμανοὶ φρουροί. Τὴν ἄλλη μέρα κι ὄλας πήγαμε καὶ ἀνεβήκαμε σὰν ἐπισκέπτες στὴν Ἀκρόπολη καὶ εἴδαμε πού ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ἡ σπηλιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀνεβαίναμε τὴν Νύκτα. Πέρασε κι αὐτὴ ἡ ἡμέρα καὶ ἦλθε ἡ ἑπομένη ἡ 30η Μαΐου 1941. Εἴχαμε ἀκούσει τὸ βράδυ ἀπ’ τὸ Ραδιόφωνο τὸ Λονδῖνο πού μᾶς εἶπε ὅτι ἡ Κρήτη ἐγκατελείφθη πιά. Πρωὶ-πρωΐ οἱ Οὖννοι μὲ τὶς Ἐφημερίδες τους καὶ μὲ προκηρύξεις μᾶς ἀνήγγειλαν γεμάτοι κομπασμὸ καὶ ὑπερηφάνια ὅτι κατέλαβον καὶ τὴν τελευταία γωνιὰ τῆς Ἑλλάδας τὴν Ἡρωϊκὴ Κρήτη.
Δὲν ξέρω τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔνοιωθα μά μοῦ φαίνεται πώς ἦταν ἕνα παράπονο μαζὶ μὲ δυνατὸ πυρεττό. Περίμενα μ’ ἀγωνία νὰ βραδυάση. Ἐπὶ τέλους βράδυασε. Συναντηθήκαμε μὲ τὸν Μανώλη καὶ ξεκινήσαμε. Ὄπλα δὲν εἴχαμε τότε. Εἶχα πάρει μαζί μου μόνον ἕνα φαναράκι ἠλεκτρικὸ κι ἕνα μαχαιράκι.
Φτάσαμε. Κάναμε μιὰ βόλτα στὰ προπύλαια μέχρι νὰ φτάση ἡ ὥρα 9 1/2 μ.μ. Τότε εἴδαμε τοὺς Γερμαναράδες νὰ εἶναι μαζεμένοι μέσα στὸ δωμάτιο τῆς εἰσόδου καὶ νὰ πίνουν κρασὶ καὶ μπύρες ἔχοντας καὶ μερικὲς κακὲς Ἑλληνίδες ἀπ’ αὐτὲς πού πουλᾶν τόν ἔρωτά τους στὰ προπύλαια πού εἶχαν τὸ Φρουραρχεῖο. Ἀκούγαμε ἀπὸ μακρυὰ τὰ κτηνώδη χάχανά τους καὶ τὰ τραγούδια τους καὶ σφίγγαμε ἀκόμη περισσότερο τὰ δόντια μας. Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα, κυτταχθήκαμε. Ἴσως νὰ μὴν ξαναβλέπαμε τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλη. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι νοιώθαμε ἕνα δυνατὸ χτυποκάρδι μὰ αὐτὸ δὲν ἀκουγόταν παρὰ ἔξω. Τὰ στήθη μας τὰ Ἑλληνικὰ τὸ πνίγανε. Εἶναι γλυκὸς ὁ θάνατος ὅταν πεθαίνης γιὰ τὰ ἰδανικά σου. Σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς δὲν ἔχεις παρὰ νὰ θυμηθῆς τὴν ἱστορία. Νὰ θυμηθῆς τὸν Λεωνίδα στὶς Θερμοπύλες, νὰ θυμηθῆς τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ἤ τὸ Μεσολόγγι ἤ τὸν Πόλεμο τῆς Ἀλβανίας κι εἶσαι ἐντάξει.
Σφίξαμε τὰ χέρια, πηδήξαμε τὰ σύρματα μπήκαμε ἀνάμεσα στὰ δέντρα. Συρθήκαμε μὲ τὴν κοιλιὰ καὶ φτάσαμε στὴν Σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητὰ κρατώντας καὶ τὴν ἀναπνοή μας ἀκόμη. Ἀρχίσαμε νὰ σκαρφαλώνουμε ἀπ’ τὰ μαδέρια τῆς σκαλωσιᾶς πού εἶχαν φτιάξει οἱ Ἀρχαιολόγοι γιὰ ἀνασκαφές. Κάτω μας τὸ βάραθρο ἄνοιγε τὸ μαῦρο του στόμα νὰ μᾶς καταπιῆ στὸ πρῶτο ξεγλύστρημα 40 μέτρα κάτω κατέβαινε ἡ σπηλιὰ καὶ κατόπιν ἀνοιγότανε τὸ χεῖλος ἑνὸς ξεροπήγαδου ἄλλα καμιὰ δεκαριὰ μέτρα. Σιγὰ-σιγὰ σκαρφαλώσαμε καὶ κάνοντας μιὰ τελευταία ἕλξη βγήκαμε στὸ ἐπάνω βάθρο. Ἀνεβήκαμε μερικὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ σηκώσαμε τὰ κεφάλια μας νὰ δοῦμε.—
Ἦταν ἕνα τέταρτο τὸ φεγγάρι. Καὶ καθὼς τὸ ἀσημένιο του φῶς ἔλουζε τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα μνημεῖα τοῦ ἅπαντου τῆς Τέχνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς νοιώσαμε μέσα μας ν’ ἀτσαλώνουμε. Εἴδαμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας τοὺς ἀθάνατους προγόνους μας νὰ στέκωνται σιωπηλοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς μὲς στὶς χλαμύδες τους τριγύρω μας καὶ νὰ μᾶς κυττᾶνε σιωπηλοὶ ἐρωτηματικὰ ἂν θὰ κάνουμε τὸ καθῆκον μας ἤ ὄχι. Ἂν καὶ δὲν πολυπιστεύω στὸ μοιραῖο ἐν τούτοις ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς νομίζω ὅτι τὸ μοιραῖον τῆς φυλῆς μας ἔρριξε τὸν κλῆρο σέ μᾶς.
Προχωρήσαμε συρτὰ μὲ τὴν κοιλιά. Μᾶς χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα ἀπ’ τὸν κοντὸ πού εἶχαν τὴν σημαία τους. Χωριστήκαμε καὶ πηγαίναμε ἀνάμεσα στὰ μάρμαρα. Πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ἦταν κανένας γερμανὸς σκοπὸς κρυμμένος. Ὅταν φθάσαμε κοντὰ στὸν κοντό, εἴδαμε τὴν ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυὸ πέτρες κι ὅταν εἴδαμε ὅτι ἦταν ἡσυχία σηκωθήκαμε ὄρθιοι καὶ προχωρήσαμε θαρρετά. Φθάσαμε στὸν κοντό. Ψηλὰ κυμάτιζε ἡ σημαία τους. Λύσαμε τὸ συρματόσχοινο καὶ τραβήξαμε γιὰ νὰ τὴν κατεβάσουμε. Μὰ τὴν εἶχαν μπλέξει στὴν κάτω ἄκρη της μὲ τὰ τρία συρματόσχοινα πού στήριζαν τὸν κοντό. Κρεμιούμαστε κι οἱ δυὸ γιὰ νὰ τὴν κατεβάσουμε μὰ δὲν κατέβαινε. Ἀρχίσαμε τότε μὲ τὴν σειρὰ νὰ σκαρφαλώνουμε στὸν σιδερένιο κοντὸ γιὰ νὰ τὴν φτάσουμε καὶ νὰ τὴν κόψουμε. Μὰ ἦταν 20 μέτρα ὁ κοντὸς καὶ λεῖος κι ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν φτάσουμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε γιὰ λίγο κι ἀπογοητευτήκαμε, σκεφτώμαστε τί νὰ κάνωμε. Νὰ φύγωμε χωρὶς τὴν σημαία τους λάφυρο, δὲν τὸ σκεφτήκαμε οὔτε μιὰ στιγμή. Καὶ μέσα στὴν ἔνταση τῆς σκέψης μας, σκεφθήκαμε ὅτι πρέπει νὰ σπάσουμε τὰ τρία συρματόσχοινα γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν κατεβάσουμε. Ἀρχίσαμε τότε μὲ τὰ χέρια μας, μὲ τὰ δόντια μας μὲ ὅτι μπορούσαμε, νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεκολλήσουμε τὰ συρματόσχοινα ἀπ’ τοὺς σκουριασμένους χαλκάδες μὲ τοὺς ὁποίους κρατιόσανε στὰ γύρω μάρμαρα. Κραυγὴ ἐνθουσιασμοῦ μου ξέφυγε ὅταν ἔσπασε τὸ πρῶτο. Κατόπιν ἔσπασε καὶ τὸ δεύτερο καὶ μετὰ τὸ τρίτο. Ἀμέσως ξεμπλέξαμε τὰ συρματόσχοινα καὶ τότε τὸ μισητὸ σύμβολο τοῦ φασισμοῦ κατέβηκε. Ἦταν μιὰ τεράτια σημαία 4μ. μῆκος καὶ 2μ. πλάτος. Στὴν μέση εἶχε τὸν Ἀγκυλωτὸ σταυρὸ καὶ στὴν ἀπάνω ἄκρη τὸν Γοτθικὸ πολεμικὸ σταυρὸ τοῦ Κάϊζερ.
Μὲ λύσσα τὴν κόψαμε ἀπ’ τὸ συρματόσχοινο καὶ τὴν μαζέψαμε. Σχίσαμε ἀπὸ ἕνα κομάτι ἀπ’ τὸν ἀγκυλωτὸ σταυρό. Τὴν ὑπόλοιπη τὴν κάναμε ρολὸ καὶ τὴν πήραμε. Προχωρήσαμε καὶ φθάσαμε. Εἶχαν περάσει 3 ὧρες περίπου ἀπ’ τὴν ὥρα πού εἴχαμε ξεκινήσει. Τὸ φεγγάρι εἶχε χαθῆ καὶ μαζὶ μ αὐτὸ καὶ οἱ ὀπτασίες τῶν προγόνων μας εὐχαριστημένες. Ὁ ἀέρας μᾶς δρόσιζε τὰ φλογισμένα πρόσωπά μας καὶ μᾶς ἔφερνε ἀπὸ μακρυὰ τὰ χάχανα τῶν Γερμαναράδων.
" Ἄ! τώρα γελάστε καὶ τραγουδῆστε ὅσο θέλετε, αὔριο τὸ πρωὶ θὰ τὰ ποῦμε" σκέφθηκα.
Κατεβήκαμε ἀπ’ τὸ ἴδιο μέρος. Γιὰ νὰ τὴν πάρουμε μαζί μας ἦταν ἀδύνατο γιατί ἡ ὥρα τῆς κυκλοφορίας εἶχε περάσει. Τότε ἀποφασίσαμε νὰ τὴν κρύψωμε μέσα στὴν ἴδια τὴν σπηλιὰ κάτω στὸ ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγὰ-σιγὰ μέχρι κάτω φτάσαμε στὸ χεῖλος τοῦ ξεροπήγαδου καὶ τὴν πετάξαμε ὅπως ἦταν τυλιγμένη σὲ μπόγο μέσα. Ἀκούσαμε τὸν γδοῦπο της καὶ ἡσυχάσαμε.
Ἀνεβήκαμε πάλι καὶ φύγαμε σιγὰ-σιγά, πηγαίνοντας σύριζα στὸν τοῖχο καὶ προσέχοντας μὴν συναντήσουμε καμιὰ Γερμανικὴ περίπολο.
Ὅταν βρισκώμαστε στὴν μέση τοῦ δρόμου περίπου γιὰ τὸ σπίτι μας. Μᾶς σταμάτησε ξαφνικὰ μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἕνας Ἕλληνας ἀστυνομικὸς πού φύλαγε σκοπὸς σ’ ἕνα δημόσιο ταμεῖο.
Στὴν ἀρχὴ σκέφθηκα νὰ τοῦ ἐπιτεθῶ μὲ τὸ μαχαίρι. Ἀλλὰ κατόπιν τοῦ μιλήσαμε εὐγενικὰ καὶ θαρρετὰ καὶ τοῦ δώσαμε νὰ καταλάβη ὅτι πρέπει νὰ μᾶς ἀφήση νὰ πᾶμε στὰ σπίτια μας χωρὶς βέβαια νὰ τοῦ ποῦμε τίποτε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς Σημαίας. Μᾶς ἄφησε καὶ φύγαμε. Φτάσαμε στὰ σπίτια μας καθησυχάσαμε τοὺς δικούς μας πού μᾶς περίμεναν γεμάτοι ἀγωνία μὴ ξέροντας πού εἴμαστε. Ὅλην τὴν νύχτα δὲν κοιμήθηκα. Καὶ τὸ πρωῒ ἦρθε ὁ Μανώλης καὶ ἀνεβήκαμε στὴν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ κυττούσαμε τὴν Ἀκρόπολη.
Μέχρι, τῆς 11 π.μ. τῆς 31ης δὲν ὑπῆρχε Σημαία στὴν Ἀκρόπολη. Ὅπως ἔλεγαν τώρα τελευταῖα μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση οἱ Ἕλληνες φύλακες τῆς Ἀκρόπολης. Ἡ Γερμανικὴ φρουρὰ ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ 20 περίπου ἄνδρες τὰ εἶχε χάσει.
Πανικὸς στὸ Γερμανικὸ στρατηγεῖο. Οἱ κοῦρσες πήγαιναν κι ἔρχονταν. Τί ἔγινε ἡ πολεμική τους σημαία; Ποιὸς τόλμησε νὰ τὴν πειράξη;
Κατὰ τὴν 11 ἡ ὥρα πῆγαν καὶ βαλαν μίαν ἄλλη στὴ θέση της πιὸ μικρή.
Μὲ τὶς ἀπογευματινὲς Ἐφημερίδες βροντοφωνήσανε οἱ Γερμανοὶ τὶς κυρώσεις τους. Ἐπῆραν τὰ δακτυλικά μας ἀποτυπώματα ἀπ’ τὸ σιδερένιο κοντὸ καὶ μᾶς κατεδίκασαν ἀμέσως μὲ ἔκτακτο στρατοδικεῖο σὲ θάνατο ἐρήμην (γιατί δὲν μᾶς ἤξεραν). Ἐπίσης ὅλους τούς τυχὸν συνενόχους μας. Μᾶς ἐπικύρηξαν καὶ μὲ χρηματικὸν ποσόν. Περιόρισαν τὶς ὧρες κυκλοφορίας τῶν πολιτῶν καὶ ἀπέλυσαν τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἀστυνομίας καὶ τοὺς διοικητὲς τῶν Ἀστυνομικῶν τμημάτων τῆς περιφερείας τῆς Ἀκρόπολης.
Ἐπίσης συνέλαβον ὅλους τοὺς ἕλληνας φύλακες τῆς Ἀκροπόλεως τοὺς ὁποίους ὅμως ἄφησαν ἐλευθέρους ἀφοῦ ἐξήτασαν τὰ ἀποτυπώματά τους καὶ τοὺς ἀνέκριναν, τὴν δὲ φρουρὰ τους τὴν κατεδίκασαν εἰς θάνατον καὶ τὴν ἐξετέλεσαν.—
Μοῦ φαίνεται πῶς βγῆκαν λίγο ξυνὰ τὰ γλέντια τῶν Γερμαναράδων γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς Κρήτης…. Ἀμέσως τὸ νέο διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ στὴν Ἀθήνα καὶ στὸν Πειραιᾶ καὶ στὰ Περίχωρα καὶ κατόπιν σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Τὸ Λονδῖνο καὶ τὸ Κάϊρο τὴν ἄλλη νύχτα ἔπλεξαν ἐγκώμια γι’ αὐτό.
Θὰ νοιώσω ἄραγε ἄλλη φορά τὰ συναισθήματα πού ἔνοιωθα ἐκεῖνες τὶς ἥμερες ὅταν ἄκουγα γύρω μου παντοῦ τούς Ἕλληνες μὲ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία γιὰ τοὺς Γερμανοὺς νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ νὰ τὸ χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου πόλεμου τῆς ἀντίστασης; Ἔβλεπες παντοῦ τὸν Κόσμο νὰ ἔχη ἀναθαρρήση: νὰ περπατάη μὲ ψηλὰ τὸ κεφάλι ξέροντας καλὰ ὅτι τὸ καζάνι ἄρχισε νὰ βράζη πάλι....
Κι ἔτσι ἀρχίσαμε....
Ἔπειτα ἀπὸ 8 μῆνες ἐπεχείρησα, νὰ φύγω γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ πάω στὸ στρατὸ νὰ πολεμήσω πιὸ ἐνεργὰ μαζὶ μὲ τὸν Μανώλη κι ἕνα ἄλλο φίλο μου. Μὰ ὕστερα ἀπὸ προδοσία μᾶς ἔπιασαν οἱ Γερμανοί. Μᾶς κλείσανε στὶς φυλακές. Τότε σκέφθηκα ὅτι ἂν εἶχαν τὴν ἐξυπνάδα νὰ παραβάλλουν τὰ δακτυλικά μας ἀποτυπώματα ὅλα τελείωναν. Ἀλλὰ δὲν τὴν εἶχαν εὐτυχῶς.-
Καθήσαμε λίγο καιρὸ στὶς φυλακὲς ὅπου περάσαμε τοῦ κόσμου τὰ μαρτύρια (Ξύλο ἀνηλεὲς σχεδὸν καθημερινὸ ντοὺς μὲ κρύο νερὸ ἔξω στὸ κρύο κ.λπ.) ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων ἦταν ὅταν βγήκαμε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1942 ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἀμνηστεία πού μᾶς συμπεριέλαβε νὰ κάνη ὁ Μανώλης αἱμοπτύσεις.
Μόλις βγῆκα ἀπ’ τὴν φυλακὴ ὀργανώθηκα γιὰ καλὰ (εἶχε φουντώσει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ κίνημα τῆς Ἀντίστασης) κι ἄρχισα νὰ κάνω χίλιες δουλειὲς ἀπὸ κόλλημα προκηρύξεων καὶ γράψιμο στὸν τοῖχο μέχρι μεταφορὰ ὅπλων καὶ κρύψιμο κ.λπ.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1943 ἕνας χαφιὲς τῶν SS μὲ γνώρισε καὶ κουβάλησε ἀρκετοὺς ἀπὸ δαύτους νὰ μὲ πιάσουν. Τοὺς ξέφυγα πηδώντας ἀπὸ παράθυρο σὲ παράθυρο κι ἀπὸ ταράτσα σὲ ταράτσα καὶ βγῆκα στὸ Ἀντάρτικο. Κατατάχθηκα στὸν Ε.Λ.Α.Σ. καὶ τοποθετήθηκα στὴν Περιοχὴ Στερεᾶς Ἑλλάδας.
Ἔλαβα μέρος σὲ ἀρκετὲς μάχες παρατάξεως μὲ τοὺς Ναζίδες καὶ σὲ πολλὲς ἐπικίνδυνες ἀποστολὲς κι ἐκανόνισα ἀρκετοὺς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δὲ στὸ στῆθος (ἀριστερὸ ἡμιθωράκιο) πάνω ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἀπὸ τυφλὸ τραῦμα βλήματος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συμβολῆς μου στὴν ἀντίσταση τοῦ λαοῦ μας ἐν ὀλίγοις.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτά, μπροστὰ στὶς ὑπέροχες σελίδες πού ἔχει γράψει ὁ Ἑλληνικὸς λαός, στὰ τέσσερα αὐτὰ χρόνια, τῆς πιὸ σκληρῆς καὶ ἀνελέητης σκλαβιᾶς, πού εἴδαμε ποτὲ στὴν ἱστορία μας;
Κάθε πέτρα, καὶ κάθε ἀγκωνάρι, κάθε δρόμος καὶ κάθε πεζοδρόμιο ἔχει γραμμένη ἀπάνω μίαν ὁλόκληρη ἱστορία ἡρωϊσμοῦ καὶ θυσίας γιὰ τὴν λευτεριά, ἀπὸ γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους μάρτυρες, ἥρωες, ἀτσάλινες ψυχές, πού ξεψυχάγανε προφέροντας τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδας μας καὶ φωνάζοντας "θάνατος στὸ φασισμό!!!"
Οἱ βουνοκορφὲς πάλι κι οἱ
ράχες, ἀχολογοῦν ἀκόμα ἀπ’ τὶς κλαγγὲς τῶν ὅπλων κι ἀπ’ τὰ κλέφτικα τραγούδια τῶν λεβεντόκορμων ἀνταρτῶν καὶ κάθε στενὸ καὶ κάθε ρέμμα μυρίζει μπαρούτι ἀκόμα, ἀπ’ αὐτὸ πού ἔπεφτε καφτὸ ἀπάνω στὶς Γερμανικὲς φάλαγγες κάθε λεπτὸ καὶ τοὺς ἔκανε ἀλαφιασμένοι νὰ μὴν ξέρουν ἀπὸ πού νὰ φυλαχτοῦν, νομίζοντας ὅτι κάθε πεῦκο καὶ κάθε ἔλατο ζωντανεύει κι εἶναι ἀντάρτης, ἐκδικητής!!!
Θὰ μποροῦσα νὰ λέω ὁλόκληρα
μερόνυχτα, εἶναι τόσα πολλά...
Λάκης Σάντας
Ὁ Ἐθνικὸς Ἥρωας Λάκης Σάντας.
Γράφω μὲ δέος γιὰ τὸν Σάντα.
1985, ὁ Λάκης Σάντας καί ὁ Μανώλης Γλέζος |
ἀρνητική. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικῆς μνήμης, πού τόσο χαρακτηρίζει τὸν νεοέλληνα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ λαὸς μας πῆρε τὸ κακὸ μονοπάτι. Ὁ Σάντας, μαζὶ μὲ τὸν Γλέζο, ἐπιτέλεσαν μίαν ἐθνικὴ ἡρωϊκὴ πράξη. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Σάντας καὶ ὁ Γλέζος εἶναι οἱ πρῶτοι ἀγωνιστές, πού ξεκίνησαν τὴν Ἀντίσταση κατὰ τῶν χιτλερικῶν, ἀνὰ τὴν Εὐρώπη. Αὐτὸ ἔγινε τὴν νύχτα 30/31 Μαῒου 1941 — δηλαδή, τότε ἀκριβῶς πού ἔπεσε καὶ ἡ Κρήτη στὰ νύχια τῆς Βέρμαχτ. Ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ ἦταν τόσον εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν νατσιστικὴ Γερμανία, ὥστε τὸ κουράγιο (ἤ, μᾶλλον, τὸ θράσος) τῶν δύο πατριωτῶν μοῦ προξενοῦσε ἀνέκαθεν ἕναν ἱερὸ σεβασμό. Δὲν προτίθεμαι νὰ περιγράψω τὸ γεγονός. Ἁπλῶς, θέλησα νὰ πῶ δυὸ ἐγκάρδιες φράσεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Ἥρωα Λάκη Σάντα, πού συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ἀγαπημένος μου φίλος. Γνωρίζω, βέβαια, καὶ τὸν Μανόλη Γλέζο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Χούντας, ὅποτε πέρναγα συχνὰ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο του (— ἐκεῖ, μάλιστα, συνάντησα μιὰ φορὰ καὶ τὸν Παρτσαλίδη). Ὡστόσο, σήμερα τὸ θέμα μου εἶναι ὁ Σάντας.
Πάντα μου ἐπιθυμοῦσα νὰ γνωρίσω τὸν Σάντα, ἄλλα τὸ ὄνειρο αὐτὸ δὲ γινότανε νὰ πραγματοποιηθεῖ γιατί ὁ Σάντας εἶχε καταφύγει, τὸ 1951, στὸν Καναδά, ὅπου ἔμεινε δώδεκα χρόνια. Τελικῶς, πρὶν εἴκοσι χρόνια, πέσαμε στὴν ἴδια φυλακὴ μὲ τὸν Σάντα. Κι ἐκεῖ φούντωσε ἡ ἔντονη φιλία μας. Ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι, ἡ ἰδιόρρυθμη αὐτὴ φιλία — ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἀναρχικὸ κι ἕναν κομουνιστὴ — παραξένευε ἰδιαιτέρως τοὺς ἄλλους πολιτικοὺς κρατουμένους. Ὅμως, ὁ Σάντας εἶναι ἕνας ἄντρας πού δὲν κωλώνει μπροστὰ σὲ τέτοιες λεπτομέρειες...
Γράφω μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Σάντα.
Λατρεύω τὶς ἀφηγήσεις. Ὁ Λάκης Σάντας εἶναι γεννημένος ἀφηγητής. Γιὰ νὰ εἶσαι σπουδαῖος ἀφηγητὴς πρέπει νάχεις βιώματα καὶ ἐμπειρίες. Ὁ Σάντας ἔζησε μιὰ ζωὴ γεμάτη. Γι’ αυτὸ καὶ μὲ γοήτευε μὲ τὶς ἀφηγήσεις του. Περάσαμε μέρες καὶ μέρες, κλεισμένοι στὸ κελί μου, αὐτὸς μιλώντας κι ἐγώ ἀκούγοντας. Ὁ Λάκης μιλάει μὲ πάθος, γιατί εἶναι φλογερὸς ἄνθρωπος, γιατί εἶναι αὐθόρμητος καὶ τζόρας.
Μοῦ διηγήθηκε ἀξέχαστες ἱστορίες: ἄλλοτε γιὰ τὸ πῶς πέρασε μὲ καΐκι ὁ Ἄρης
Ὁ Λάκης Σάντας στήν Ἄμφισσα ξεκινώντας με το ἄλογο του για το Λιδωρίκι. Εἶναι Χριστούγεννα τοῦ 1943. Οἱ Γερμανοί ἔχουν ἀρχίσει στήν περιοχή ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις |
Γράφω γιὰ νὰ τιμήσω τὸν Σάντα.
Τὴν ἐποχὴ πού ὁ Λάκης Σάντας καὶ ὁ Μανόλης Γλέζος κατέβαζαν τὴν σημαία μὲ τὴν σβάστικα δὲν ἀνῆκαν στὸ Ε.Α.Μ. Ἡ ἔνταξή τους στὴν Ἀντίσταση ἔγινε τὸ 1942. Ὡστόσο, φαίνεται ὅτι ἤδη ἤσανε ἀριστεροί. Τυπικά, ἡ ἔννοια τῆς Ἀριστερᾶς ἀνάγεται στὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Ἀλλά, ἡ Ἀριστερὰ καὶ ὁ Ἀναρχισμὸς εἶναι πανάρχαιες ἔννοιες. Βλέποντας τὰ πράγματα κάτω ἀπὸ μιὰ πλατύτερη ὀπτική, μπορεῖς νὰ πεῖς ἀνέτως ὅτι οἱ ἰνδοὶ φακίρηδες ἤ ἐρημίτες ὁρισμένων ἀποχρώσεων, οἱ κυνικοὶ φιλόσοφοι, οἱ ἄραβες καὶ ὀθωμανοί ντερβίσηδες πού προέρχονταν ἀπὸ κάποιες σέκτες κτλ. ἐκφράζανε μίαν ἰδεολογία διαμαρτυρίας, δηλαδή, μίαν ἀριστερή, ἤ καὶ ἀναρχική, κοσμοθεωρία. Τιμώντας τὸν Σάντα, θέλω νὰ τιμήσω τὴν Ἀντίσταση, τὴν Ἀριστερά, τὴν αἰώνια Ἀριστερά. Σήμερα στὴν χώρα μας, ὅπου τὰ κουρέλια τῆς Νέας Ὀρθοδοξίας, ὅπου οἱ καραγκιόζηδες τοῦ ρατσιστιστικοῦ ἐθνικισμοῦ, ὅπου οἱ κωλογλεῖφτες τῆς Δεξιᾶς, προσπαθοῦν νὰ δημιουργήσουν ἕνα κλῖμα χαοτικῆς μισαλλοδοξίας, ἡ Ἀριστερὰ παραμένει στὸ ρεῖθρο τῆς πολιτικῆς ζωῆς καὶ — παίρνοντας μίαν ἀνάσα — προετοιμάζει τὴν ἀνασυγκρότησή της. Στὸ πλαίσιο τῆς μπουρζουάδικης δῆθεν-Δημοκρατίας στεκόμαστε ὅλοι μας (μαζὶ καὶ ὁ Σάντας), φαινομενικῶς σαστισμένοι, καὶ περιμένουμε νὰ ξεδιαλύνει ὁ κουρνιαχτὸς πού σηκώθηκε ἀπὸ τὸ γκρέμισμα τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, πού μὲ ἐπιμονὴ εἶχε προβλέψει ὁ Καστοριάδης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ θολούρα ὁ Σάντας παρέμεινε ἁγνός, μὴ ὑποκύπτοντας μήτε στὴν ὅποια πολιτικὴ μόδα, μήτε στὰ δολώματα τοῦ ψευτο-ἀριστεροῦ ΠΑΣΟΚ.
Ἀφηγεῖται ὁ Λάκης Σάντας.
Ὅταν τὸ Μέτωπο τῆς Μακεδονίας ἔσπασε καὶ ἡ Μπότα τῶν Ναζὶ κατέβαινε καὶ μᾶς πλάκωνε στὸ στῆθος, ἡ πρώτη μου σκέψη ἦταν νὰ φύγω μὲ τὰ ὑποχωροῦντα στρατεύματα γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ συνεχίσω ἐκεῖ τὸν πόλεμο. Λογάριασα ὅμως χωρὶς τὰ Στούκας τὰ ὁποῖα δὲν ἄφησαν οὔτε καρυδότσουφλο στὸν Σαρωνικὸ Κόλπο. Κι ἔτσι ἀνάμεσα στὶς φλόγες καὶ στὶς βόμβες τῶν Στούκας εἶδα νὰ βυθίζωνται οἱ ἐλπίδες μου γιὰ τὴν Αἴγυπτο κι ἔμεινα.-
Μπῆκαν στὴν Ἀθήνα μας μιὰ Κυριακὴ κι ἔστησαν ἀμέσως τὴν πολεμική τους σημαία σ’ ἕναν ψηλὸ κοντὸ πάνω στὰ Ἀθάνατα Μάρμαρα τῆς Ἀκρόπολης.
Ἄπειρα μάτια Ἑλληνικὰ ἐδάκρυσαν τὸ πρωϊνὸ ἐκεῖνο, βλέποντας τὸ σύμβολο τῶν Οὔννων νὰ λερώνη τὸ μοναδικὸ μνημεῖο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς λευτεριᾶς, τὸν Παρθενώνα.
Ἔτσι ἐδάκρυσαν καὶ τὰ δικά μου. Μά.... ὕστερα τὰ βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι ἄστραψαν ἀπὸ μιὰ φλόγα πού θὰ μποροῦσε νὰ λυώση καὶ ἀτσάλι ἀκόμη, κι ἦταν αὐτή, ἡ φλόγα τῆς συγκρατημένης λύσσας ἐναντίον τους. Ἦταν ἡ φλόγα πού μοῦ ἔλεγε ὅτι κάτι πρέπει νὰ τοὺς κάνω. Κάτι μεγάλο κάτι πού νὰ τοὺς μαστίγωση σὲ ἐκεῖνα τὰ ἀγέρωχα γουρουνίσια μοῦτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι πού νὰ τοὺς κάνη νὰ κατεβάσουν ἐκεῖνα τὰ κρύα γαλανά, χωρὶς οἶκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικὸ πού νὰ τοὺς χτυπήση ὅλους μαζὶ σὰν χώρα, σὰν λαὸ καὶ πρὸ παντὸς σὰν στρατό.-
Τὴν ἴδια φλόγα εἶδα τότε στὰ μάτια πολλῶν φίλων μου, ἀλλά πρὸ παντὸς τὴν διέκρινα καὶ τὴν γνώρισα στὰ μάτια τοῦ Μανώλη τοῦ Γλέζου τοῦ συμμαθητῆ μου. Κυτταχτήκαμε στὰ μάτια καὶ χωρὶς κουβέντες συννενοηθήκαμε. Ἀρχίσαμε νὰ σκεφτώμαστε τί θὰ κάνωμε. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ναζίδες εἶχαν ἀρχίσει ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῆς Κρήτης. Πηγαίναμε στὸ Φάληρο μόνοι μας καὶ μπρὸς στὰ ἀφρισμένα κύματα σκεφτώμαστε τί νὰ τοὺς κάνουμε ἀκούγοντας ἀπὸ πάνω μας τὴν Λουτβάφφε νὰ μεταφέρη ἀλεξιπτωτιστὲς γιὰ τὴν Κρήτη.-
Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ μέρες περνοῦσαν Εἶχε περάσει ἕνας μήνας πού κατέλαβαν τὴν Ἀθήνα καὶ ἡ Κρήτη εἶχε λυγίσει πολεμοῦσαν ἀκόμη τὰ παληκάριά μας μαζὶ μὲ τοὺς ἐγγλέζους σὲ μερικὰ σημεῖα.-
Κι ἔξαφνα ἕνα δειλινὸ πού ἤμαστε στὸ Ζάππειο κι ὁ ἥλιος ἔγερνε λούζοντας τὸν ὁρίζοντα μὲ ἐκεῖνα τὰ χρώματα πού μόνο ὁ Ἀττικὸς Οὐρανὸς ἔχει, τὰ μάτια μας γύρισαν στὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. Μέσα στὸν ὑπέροχο φόντο τῆς δύσης σταθήκαμε καὶ κυττούσαμε. Καὶ τότε τὸ βλέμμα μας ἔπεσε πάνω στὴν Σημαία τους πού ὑπερήφανα κυμάτιζε ψηλὰ-ψηλὰ καὶ ἡ βαρειὰ σκιὰ της πλάκωνε καταθλιπτικά ὅλη την Ἀθήνα, ὅλη τὴν Ἀττικὴ γῆ.
Νά, τί πρέπει νὰ τοὺς κάνωμε! Ἦρθε ἡ σκέψη σὰν σπίθα. Νὰ τοὺς τὴν πάρωμε. Νὰ τὴν γκρεμίσωμε καὶ νὰ τὴν ξεσχίσωμε καὶ νὰ πλύνωμε ἔτσι τὴν βρωμιὰ ἀπ’ τὸν Ἱερὸ βράχο. Τὴν εἶχαν στήσει αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν πολεμική τους σημαία oἱ Ναζὶ θριαμβευτικὰ ὡς τότε, στὴν Βαρσοβία, στὴν Βιέννη, στὴν Ἀμβέρσα, στὴν Νορβηγία στὸ Παρίσι καὶ Βελιγράδι καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὴν στήσουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τότε.
Μὰ ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα. Εἶναι ἡ μικρὴ χώρα πού ἀπ’ αὐτὴν ξεπετάχτηκε ἡ φλόγα τοῦ Πολιτισμοῦ. Εἶναι ἡ χώρα πού δίνει τὸ παράδειγμα πάντα στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῆς Ἱστορίας.
Ἦταν πολὺ ἁπλὸ μὰ καὶ πολὺ Μεγάλο. Μιὰ σημαία σήκωσε στὶς 25 Μαρτίου 1821 ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς μιὰ σημαία θὰ κατεβάζαμε καὶ μεῖς στὶς 31 Μαῒου 1941. Συμβολικὸ τὸ πρῶτο, συμβολικὸ καὶ τὸ δεύτερο. Μιὰ φούχτα ἄνθρωποι τότε ἀπειλοῦσαν τὴν Πανίσχυρη Τουρκικὴ Αὐτοκρατορία. Δυὸ παιδιὰ ἐμεῖς, θὰ προσβάλλαμε τὸ φοβερὸ τότε Γ Ράϊχ.
Καὶ βάλαμε σ’ ἐνέργεια ἀμέσως τὸ σχέδιο.
Πήραμε ἀπ’ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τὴν μεγάλη Ἐγκυκλοπαίδεια καὶ διαβάσαμε στὴν λέξη Ἀκρόπολις. Ἐκεῖ εἴδαμε ὅλες τὶς σπηλιὲς ἤ τρύπες πού ἔχει ὁ βράχος τῆς Ἀκροπόλεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ καταλάβαμε ὅτι μόνον ἀπὸ ἕνα σπήλαιο — πού εἶναι στὸ ἐσωτερικό τοῦ βράχου τῆς Ἀκρόπολης καὶ λέγεται "Πανδρώσειον ἄντρον" καὶ στὸ ὁποῖον κατὰ τὴν Μυθολογία ἐκατοικοῦσε ὁ ἱερὸς ὄφις τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ πήγαιναν οἱ ἱέρειες τοῦ Ναοῦ τοῦ Παρθενώνα και ἔτρωγε μελὸπητες στὶς ἑορτὲς τῶν Παναθηναίων — ὅτι μόνον ἀπ’ αὐτὴν τὴν τρύπα πού ἔβγαινε σὲ ἕνα βάθρο δίπλα στὸ Ἐρεχθεῖο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνεβοῦμε στὴν Ἀκρόπολη χωρὶς νὰ μᾶς δοῦν οἱ Γερμανοὶ φρουροί. Τὴν ἄλλη μέρα κι ὄλας πήγαμε καὶ ἀνεβήκαμε σὰν ἐπισκέπτες στὴν Ἀκρόπολη καὶ εἴδαμε πού ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ἡ σπηλιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀνεβαίναμε τὴν Νύκτα. Πέρασε κι αὐτὴ ἡ ἡμέρα καὶ ἦλθε ἡ ἑπομένη ἡ 30η Μαΐου 1941. Εἴχαμε ἀκούσει τὸ βράδυ ἀπ’ τὸ Ραδιόφωνο τὸ Λονδῖνο πού μᾶς εἶπε ὅτι ἡ Κρήτη ἐγκατελείφθη πιά. Πρωὶ-πρωΐ οἱ Οὖννοι μὲ τὶς Ἐφημερίδες τους καὶ μὲ προκηρύξεις μᾶς ἀνήγγειλαν γεμάτοι κομπασμὸ καὶ ὑπερηφάνια ὅτι κατέλαβον καὶ τὴν τελευταία γωνιὰ τῆς Ἑλλάδας τὴν Ἡρωϊκὴ Κρήτη.
Δὲν ξέρω τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔνοιωθα μά μοῦ φαίνεται πώς ἦταν ἕνα παράπονο μαζὶ μὲ δυνατὸ πυρεττό. Περίμενα μ’ ἀγωνία νὰ βραδυάση. Ἐπὶ τέλους βράδυασε. Συναντηθήκαμε μὲ τὸν Μανώλη καὶ ξεκινήσαμε. Ὄπλα δὲν εἴχαμε τότε. Εἶχα πάρει μαζί μου μόνον ἕνα φαναράκι ἠλεκτρικὸ κι ἕνα μαχαιράκι.
Φτάσαμε. Κάναμε μιὰ βόλτα στὰ προπύλαια μέχρι νὰ φτάση ἡ ὥρα 9 1/2 μ.μ. Τότε εἴδαμε τοὺς Γερμαναράδες νὰ εἶναι μαζεμένοι μέσα στὸ δωμάτιο τῆς εἰσόδου καὶ νὰ πίνουν κρασὶ καὶ μπύρες ἔχοντας καὶ μερικὲς κακὲς Ἑλληνίδες ἀπ’ αὐτὲς πού πουλᾶν τόν ἔρωτά τους στὰ προπύλαια πού εἶχαν τὸ Φρουραρχεῖο. Ἀκούγαμε ἀπὸ μακρυὰ τὰ κτηνώδη χάχανά τους καὶ τὰ τραγούδια τους καὶ σφίγγαμε ἀκόμη περισσότερο τὰ δόντια μας. Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα, κυτταχθήκαμε. Ἴσως νὰ μὴν ξαναβλέπαμε τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλη. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι νοιώθαμε ἕνα δυνατὸ χτυποκάρδι μὰ αὐτὸ δὲν ἀκουγόταν παρὰ ἔξω. Τὰ στήθη μας τὰ Ἑλληνικὰ τὸ πνίγανε. Εἶναι γλυκὸς ὁ θάνατος ὅταν πεθαίνης γιὰ τὰ ἰδανικά σου. Σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς δὲν ἔχεις παρὰ νὰ θυμηθῆς τὴν ἱστορία. Νὰ θυμηθῆς τὸν Λεωνίδα στὶς Θερμοπύλες, νὰ θυμηθῆς τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ἤ τὸ Μεσολόγγι ἤ τὸν Πόλεμο τῆς Ἀλβανίας κι εἶσαι ἐντάξει.
Σφίξαμε τὰ χέρια, πηδήξαμε τὰ σύρματα μπήκαμε ἀνάμεσα στὰ δέντρα. Συρθήκαμε μὲ τὴν κοιλιὰ καὶ φτάσαμε στὴν Σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητὰ κρατώντας καὶ τὴν ἀναπνοή μας ἀκόμη. Ἀρχίσαμε νὰ σκαρφαλώνουμε ἀπ’ τὰ μαδέρια τῆς σκαλωσιᾶς πού εἶχαν φτιάξει οἱ Ἀρχαιολόγοι γιὰ ἀνασκαφές. Κάτω μας τὸ βάραθρο ἄνοιγε τὸ μαῦρο του στόμα νὰ μᾶς καταπιῆ στὸ πρῶτο ξεγλύστρημα 40 μέτρα κάτω κατέβαινε ἡ σπηλιὰ καὶ κατόπιν ἀνοιγότανε τὸ χεῖλος ἑνὸς ξεροπήγαδου ἄλλα καμιὰ δεκαριὰ μέτρα. Σιγὰ-σιγὰ σκαρφαλώσαμε καὶ κάνοντας μιὰ τελευταία ἕλξη βγήκαμε στὸ ἐπάνω βάθρο. Ἀνεβήκαμε μερικὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ σηκώσαμε τὰ κεφάλια μας νὰ δοῦμε.—
Ἦταν ἕνα τέταρτο τὸ φεγγάρι. Καὶ καθὼς τὸ ἀσημένιο του φῶς ἔλουζε τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα μνημεῖα τοῦ ἅπαντου τῆς Τέχνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς νοιώσαμε μέσα μας ν’ ἀτσαλώνουμε. Εἴδαμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας τοὺς ἀθάνατους προγόνους μας νὰ στέκωνται σιωπηλοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς μὲς στὶς χλαμύδες τους τριγύρω μας καὶ νὰ μᾶς κυττᾶνε σιωπηλοὶ ἐρωτηματικὰ ἂν θὰ κάνουμε τὸ καθῆκον μας ἤ ὄχι. Ἂν καὶ δὲν πολυπιστεύω στὸ μοιραῖο ἐν τούτοις ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς νομίζω ὅτι τὸ μοιραῖον τῆς φυλῆς μας ἔρριξε τὸν κλῆρο σέ μᾶς.
Προχωρήσαμε συρτὰ μὲ τὴν κοιλιά. Μᾶς χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα ἀπ’ τὸν κοντὸ πού εἶχαν τὴν σημαία τους. Χωριστήκαμε καὶ πηγαίναμε ἀνάμεσα στὰ μάρμαρα. Πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ἦταν κανένας γερμανὸς σκοπὸς κρυμμένος. Ὅταν φθάσαμε κοντὰ στὸν κοντό, εἴδαμε τὴν ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυὸ πέτρες κι ὅταν εἴδαμε ὅτι ἦταν ἡσυχία σηκωθήκαμε ὄρθιοι καὶ προχωρήσαμε θαρρετά. Φθάσαμε στὸν κοντό. Ψηλὰ κυμάτιζε ἡ σημαία τους. Λύσαμε τὸ συρματόσχοινο καὶ τραβήξαμε γιὰ νὰ τὴν κατεβάσουμε. Μὰ τὴν εἶχαν μπλέξει στὴν κάτω ἄκρη της μὲ τὰ τρία συρματόσχοινα πού στήριζαν τὸν κοντό. Κρεμιούμαστε κι οἱ δυὸ γιὰ νὰ τὴν κατεβάσουμε μὰ δὲν κατέβαινε. Ἀρχίσαμε τότε μὲ τὴν σειρὰ νὰ σκαρφαλώνουμε στὸν σιδερένιο κοντὸ γιὰ νὰ τὴν φτάσουμε καὶ νὰ τὴν κόψουμε. Μὰ ἦταν 20 μέτρα ὁ κοντὸς καὶ λεῖος κι ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν φτάσουμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε γιὰ λίγο κι ἀπογοητευτήκαμε, σκεφτώμαστε τί νὰ κάνωμε. Νὰ φύγωμε χωρὶς τὴν σημαία τους λάφυρο, δὲν τὸ σκεφτήκαμε οὔτε μιὰ στιγμή. Καὶ μέσα στὴν ἔνταση τῆς σκέψης μας, σκεφθήκαμε ὅτι πρέπει νὰ σπάσουμε τὰ τρία συρματόσχοινα γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν κατεβάσουμε. Ἀρχίσαμε τότε μὲ τὰ χέρια μας, μὲ τὰ δόντια μας μὲ ὅτι μπορούσαμε, νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεκολλήσουμε τὰ συρματόσχοινα ἀπ’ τοὺς σκουριασμένους χαλκάδες μὲ τοὺς ὁποίους κρατιόσανε στὰ γύρω μάρμαρα. Κραυγὴ ἐνθουσιασμοῦ μου ξέφυγε ὅταν ἔσπασε τὸ πρῶτο. Κατόπιν ἔσπασε καὶ τὸ δεύτερο καὶ μετὰ τὸ τρίτο. Ἀμέσως ξεμπλέξαμε τὰ συρματόσχοινα καὶ τότε τὸ μισητὸ σύμβολο τοῦ φασισμοῦ κατέβηκε. Ἦταν μιὰ τεράτια σημαία 4μ. μῆκος καὶ 2μ. πλάτος. Στὴν μέση εἶχε τὸν Ἀγκυλωτὸ σταυρὸ καὶ στὴν ἀπάνω ἄκρη τὸν Γοτθικὸ πολεμικὸ σταυρὸ τοῦ Κάϊζερ.
Μὲ λύσσα τὴν κόψαμε ἀπ’ τὸ συρματόσχοινο καὶ τὴν μαζέψαμε. Σχίσαμε ἀπὸ ἕνα κομάτι ἀπ’ τὸν ἀγκυλωτὸ σταυρό. Τὴν ὑπόλοιπη τὴν κάναμε ρολὸ καὶ τὴν πήραμε. Προχωρήσαμε καὶ φθάσαμε. Εἶχαν περάσει 3 ὧρες περίπου ἀπ’ τὴν ὥρα πού εἴχαμε ξεκινήσει. Τὸ φεγγάρι εἶχε χαθῆ καὶ μαζὶ μ αὐτὸ καὶ οἱ ὀπτασίες τῶν προγόνων μας εὐχαριστημένες. Ὁ ἀέρας μᾶς δρόσιζε τὰ φλογισμένα πρόσωπά μας καὶ μᾶς ἔφερνε ἀπὸ μακρυὰ τὰ χάχανα τῶν Γερμαναράδων.
" Ἄ! τώρα γελάστε καὶ τραγουδῆστε ὅσο θέλετε, αὔριο τὸ πρωὶ θὰ τὰ ποῦμε" σκέφθηκα.
Κατεβήκαμε ἀπ’ τὸ ἴδιο μέρος. Γιὰ νὰ τὴν πάρουμε μαζί μας ἦταν ἀδύνατο γιατί ἡ ὥρα τῆς κυκλοφορίας εἶχε περάσει. Τότε ἀποφασίσαμε νὰ τὴν κρύψωμε μέσα στὴν ἴδια τὴν σπηλιὰ κάτω στὸ ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγὰ-σιγὰ μέχρι κάτω φτάσαμε στὸ χεῖλος τοῦ ξεροπήγαδου καὶ τὴν πετάξαμε ὅπως ἦταν τυλιγμένη σὲ μπόγο μέσα. Ἀκούσαμε τὸν γδοῦπο της καὶ ἡσυχάσαμε.
Ἀνεβήκαμε πάλι καὶ φύγαμε σιγὰ-σιγά, πηγαίνοντας σύριζα στὸν τοῖχο καὶ προσέχοντας μὴν συναντήσουμε καμιὰ Γερμανικὴ περίπολο.
Ὅταν βρισκώμαστε στὴν μέση τοῦ δρόμου περίπου γιὰ τὸ σπίτι μας. Μᾶς σταμάτησε ξαφνικὰ μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἕνας Ἕλληνας ἀστυνομικὸς πού φύλαγε σκοπὸς σ’ ἕνα δημόσιο ταμεῖο.
Στὴν ἀρχὴ σκέφθηκα νὰ τοῦ ἐπιτεθῶ μὲ τὸ μαχαίρι. Ἀλλὰ κατόπιν τοῦ μιλήσαμε εὐγενικὰ καὶ θαρρετὰ καὶ τοῦ δώσαμε νὰ καταλάβη ὅτι πρέπει νὰ μᾶς ἀφήση νὰ πᾶμε στὰ σπίτια μας χωρὶς βέβαια νὰ τοῦ ποῦμε τίποτε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς Σημαίας. Μᾶς ἄφησε καὶ φύγαμε. Φτάσαμε στὰ σπίτια μας καθησυχάσαμε τοὺς δικούς μας πού μᾶς περίμεναν γεμάτοι ἀγωνία μὴ ξέροντας πού εἴμαστε. Ὅλην τὴν νύχτα δὲν κοιμήθηκα. Καὶ τὸ πρωῒ ἦρθε ὁ Μανώλης καὶ ἀνεβήκαμε στὴν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ κυττούσαμε τὴν Ἀκρόπολη.
Μέχρι, τῆς 11 π.μ. τῆς 31ης δὲν ὑπῆρχε Σημαία στὴν Ἀκρόπολη. Ὅπως ἔλεγαν τώρα τελευταῖα μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση οἱ Ἕλληνες φύλακες τῆς Ἀκρόπολης. Ἡ Γερμανικὴ φρουρὰ ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ 20 περίπου ἄνδρες τὰ εἶχε χάσει.
Πανικὸς στὸ Γερμανικὸ στρατηγεῖο. Οἱ κοῦρσες πήγαιναν κι ἔρχονταν. Τί ἔγινε ἡ πολεμική τους σημαία; Ποιὸς τόλμησε νὰ τὴν πειράξη;
Κατὰ τὴν 11 ἡ ὥρα πῆγαν καὶ βαλαν μίαν ἄλλη στὴ θέση της πιὸ μικρή.
Μὲ τὶς ἀπογευματινὲς Ἐφημερίδες βροντοφωνήσανε οἱ Γερμανοὶ τὶς κυρώσεις τους. Ἐπῆραν τὰ δακτυλικά μας ἀποτυπώματα ἀπ’ τὸ σιδερένιο κοντὸ καὶ μᾶς κατεδίκασαν ἀμέσως μὲ ἔκτακτο στρατοδικεῖο σὲ θάνατο ἐρήμην (γιατί δὲν μᾶς ἤξεραν). Ἐπίσης ὅλους τούς τυχὸν συνενόχους μας. Μᾶς ἐπικύρηξαν καὶ μὲ χρηματικὸν ποσόν. Περιόρισαν τὶς ὧρες κυκλοφορίας τῶν πολιτῶν καὶ ἀπέλυσαν τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἀστυνομίας καὶ τοὺς διοικητὲς τῶν Ἀστυνομικῶν τμημάτων τῆς περιφερείας τῆς Ἀκρόπολης.
Ἐπίσης συνέλαβον ὅλους τοὺς ἕλληνας φύλακες τῆς Ἀκροπόλεως τοὺς ὁποίους ὅμως ἄφησαν ἐλευθέρους ἀφοῦ ἐξήτασαν τὰ ἀποτυπώματά τους καὶ τοὺς ἀνέκριναν, τὴν δὲ φρουρὰ τους τὴν κατεδίκασαν εἰς θάνατον καὶ τὴν ἐξετέλεσαν.—
1944, ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωση. Τό κοντάρι τῆς σημαίας εἶναι λυγισμένο. |
Μοῦ φαίνεται πῶς βγῆκαν λίγο ξυνὰ τὰ γλέντια τῶν Γερμαναράδων γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς Κρήτης…. Ἀμέσως τὸ νέο διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ στὴν Ἀθήνα καὶ στὸν Πειραιᾶ καὶ στὰ Περίχωρα καὶ κατόπιν σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Τὸ Λονδῖνο καὶ τὸ Κάϊρο τὴν ἄλλη νύχτα ἔπλεξαν ἐγκώμια γι’ αὐτό.
Θὰ νοιώσω ἄραγε ἄλλη φορά τὰ συναισθήματα πού ἔνοιωθα ἐκεῖνες τὶς ἥμερες ὅταν ἄκουγα γύρω μου παντοῦ τούς Ἕλληνες μὲ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία γιὰ τοὺς Γερμανοὺς νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ νὰ τὸ χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου πόλεμου τῆς ἀντίστασης; Ἔβλεπες παντοῦ τὸν Κόσμο νὰ ἔχη ἀναθαρρήση: νὰ περπατάη μὲ ψηλὰ τὸ κεφάλι ξέροντας καλὰ ὅτι τὸ καζάνι ἄρχισε νὰ βράζη πάλι....
Κι ἔτσι ἀρχίσαμε....
Ἔπειτα ἀπὸ 8 μῆνες ἐπεχείρησα, νὰ φύγω γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ πάω στὸ στρατὸ νὰ πολεμήσω πιὸ ἐνεργὰ μαζὶ μὲ τὸν Μανώλη κι ἕνα ἄλλο φίλο μου. Μὰ ὕστερα ἀπὸ προδοσία μᾶς ἔπιασαν οἱ Γερμανοί. Μᾶς κλείσανε στὶς φυλακές. Τότε σκέφθηκα ὅτι ἂν εἶχαν τὴν ἐξυπνάδα νὰ παραβάλλουν τὰ δακτυλικά μας ἀποτυπώματα ὅλα τελείωναν. Ἀλλὰ δὲν τὴν εἶχαν εὐτυχῶς.-
Καθήσαμε λίγο καιρὸ στὶς φυλακὲς ὅπου περάσαμε τοῦ κόσμου τὰ μαρτύρια (Ξύλο ἀνηλεὲς σχεδὸν καθημερινὸ ντοὺς μὲ κρύο νερὸ ἔξω στὸ κρύο κ.λπ.) ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων ἦταν ὅταν βγήκαμε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1942 ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἀμνηστεία πού μᾶς συμπεριέλαβε νὰ κάνη ὁ Μανώλης αἱμοπτύσεις.
Μόλις βγῆκα ἀπ’ τὴν φυλακὴ ὀργανώθηκα γιὰ καλὰ (εἶχε φουντώσει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ κίνημα τῆς Ἀντίστασης) κι ἄρχισα νὰ κάνω χίλιες δουλειὲς ἀπὸ κόλλημα προκηρύξεων καὶ γράψιμο στὸν τοῖχο μέχρι μεταφορὰ ὅπλων καὶ κρύψιμο κ.λπ.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1943 ἕνας χαφιὲς τῶν SS μὲ γνώρισε καὶ κουβάλησε ἀρκετοὺς ἀπὸ δαύτους νὰ μὲ πιάσουν. Τοὺς ξέφυγα πηδώντας ἀπὸ παράθυρο σὲ παράθυρο κι ἀπὸ ταράτσα σὲ ταράτσα καὶ βγῆκα στὸ Ἀντάρτικο. Κατατάχθηκα στὸν Ε.Λ.Α.Σ. καὶ τοποθετήθηκα στὴν Περιοχὴ Στερεᾶς Ἑλλάδας.
Ἔλαβα μέρος σὲ ἀρκετὲς μάχες παρατάξεως μὲ τοὺς Ναζίδες καὶ σὲ πολλὲς ἐπικίνδυνες ἀποστολὲς κι ἐκανόνισα ἀρκετοὺς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δὲ στὸ στῆθος (ἀριστερὸ ἡμιθωράκιο) πάνω ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἀπὸ τυφλὸ τραῦμα βλήματος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συμβολῆς μου στὴν ἀντίσταση τοῦ λαοῦ μας ἐν ὀλίγοις.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτά, μπροστὰ στὶς ὑπέροχες σελίδες πού ἔχει γράψει ὁ Ἑλληνικὸς λαός, στὰ τέσσερα αὐτὰ χρόνια, τῆς πιὸ σκληρῆς καὶ ἀνελέητης σκλαβιᾶς, πού εἴδαμε ποτὲ στὴν ἱστορία μας;
Ὁ Λάκης Σάντας (δεξιά), στό Γ’ Τάγμα Μακρονήσου, τό 49, μετά ἀπό ἕνα χρόνο φυλάκιση στήν Ψυτάλεια. Δίπλα του κάποιος ἄλλος ἐξόριστος. |
Οἱ βουνοκορφὲς πάλι κι οἱ
Μακρόνησος, Γ’Τάγμα Σκαπανέων, 12-9-1048. Ὁ Λάκης Σάντας( στή μέση) μέ δύο ἄλλους συνεξόριστους. |
Θὰ μποροῦσα νὰ λέω ὁλόκληρα
μερόνυχτα, εἶναι τόσα πολλά...
Λάκης Σάντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου