Μέντης Μποσταντζόγλου ( τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου - 1959 )
Μέ τίς γελοιογραφίες του πρῶτος ὁ Μέντης Μποσταντζόγλου ἔδιωξε τά γέλια ἀπό τήν παραμόρφωση. Ὁ ἐξοβελισμός τοῦ γέλιου ἀπό τήν καρικατούρα, τό ἄσχημο ἔπαψε νά εἶναι γελοῖο, ἐξαφάνιση τῆς ταυτότητος: ἀντιαισθητικό ἴσον γελοῖο. Πραγματικά αὐτόχθων γελοιογράφος, διόλου μνησίκακος, περιορίζει τήν εἰσφορά τοῦ τυχαίου, νομιμοποιεῖ ἀναμφισβήτητες προσωπικές ἀρετές. Τρεφόμενος μέ πολιτική, ζεῖ τούς τωρινούς χρόνους πλάϊ στό κρυφό μουρμουρητό τοῦ ἀποκεφαλισμένου λαοῦ, δίπλα στό ρεμπέτικο, χωρατατζής, ἡ φωνή του φωνή τῶν ἄλλων, τά γεγονότα ἐπιδροῦν σέ μία παρακαταθήκη ἰδεῶν, στόχοι του – οἱ ἐργολάβοι, τό προπό, ὁ Νομάρχης Ἡ(μί)μαθείας, ὁ Καντιώτης (πού ἀδιαφορεῖ γιά ὅλα πλήν τῶν καλλιστείων), οἱ ἀποτυχημένοι πύραυλοι, ὁ Σάχης, οἱ γριές κοσμικές, τό μεγαλεῖον τῆς Ἑλλάς, ἡ πεῖνα καί ἡ γυφτιά της, ἡ Ἀνεργί(τσ)α, ἡ διγλωσσία. Ὁ Μποσταντζόγλου εἰσάγει καυτερά θέματα. Τό ἀστεῖο συμβαδίζει μέ ὑπαινιγμούς ἐπί γεγονότων. Πουθενά ὁ μεθύστακας, ἡ πεθερά, ἡ γεροντοκόρη. Πολλαπλότητα ἐννοιῶν, οἱ γελοιογραφίες του μορφή πολιτικῆς ( καί μέ τήν εἰσβολή του στή διαφήμιση σέρνει πολιτική), ὄχι στήν ὑπηρεσία ὁρισμένης πολιτικῆς, δί’ αὐτοῦ «μετεποιήθη ἄθροον εἰς εὐφροσύνην ἡ λύπη» πίσω ἀπό τήν πρόσοψη σαλεύουν οἱ ντουφεκισμένοι, τό ἀστικό λαϊκό χρῶμα ἔντονο, ἡ καρέκλα τοῦ καφενείου, τά κοριτσόπουλα πού βολτάρουν, τιμοκατάλογοι τοῦ τοίχου. Φαινομενικά ταξιδεύει, πάει ἀλλοῦ τάχα. Ἐν τούτοις ἐδῶ παραμένει. Γεωγραφικός του χῶρος ἡ Ἑλλάδα, κι ἄς δείχνει χῶρες τῆς Ἀνατολῆς στή σειρά τῶν Σταυροφοριῶν. Σχέδια πού εἶναι περιγραφές ἐπαρχιακῶν πόλεων ὅπου ὅλοι φοροῦν τήν ἐπιφύλαξη. Τό ἐλεύθερο σκίτσο μέ θέμα ἐκτός πολιτικῆς τοῦ εἶναι ξένο, σπάνια τό χειρίζεται.
Μέ τίς γελοιογραφίες του πρῶτος ὁ Μέντης Μποσταντζόγλου ἔδιωξε τά γέλια ἀπό τήν παραμόρφωση. Ὁ ἐξοβελισμός τοῦ γέλιου ἀπό τήν καρικατούρα, τό ἄσχημο ἔπαψε νά εἶναι γελοῖο, ἐξαφάνιση τῆς ταυτότητος: ἀντιαισθητικό ἴσον γελοῖο. Πραγματικά αὐτόχθων γελοιογράφος, διόλου μνησίκακος, περιορίζει τήν εἰσφορά τοῦ τυχαίου, νομιμοποιεῖ ἀναμφισβήτητες προσωπικές ἀρετές. Τρεφόμενος μέ πολιτική, ζεῖ τούς τωρινούς χρόνους πλάϊ στό κρυφό μουρμουρητό τοῦ ἀποκεφαλισμένου λαοῦ, δίπλα στό ρεμπέτικο, χωρατατζής, ἡ φωνή του φωνή τῶν ἄλλων, τά γεγονότα ἐπιδροῦν σέ μία παρακαταθήκη ἰδεῶν, στόχοι του – οἱ ἐργολάβοι, τό προπό, ὁ Νομάρχης Ἡ(μί)μαθείας, ὁ Καντιώτης (πού ἀδιαφορεῖ γιά ὅλα πλήν τῶν καλλιστείων), οἱ ἀποτυχημένοι πύραυλοι, ὁ Σάχης, οἱ γριές κοσμικές, τό μεγαλεῖον τῆς Ἑλλάς, ἡ πεῖνα καί ἡ γυφτιά της, ἡ Ἀνεργί(τσ)α, ἡ διγλωσσία. Ὁ Μποσταντζόγλου εἰσάγει καυτερά θέματα. Τό ἀστεῖο συμβαδίζει μέ ὑπαινιγμούς ἐπί γεγονότων. Πουθενά ὁ μεθύστακας, ἡ πεθερά, ἡ γεροντοκόρη. Πολλαπλότητα ἐννοιῶν, οἱ γελοιογραφίες του μορφή πολιτικῆς ( καί μέ τήν εἰσβολή του στή διαφήμιση σέρνει πολιτική), ὄχι στήν ὑπηρεσία ὁρισμένης πολιτικῆς, δί’ αὐτοῦ «μετεποιήθη ἄθροον εἰς εὐφροσύνην ἡ λύπη» πίσω ἀπό τήν πρόσοψη σαλεύουν οἱ ντουφεκισμένοι, τό ἀστικό λαϊκό χρῶμα ἔντονο, ἡ καρέκλα τοῦ καφενείου, τά κοριτσόπουλα πού βολτάρουν, τιμοκατάλογοι τοῦ τοίχου. Φαινομενικά ταξιδεύει, πάει ἀλλοῦ τάχα. Ἐν τούτοις ἐδῶ παραμένει. Γεωγραφικός του χῶρος ἡ Ἑλλάδα, κι ἄς δείχνει χῶρες τῆς Ἀνατολῆς στή σειρά τῶν Σταυροφοριῶν. Σχέδια πού εἶναι περιγραφές ἐπαρχιακῶν πόλεων ὅπου ὅλοι φοροῦν τήν ἐπιφύλαξη. Τό ἐλεύθερο σκίτσο μέ θέμα ἐκτός πολιτικῆς τοῦ εἶναι ξένο, σπάνια τό χειρίζεται.