Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Ἀνάλεκτα καὶ καταθέσεις

Εἶναι νύχτα, βαθιὰ γεράματα. Κοντεύω τὰ πενήντα. Νὰ θυμηθῶ τὸ πρωῒ πρὶν φύγω, νὰ βάλω τὸν Geiger counter νὰ μὲ ψάξει σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμή, θέλω νὰ εἶμαι σίγουρος πὼς δὲ θὰ βρεῖ στάλα αἰσθήματα. Σηκώθηκα, εἶχα λίγο παλιὸ ξερὸ ψωμί, τὸ βούτηξα βιαστικὰ γιὰ πρωϊνό, γι’ αὐτὸ τὰ γέρικα δόντια μου στάζαν χαμομήλι. Τὸ τοπίο ὑπέροχο. Ὁ χρόνος τρέχει σὰν τρελλός. Τουλάχιστον ἔχουμε τὰ δόντια μας, παρατηρεῖ ὁ Ἄγγελος, κι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ποὺ περπατᾶμε δίπλα του, περισσότερο γιὰ νὰ παραγορηθοῦμε οἳ ἴδιοι, λέμε πὼς μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ἔχει ὅλα, ἀλλὰ τουλάχιστον ἔχει ἀρκετὰ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ στηρίζει τσιγάρο. 



Στὴ δουλειὰ πηγαίνει μέσα ἀπὸ τὸ πάρκο κι αὐτὸ τὸ κάνει ἀπὸ συνήθεια τὰ τελευταῖα χρόνια. Ὑπάρχει κάτι ποὺ τὸν κάνει νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὴ τὴν κίνηση χωρὶς νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ. Ἴσως ποὺ θυμᾶται τὴν ἱστορία ὅταν πρωτογνώρισε τὴν Πόλυ καὶ νὰ ἐλπίζει κρυφὰ πὼς θὰ τὴν ξαναδεῖ ἀκολουθώντας αὐτὸ τὸ δρομολόγιο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπορεῖ νὰ εἶναι ποὺ δὲ δίνει δεκάρα γιὰ τὸ ἂν βρέχει ἢ χιονίζει. Καὶ σ΄αὐτὴ τὴ γαμημένη πόλη συνήθως βρέχει. Ἐξ ἄλλου, τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ σὰ δικαιολογία γιὰ νὰ καθυστερεῖ λίγο περισσότερο πρὶν ν΄ἀρχίσει τὴ ρουτίνα, ἀφοῦ θὰ πρέπει νὰ στεγνώσει τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ ροῦχα του. Δὲ μπορεῖ τώρα νὰ ξεφύγει ἐντελῶς ἀπὸ τὴν καταχνιά, γι’ αὐτὸ ἐφαρμόζει ἡμίμετρα. Ὅμως θυμᾶμαι πρὶν εἴκοσι χρόνια θὰ πρέπει νἄχε ἥλιο ποῦ καὶ ποῦ, ἀφοῦ ἔβλεπα τὴν ἀφεντιά μου σὰ μιὰ κινούμενη σκοτεινὴ κηλίδα στὸ πλακόστρωτο.

Ἔλεγα γιὰ τὴν Πόλυ. Καλὸ κορίτσι ἡ Πόλυ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν εἶναι μόνο τὸ πάρκο ποὺ διασχίζει ἀπὸ συνήθεια ὁ Ἄγγελος. Καὶ τὸ φαγητό, καὶ τὸ κάπνισμα, καὶ ὁ ὕπνος, καὶ τὸ κατούρημα, καὶ τὸ ἀλκοόλ, ὅλα τώρα τὰ κάνει ἀπὸ συνήθεια. Μηχανικά. Ὄχι, μηχανικὸς δὲν εἶναι, ἀλλὰ τὰ κάνει ὅλα μηχανικά, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὶς περιπτώσεις ποὺ εἶναι ἀμήχανος. Ὅπως τότε ποὺ πρωτογνώρισε τὴν Πόλυ. Ἡ Πόλυ λιαζόταν καὶ κάπνιζε μὲ συνοδεία καφὲ σὲ πλαστικὸ ποτήρι, ἐνῶ ξεδιάλεγε τσαχπίνικα ντομάτες στὸ γωνιακὸ μανάβικο, λίγο πρὶν μπεῖς στὸ πάρκο. Ἐκεῖ τὴν εἶδε πρώτη φορά. Οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸ καφενεῖο (ἡ ἀφεντιά μου, ὁ Πλάτωνας, ὁ ἀόμματος, ὁ ξηροκαρπίτης) κάναμε χειρονομίες σὲ στὺλ “μὰ γιατί δὲ τὴ χουφτώνεις βρὲ χαζοβιόλη;” Ὅμως ἐκεῖνος, σὰν κι ἐμᾶς, ἀκατάλληλος γιὰ αἱματηρὸ ἀγώνα. Τί θὰ ἦταν ὁ θεατὴς χωρὶς θέαμα; Ἕνα τίποτα, μιὰ παράλογη ἔννοια. Μάτια γεμάτα φιλολογίες, εἶδος ὠχρῆς κηλίδος, κοντὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μπορεῖ καὶ παραπάνω. Κάποιος τώρα κορνάρησε καὶ θυμήθηκα τὸν πυρετὸ του ρὲ σὺ Πόλυ καὶ σένα νὰ τοῦ ἀλλάζεις κομπρέσες. Μετὰ πέσανε ὅλα μαζεμένα. Ἡ ἐξουσία, ἡ πολιτική, ἡ ρητορεία, ἡ οἰκονομία, ἡ χαμηλὴ μισθοδοσία, ἡ ἰδιοκτησία ἀκινήτων, οἱ ἑταιρεῖες, ἡ διάσπαση, τὰ ρήγματα, οἱ πατερίτσες, τό ΔΝΤ, ὅλα αὐτὰ ποὺ στρέφουν τόν ἄνθρωπο κατά τοῦ ἀνθρώπου, καί πλουτίζουν οἱ ἔντιμοι ἀπατεῶνες. Γιὰ νὰ δράσεις πρέπει νὰ εἶσαι τυλιγμένος τὸ πέπλο τῆς ψευδαίσθησης. Εἶπα ψευδαίσθηση. Αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικό της Πόλυ. Ζοῦσε, ἀνάσαινε μὲ τὴν ψευδαίσθηση. Οἱ ἄλλοι, ἐμεῖς, στὸ καφενεῖο, λέγαμε πώς κάτι ἄλλαξε στὸν Ἄγγελο ἀπὸ τότε ποὺ γνώρισε τὴν Πόλυ. Ἀραίωσε πολὺ τὶς ἐπισκέψεις. Ὁ χαιρεκάκης εἶχε νὰ τὸ λέει: “Μὰ πῶς νὰ μὴν ξεκόψει; Πέρασε ὁλόκληρο τὸ χρόνο ν΄ἀκούει τὴν Πόλυ νὰ τὸν ἀποκαλεῖ διάνοια. Νὰ κάτσει τώρα νὰ μιλήσει μαζί μας εἶναι ὑποβιβασμὸς κατηγορίας. Ἤτανε μιὰ χαρὰ παιδὶ πρὶν ξημερώσει τὸ πρωϊνὸ ποὺ γνώρισε τὴν Πόλυ. Μετὰ ἀπὸ τὴ μεταμόρφωση πού τὸν ἔκανε αὐτὴ ἡ γυναίκα χαίρομαι ποὺ ξεκουμπίστηκε.” Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς μὲ ἄρεσε ὁ γελαστός, χωρὶς ὑπολογισμούς, χωρὶς εὐγνωμοσύνη, χωρὶς φόβο, τρόπος ποὺ δεχόταν ὁ Ἄγγελος τὰ ἄμεσα δῶρα τῆς ἡμέρας, τὸ ἀστεῖο, τὴν εἰρωνία, τὴν ἐλαφρότητα, τὸ σαρκασμό, τὴν κλίση του πρὸς τὴ γελοία πλευρὰ ὅλων ὅσων ἔβλεπε γύρω, τὴν ἄνεση νὰ ξηλώνει μ΄εὐκολία τὴν ἀνοησία καὶ τὴν κακία. Ἔνοιωθα ἄβολα κι ἐγὼ ὅταν ἔβλεπα πὼς μᾶς κρατοῦσε πιὰ σὲ κάποια ἀπόσταση.

Ὁ ἐνδοκρινολόγος ποὺ τοὺς ἤξερε καλύτερα ἔλεγε πώς ἡ Πόλυ εἶχε μιὰ παράξενη ἐπιρροὴ ἐπάνω του. Δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν καὶ σένα Ἄγγελε, τὸν ἔλεγε. Ἐνενήντα ἐννέα τοῖς ἑκατὸ τῶν ἀνθρώπων ἐκεῖ ἔξω ἔχουν μόνο τὴν ἐπιφάνεια καὶ κάτω ἀπ΄αὐτὴ δὲν ὑπάρχει τίποτα. Δὲν ἔχουν κανένα ἂπ΄αὐτὰ τὰ στρώματα ποὺ ἔχει ἡ πολυσύνθετη προσωπικότητα. Ἄγγελε εἶσαι ἁπλὰ τυλιγμένος καὶ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνεις εἶναι νὰ βρεῖς τὸ θάρρος νὰ ξετυλίξεις τὸ ταλέντο σου ὅσες ἀμφιβολίες καὶ νὰ ἔχεις γιὰ τὸ τί θὰ βρεῖς στὰ ἀπὸ κάτω στρώματα.

Ξαπλωμένος ἀνάσκελα σὰ φακίρης πάνω ἢ ἀνάμεσα στὶς λέξεις ὁ πόνος δὲ διαφέρει.
-Πῶς τὰ πηγαίνεις; ρωτᾶ ἕναν κουτσὸ ὁ τυφλὸς
-Ὅπως βλέπεις καλά, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος

Εἶδα τὸν Ἄγγελο πάλι τὶς προάλλες μετὰ ἀπὸ καιρὸ στὸ καφενεῖο. Δῶστε μου μιὰ vodka μὲ blue curacao παρακαλῶ, παρήγγειλε μὲ κινήσεις τῶν χεριῶν ποὺ ἐκδήλωναν βιασύνη. Ὥσπου νὰ προλάβω νὰ τὸν μιλήσω εἶχε φύγει. Ὁ Ἄγγελος πρέπει νὰ ἔχει πλήρη συνείδηση τῆς ἔννοιας τοῦ μόνου. Δὲν ξέρω ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἀποχωροῦν ἀπό τή ζωή μας. Ὅταν ξανάρθει καί τόν δῶ πολὺ θὰ ἤθελα νὰ τὸν ρωτήσω.

4 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στίχοι: Μάνος Ἐλευθερίου
    Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
    Πρώτη ἐκτέλεση: Σταμάτης Κραουνάκης -Δάφνη Λέμπερου

    Χρόνια σὰν τριαντάφυλλα ξερὰ μὲς στὰ βιβλία,
    τὰ δένδρα ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ἔχουν μαρμαρωθεῖ…
    Χιόνι παλιὸ καὶ μάλαμα, σὰν ἀκριβῆ φιλία
    κορίτσια ποὺ γεννήθηκαν κρατώντας τὸ σπαθὶ

    Ἄρχισες πάλι ἀνέκδοτα, τὰ ἐπαρχιακά σου,
    Φόρεσες ὅλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ μεταξωτὰ
    Τὴ νύχτα ποὺ ’χεις μέσα σου, τὴ λὲς μὲ τὸ ὄνομά σου
    Πίνεις τὸ τσάι σου καυτὸ μὲ δύο ζαχαρωτὰ

    Χρόνια πολλά, ἀπ’ τὸ 20, εἷν’ ἡ λιθογραφία
    σερβίρονται τὰ παγωτά, καφέδες ἀχνιστοὶ
    Παραθαλάσσιος καφενὲς σὲ κάποια ἐπαρχία
    ἐκεῖ ποὺ ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι μόνο γονατιστοί.

    Ἄρχισες πάλι ἀνέκδοτα, τὰ ἐπαρχιακά σου,
    Φόρεσες ὅλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ μεταξωτὰ
    Τὴ νύχτα ποὺ ’χεις μέσα σου, τὴ λὲς μὲ τὸ ὄνομά σου
    Πίνεις τὸ τσάι σου καυτὸ μὲ δύο ζαχαρωτὰ

    Χρόνια σάν τριαντάφυλλα
    ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ἔντυσα τό κείμενο καί μουσικά, νομίζω ταιριάζει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο
    Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δύο σύμφωνα
    ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
    που μυρίζανε.
    Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
    Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη τού μονόπρακτου:
    ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
    Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
    το πρόβλημα του Αίγισθου:
    διαβήτες, Κληταιμήστρες, τρίγωνα
    τα τσιγάρα που μου τέλειωσαν
    το πρόβλημα της αποχέτευσης
    σε διαμερίσματα Ερινύων
    το δυσκίνητο λεωφορείο
    ΑΝΩ ΛΟΙΣΑ-ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
    το κοφτερό τσεκούρι
    η μόνη λύση σε Μυκήνες.
    Κόφτο λοιπόν να τελειώνουμε.

    Εκτωρ Κακναβάτος

    ΑπάντησηΔιαγραφή