Οἱ 5 ἀναρχικοί τοῦ Σικάγου |
«… Ἡ ἀνυπακοή, στὰ μάτια ὅποιου ἔχει διαβάσει Ἱστορία, εἶναι ἡ προπατορικὴ ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἀνυπακοὴ γεννήθηκε ἡ πρόοδος, ἀπὸ τὴν ἀνυπακοὴ καὶ ἡ ἐπανάσταση…Ἕνας χάρτης τοῦ κόσμου ποὺ δὲν περιέχει τὴν Οὐτοπία, δὲν ἀξίζει νὰ τὸν κοιτάξεις καν, γιατί ἀφήνει ἔξω τὴν μόνη χώρα ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα γιὰ πάντα θὰ προσγειώνεται. Καί, ὅταν προσγειωθεῖ, κοιτάζει πέρα καί, βλέποντας μία καλύτερη χώρα, ξεκινάει γιὰ κεῖ. Πρόοδος εἶναι ἡ ὑλοποίηση τῆς μιᾶς μετὰ τὴν ἄλλη Οὐτοπίας…» ( Ὄσκαρ Οὐάϊλντ - Ἡ Ψυχὴ τοῦ Ἀνθρώπου στὸ Σοσιαλισμὸ)
Β) «Τὴν 27.4.1944 κομμουνιστικαὶ συμμορίαι, παρὰ τοὺς Μολάους, κατόπιν μίας ἐξ ἐνέδρας ἐπιθέσεως, ἐδολοφόνησαν ἀνάνδρως ἕνα Γερμανὸ στρατηγὸ καὶ τρεῖς συνοδοὺς του ἀξιωματικοὺς καὶ ἐτραυμάτισαν πολλοὺς Γερμανοὺς στρατιῶτες. Εἰς ἀντίποινα θὰ ἐκτελεσθοῦν:1. Ὁ τυφεκισμὸς 200 κομμουνιστῶν τὴν 1η Μαΐου 1944. 2. Ὁ τυφεκισμὸς ὅλων τῶν ἀνδρῶν, τοὺς ὁποίους θὰ συναντήσουν τὰ γερμανικὰ στρατεύματα ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Μολάων πρὸς Σπάρτην, ἔξωθι τῶν χωρίων.Ὑπὸ τὴν ἐντύπωσιν τοῦ κακουργήματος τούτου, Ἕλληνες ἐθελονταὶ ἐφόνευσαν αὐτοβούλως 100 ἄλλους κομμουνιστάς. Ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς Ἑλλάδος».
Ἡ παραπάνω ἀνακοίνωση τοιχοκολήθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ δημοσιεύθηκε στὸν κατοχικὸ τύπο, τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1944. Οἱ 200 κρατούμενοι κομμουνιστὲς τοῦ Χαϊδαρίου πού ἐκτελέσθηκαν τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ 1944, ἀποτελοῦντο ἀπὸ 170 πρώην κρατούμενους τῆς Ἀκροναυπλίας στοὺς ὁποίους ἡ μεταξικὴ δικτατορία εἶχε ἀρνηθεῖ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν πατρίδα τους, καὶ 30 πρώην ἐξόριστους ἀπό τήν Ἀνάφη. Στο Χαϊδάρι βρίσκονται κρατούμενοι, κατά την διάρκεια τῆς δικτατορίας τῆς 4ης Αὐγούστου ἔγκλειστοι σε διάφορα μέρη. Ἡ κυβέρνηση Τσουδεροῦ πού ἔχει ἀναχωρήσει για την Κρήτη και ὁ ὑπουργός της Μανιαδάκης ἐπικεφαλῆς τοῦ κλιμακίου πού παραμένει στην Ἀθήνα, δεν ἀπελευθερώνουν τους κρατούμενους ἀλλά τους παραδίδουν στον καταχτητή. Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Ναπολέων Σουκατζίδης,κομμουνιστὴς,
Γ) Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο " Στρατόπεδο τοῦ Χαϊδαρίου", τοῦ συγκρατούμενου τῶν 200 Θέμου Κορνάρου, ὅπου περιγράφει τὴν σκηνὴ στήν αὐλή τοῦ στρατοπέδου, πρίν τούς μεταφέρουν μέ φορτηγά στό Σκοπευτήριο γιά τήν ἐκτέλεση.
«…Στὴν αὐλὴ τῶν μαγειρείων συγκεντρώθηκαν. Τὸ Στρατόπεδο διαλύθηκε. Αἰσθάνεσαι σὰ νὰ πέρασε μίαν ἐγχείρηση ὀδυνηρὴ τὸ σύνολο τοῦ Στρατοπέδου. Χωρὶς ὑπνωτικὰ ἔσυραν καὶ κάρφωσαν τὰ νυστέρια στὸ κορμί του. Καὶ τ’ ἀφαιρέσανε τὴν καρδιά. Τριγυρίζουμε τοὺς διακόσιους. Κοντὰ μας εἶναι κι οἱ Γερμανοί. Οἱ φρουροὶ ξεχάστηκαν νὰ βλέπουνε, καὶ τ’ αὐτόματα κρέμονται στοὺς ὤμους τους σὰ θλιβερὰ ὄργανα, ὕστερα ἀπὸ μία μάχη ποὺ ἔσβησε ὅλη τὴ γνωστὴ θεωρητικὴ τῶν πολέμων.
Ὅλοι τους κρατοῦνε τὰ πράγματά τους στὰ χέρια. Πράγματα! Ποῦ εἶναι τὰ κουστούμια, τὰ μπαούλα καὶ οἱ κουβέρτες τους;
Σύμφωνα μὲ τὸν κανονισμὸ αὐτὰ εἶναι λεία πολέμου. Καὶ πρέπει νὰ παραδοθοῦν ἐδῶ, πρὶν νὰ ξεκινήσουνε. Παραδίνονται γιὰ νὰ σταλοῦν στὴ Γερμανία.
Οἱ κατάδικοι πρόλαβαν. Πῆρε καθένας ἀπὸ κάτι. Οἱ ἴδιοι οἱ μελλοθάνατοι τὰ μοίρασαν. Αὐτὰ δὲν εἶναι ὁποιαδήποτε πράγματα, ποὺ μποροῦνε μ’ αὐτὰ νὰ οἰκονομηθοῦνε οἱ γερμανικὲς συνοικίες. Εἶναι λάβαρα. Εἶναι θυμητάρια ἱερὰ κι ἁγιασμένα. Γίνονται φλάμπουρα στοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων.
Γι’ αὐτὸ τοὺς βλέπεις ἐδῶ, ἕτοιμους νὰ παραδώσουν μόνο μία ξεσκισμένη ξεθωριασμένη κουβέρτα.Ὁ διοικητὴς τὸ παίρνει εἴδηση. Ὅμως δὲ μιλεῖ. Τί νὰ πεῖ; Φωνάζει τὸ Ναπολέοντα χωριστά. Τοῦ μιλεῖ πολλὴ ὥρα. Αὐτός, ἀκούει προσεχτικά, σοβαρός, καὶ μία ρυτίδα, κοφτὴ σά σπαθιά, αὐλακώνει κάθετα τὸ πλατύ, φωτεινό του μέτωπο.
Ὁ διοικητὴς χειρονομεῖ, δὲν κουμαντάρει τὰ χέρια του καὶ οἱ χειρονομίες του δὲν ἁρμονίζονται καθόλου μὲ τὸ ὅλο του παρουσιαστικὸ καὶ μὲ τὸ παρακαλεστικὸ ὕφος τοῦ προσώπου. Σὰ ζητιάνος, ποὺ παρακαλεῖ γονατιστός, ἀπὸ τὴν ὄψη του ξεχειλᾶ ἡ δουλικότητα καὶ μὲ τὰ χέρια ἀγωνίζεται νὰ δείξει τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ δὲν ἔχει. Κάνει τὴν ὕστατη προσπάθεια νὰ μεταπείσει τὸν Ναπολέοντα νὰ μὴ ἐπιμένει. Νὰ δεχτεῖ τὴν ἀντικατάστασή του μ’ ἕναν ἄλλο. «..Γιατί αὐτὸς εἶναι χρήσιμος καὶ γιὰ σήμερα καὶ γιὰ αὔριο».
- Ἡ ζωὴ τοῦ κάθε Ἕλληνα, κύριε διοικητά, ἀξίζει ὅσο κι ἡ δική μου. Μία Μάνα τὸν περιμένει κι αὐτὸν ὅπως καὶ μένα. Εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ἐνδιαφέρο καὶ γιὰ τὴν ἀξία πού μου δίνετε. Ἀλλά, μόλις δεχτῶ τὴν πρότασή σας, αὐτόματα παύω νὰ εἶμαι ἔγω. Γίνομαι τίποτα. Καὶ κάτι χειρότερο: Δολοφόνος καὶ προδότης! Γιατί μὴν ξεχνοῦμε κ. διοικητά, πῶς ἐσε[ςὶ εἶστε πάντα καταχτητὴς κι ἐγὼ ἀγωνιστὴς γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας μου. Εἴμαστε ἐχθροί!.
Ὁ Διοικητὴς ἐπιστρατεύει καὶ τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα:
- Σ’ ὅποιο στρατόπεδο κι ἂν ἀνήκουν οἱ ἀληθινοὶ ἥρωες, ἡ στρατιωτικὴ τιμὴ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ τοὺς σεβασθοῦμε.
-Πολὺ σωστά! Ἀλλὰ ἐσεῖς κάνετε τὸ ἀντίθετο. Θέλετε τὸν ἐξευτελισμό τους.
- Πῶς λοιπόν; Μὰ γιατί Ναπολέων!
- Δέχεστε νὰ βάλετε στὴ θέση μου τὸν πιὸ σκάρτο Γερμανὸ στρατιώτη; Ὄχι ὅμως Ἕλληνα. Τότες δέχομαι τὴ ζωὴ καὶ σᾶς ἀναγνωρίζω τὴν καλὴ πρόθεση καὶ τὴν ἰπποτικὴ συμπεριφορὰ πολεμιστὴ πρὸς πολεμιστή!
Ὁ διοικητὴς ἐσώπασε! Χτυπᾶ τὸ Ναπολέοντα στὸν ὦμο καὶ τοῦ δίνει τὸ χέρι του.
-Δὲν ὑπῆρξες ποτὲ σκλάβος, τοῦ λέει.
Καὶ μ’αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν ἀποχαιρετᾶ καὶ παραδέχεται τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν ἧττα του, σὰν καταχτητὴς καὶ σὰν ἄτομο.
Τά αὐτοκίνητα μὲ τὴ φρουρὰ συνοδείας, περιμένουν ὄξω ἀπὸ τὴν πύλη. Ἐκεῖ σταμάτησαν ἀπὸ τὸ πρωί. Κάθε τόσο ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικὸς καὶ ρωτάει, ἂν εἶναι ὥρα νὰ μποῦνε. Αὐτὸς ἀπαντᾶ ξερά, βλοσυρά, ἀπότομα, ὄχι!
Δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ τοὺς μεταφέρουνε στὸ 15, γιὰ νὰ γδυθοῦνε. Στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα σέρνεται ὁ κάθε μελλοθάνατος μόνο μὲ τὰ ἐσώρουχα. Κουστούμι, παπούτσια, καπέλο, παραδίνονται. Λεία πολέμου. Ἢ πιὸ σωστά, μερίδιο τοῦ γερμανικοῦ Λαοῦ, ἀπὸ τὴ λαφυραγωγία τῆς Εὐρώπης. Κουρελάκια κι’ ἀποφόρια εἶναι ἡ ἀμοιβή του, ἐπειδὴ ἐδέχτηκε τὸ ναζισμὸ καὶ τὸν ἐστήλωσε μὲ καντάρια αἵματα, μὲ τὰ ἑκατομμύρια πτώματα τῶν παιδιῶν του. Ἂν εἶχε λίγη φαντασία αὐτὸς ὁ Λαός!
Μὰ τότε δὲν θὰ ἦταν αὐτός! Δὲν θὰ ἤτανε ὁ θλιβερότερος κι ὁ μόνος ἀξιομίσητος δοῦλος τῆς ἱστορίας.
Οἱ μελλοθάνατοι ἀρνοῦνται νὰ βοηθήσουν στὸν ἐμπαιγμὸ αὐτοῦ του Λαοῦ. Δὲν εἶναι αὐτοὶ πού μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο θὰ ἐνισχύσουνε τὸν τύραννο νὰ δημαγωγεῖ καὶ ν’ ἀπατᾶ τὸν δοῦλο καὶ τὸ θύμα του. Ἔπειτα, τὴ ληστεία τῶν νεκρῶν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα τὴ λέει «ἱεροσυλία», ὄχι λεία πολέμου. Ἐκεῖ μπροστά μας, κάτω ἀπ’ τὴ μύτη ταῶν Γερμανῶν, συνεννοοῦνται καὶ παίρνουν ἀπόφαση: Θὰ τουφεκιστοῦμε ντυμένοι.
Τὴν ἀπόφαση τὴν ἐπιβάλλουνε. Ὁ Ναπολέων τὴν κάνει γνωστὴ στὸ διοικητή. Ἂν ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι καταχτητὴς στὸν τόπο τοῦτο, θὰ τὴν ἀπόρριπτε. Μὰ τώρα… μήτε αὐτὸς δὲν ξέρει πιὰ τί μπορεῖ νὰ εἶναι. Ἡ κατάντια του ἔφτασε στὸ σημεῖο ν’ ἀμφιβάλλει καὶ γιὰ τὸ ὅτι βλέπει καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἀκούει. Παράλυσε, κι ὄχι μόνο θὰ πᾶνε ντυμένοι, φρέσκοι, σιδερωμένοι, νὰ παρουσιαστοῦνε στὸ Θάνατο, μὰ καὶ θὰ τσαλαπατήσουνε πιὸ μπροστά, ἐδῶ σὲ τούτη τὴν αὐλή, τὸν κάθε ἐχθρό, εἴτε καταχτητὴς λέγεται εἴτε Χάρος. Μὲ τὸν πρῶτο ξόφλησαν. Τὸν ἐξευτέλισαν, τὸν ἔχουνε καὶ στέκεται ἄβουλος κι ἀνίκανος νὰ παρακολουθεῖ μὲ ποιὸ μεγαλεῖο ἐκδηλώνεται αὐτὸ τὸ θαῦμα, πού λέγεται ἑλληνικὴ ψυχή.
Μὲ τὸν δεύτερο, μὲ τὸ Χάρο, ἀπομένει νὰ τὰ ποῦνε ἀκόμη. Ὁ γέρο Μῆτσος ὁ καπνεργάτης, ὁ Μῆτσος Ρόδης, ἀπὸ τὴν Καβάλα, ἀνοίγει τὸν χορό.
Διακόσια κορμιὰ ταλαντεύονται, μεταπατοῦνε γρήγορα, ἀνησυχοῦνε ἀπ’τὰ νύχια ὡς τὴν κορφή, λὲς καὶ ζητοῦνε ἀπὸ τὴ Γῆς νὰ σταματήσει ἀμέσως τὸ στριφογύρισμά της στὸ κενό. Ἂν γυρεύει, μὲ τὴν αἰώνια περιστροφή της, νὰ βρεῖ κολῶνες γιὰ νὰ στηριχτεῖ καὶ νὰ γεφυρώσει τὸ χάος, νὰ ἐδῶ 200 κολῶνες γι' αὐτὸ τὸ σκοπό. Μὲ τὰ νύχια τοῦ δεξιοῦ τους ποδιοῦ πατοῦνε στὸν πόλο τῆς Ζωῆς καὶ μὲ τ’ἀριστερὸ φταρνίζουνε τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ Θανάτου. Τὸ ἔδαφος τοῦ καινούργιου χώρου ποὺ πατοῦνε εἶναι στὸ σκοτάδι, εἶναι χαλαρό, ἀνεξερεύνητο. Κι’ὅμως πρέπει νὰ τολμήσουνε τὴν ἐξερεύνηση καὶ τὴν κατάχτηση γιὰ νὰ δώσουνε νόημα στὴν ἐφήμερη ζωή. Ταλαντεύονται. Στηρίζονται μόνο στὴ μύτη τοῦ ἑνὸς ποδιοῦ. Ἀποσύρουνε τ’ἄλλο ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ χῶρο. Τραβοῦνε καὶ πάλι ὅλο τὸ βάρος πάνω στὴ Γῆ. Τινάζονται ψηλά, παλεύουνε μ’αὐτὸ τὸ βάρος, παλεύουνε μὲ τὸν ἀέρα, ξαναγγίζουνε στὴν στριφογυριζούμενη Γῆ καὶ ξανατινάζονται ψηλὰ στὸν ἀέρα.
Δέ λέγεται πιά τοῦτο χορός ἀνθρώπων τοῦ πλανήτη μας. Εἶναι ἡ τρομερή προσπάθεια ἄγνωστων Τιτάνων νά πετύχουνε προσαρμογή στό γενικό ρυθμό τοῦ Σύμπαντος, στό γενικό χορό τοῦ Σύμπαντος, γιά νά καταχτήσουν τή στιγμή πού πρέπει νά σφεντονιστοῦνε στό κενό, καί νά πατήσουνε μ’ ὅλο το βάρος τους ὁλόρθοι, ἔτοιμοι γιά θεμέλιωμα καί ανοικοδόμηση, στό χαλαρό χῶρο τοῦ Θανάτου.
Σκοπὸς τους εἶναι νὰ πᾶνε ἐκεῖ σὰν ἀγωνιστὲς κι ὄχι σὰν θύματα. Σὰν καταχτητὲς κι ὄχι ὑποταχτικοὶ τῶν φυσικῶν νόμων.
Τὸ πόδι τὸ ἕνα τινάζεται πάλι στὸν ἄδειο χῶρο. Δισταχτικὰ ἀγγίζει καὶ προσπαθεῖ μὲ τὴν ἁφὴ νὰ μαντέψει, νὰ εἰδοποιήσει. Ἡ ψυχὴ τὸ εἰδοποιεῖ, στὴ γλῶσσα τὴ δική της, νὰ σταματήσει τὰ πισωγυρίσματα καὶ νὰ τολμήσει. Τότε ἀκούγεται αὐτὴ ἡ φωνὴ καὶ στ’αὐτιὰ τὰ δικά μας, σὰν τραγούδι ἀπόκοσμο ποὺ μόνο τὰ λόγια του γρικοῦμε, μὰ τὴν οὐσία δὲν τὴ νοιώθουμε. Δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ ἀκόμη. Ὁ ἀέρας ἠλεχτρίζεται λές, μεθᾶ καὶ τραγουδᾶ καὶ κεῖνος, μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ δίνουνε τὶς στερνὲς προσταγὲς στὸ κορμί, γιὰ τὴν ἕφοδο.
-Ἔχε γειά καημένε κόσμε…
Τὰ λόγια τὰ ξέρουμε καὶ μεῖς. Τὰ προσαρμόζουμε καὶ στοῦ χοροῦ τὸν ρυθμό. Μὰ εἶναι σὰ νὰ λέμε μοιρολόι κι εἶναι σὰν νὰ παρακαλοῦμε τὸ μαγνήτη τῆς Γὴς νὰ λυπηθεῖ τὸ δοῦλο του καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ φύγει γιὰ τ’ ἄγνωστο.
Τοῦτοι δῶ λὲς καὶ νικήσανε αὐτὸν τὸν μαγνήτη, καὶ μὲ τὸ τραγούδι τους δὲν ἀποχαιρετοῦνε κανέναν ἀφέντη καὶ καμμιὰ δουλεία.
Εἰδοποιοῦνε θριαμβευτικά, πὼς φεύγουνε πάνοπλοι γιὰ τὴν ἐκστρατεία τῆς ζωῆς ἐναντίον τοῦ θανάτου.
Ἐμεῖς στεκόμαστε τόσο μακριά! Μόνο σὰν ὄνειρο τοὺς βλέπουμε καὶ τοὺς ἀκοῦμε.
Πραγματικοὶ θεατὲς σ’ αὐτὴν τὴν ἀνιστόρητη ἐξόρμηση εἶναι ἄλλοι:
Ὁ Πέμπτος αἰώνας ἀκέραιος, στέκεται βλέπει καὶ κρατᾶ τὴν ἀναπνοή του, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει τοὺς καλλιτέχνες του στὴ σύλληψη τῆς ἀνώτατης δημιουργίας τους.
Οἱ Θερμοπύλες παρουσιάζουνε ὄπλα κι ἕνας τρανὸς Βασιλέας μιλεῖ σὲ τρακόσους διαλεχτούς: «Προσκυνῆστε, τοὺς λέει, καὶ παραδῶστε σὲ τούτους τοὺς 200 τῶν στενῶν τὴ φρούρηση!»
Ἕνας ρασοφόρος ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνα ἐνθουσιάζεται καὶ ξαναγυρεύει σπαθί!»
Ἡ σκλαβωμένη πατρίδα τρέχει μὲ λυμένα πιὰ τὰ χέρια, ξεσχισμένο χιτώνα καὶ μαλλιὰ στὸν ἄνεμο, γιὰ νὰ προλάβει.
- Εὐχαριστῶ, τοὺς λέει. Τὴν ψυχή μου ἔχασα. Ἐσεῖς τὴν στεγάσατε ὀχτὼ μαῦρα χρόνια. Στ’ὄνομα τὸ δικό μου, σᾶς ἔσυραν οἱ ληστὲς στὶς φυλακές, στοὺς δρόμους τῶν μαρτυρίων καὶ στὶς ἁλυσίδες τοῦ μεσαίωνα. Ἀνήμπορη, σκλάβα, χωρὶς λαλιά, σᾶς παρακολουθοῦσα. Πρώτους ἐσᾶς θὰ θυμηθῶ, διαλεχτοὶ προμάχοι, στὴ Μεγάλη Δίκη γιὰ τ’ἀνομήματα ποὺ κάναν στ’ὄνομά μου. Εἶστε οἱ ἀσύγκριτοί της ἱστορίας μου!..Τώρα, ποὺ δὲν εἶστε πιὰ Ἕλληνες, ἀλλὰ τοῦ κόσμου ὅλου καμάρι καὶ δόξα, μὴν ξεχνᾶτε παιδιά μου, πὼς ἐγὼ σᾶς ἐγέννησα!..
Αὐτὸ δὲν τὸ ξεχνοῦνε. Καὶ πατώντας τὸ στερνὸ βῆμα τοῦ χοροῦ στοῦ Χαϊδαριοῦ τὸ ἔδαφος, τινάζονται καὶ φεύγουν σ’ἄλλους χώρους τραγουδώντας τὴν ἀπόκρισή τους στὴ στερνὴ παράκληση τῆς πατρίδας:
-Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη!...
Σκοπευτήριο Καισαριανῆς 1-5-1944 |
Δ) Μία ἱστορία τοῦ Χιλιανοῦ συγγραφέα Λουὶς Σεπούλβεδα μὲ τίτλο «Ὁ πειρατὴς τοῦ Ἔλβα», ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Πέτρος Παπακωνσταντίνου στὸ βιβλίο του «Ἡ ἐποχὴ τοῦ φόβου-Αὐτοκρατορία τῶν ΗΠΑ καὶ δικτατορία τῆς ἀγορᾶς»
Τὸ 1400 οἱ δυνάμεις τοῦ Νόμου καὶ τῆς Τάξης κατάφεραν νὰ συλλάβουν τὸν ἡγέτη τῆς ἀνταρσίας , μαζὶ μὲ πολλοὺς συντρόφους του. Ὁ δήμαρχος τοῦ Ἀμβούργου Σίμον φὸν Οὔτρεχτ τοὺς ὁδήγησε μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες στὴ λαιμητόμο. Ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, ὁ Στέρτεμπεκερ του ἔκανε μία ἀλλόκοτη πρόταση: νὰ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἐκτελεστεῖ καί, γιὰ κάθε βῆμα ποὺ θὰ ἔκανε τὸ ἀκέφαλο σῶμα του, νὰ χαριστεῖ ἡ ζωὴ ἑνὸς συντρόφου του. Πρὸς
Klaus Stortebeker |
Ἓξ αἰῶνες ἀργότερα στὸ βιομηχανικὸ Ἀμβοῦργο ὑπάρχει μία ὁδὸς Σίμον φὸν Οὔτρεχτ, πρὸς τιμὴν τοῦ δημάρχου πού ἔβαλε τέλος στὴν «τρομοκρατία» τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλὰ σχεδὸν κάθε ἐργατικὴ Πρωτομαγιὰ οἱ διαδηλωτὲς ξηλώνουν τὶς πινακίδες μὲ τὸ ὄνομα τοῦ δημάρχου-δημίου καὶ τὶς ἀντικαθιστοῦν μὲ ἄλλες, ποὺ γράφουν « Ὁδὸς Κλάους Στέρτεμπεκερ»!
Μάης τοῦ 36 -Θεσσαλονίκη
Ἠ ἱστορία τοῦ στρατοπέδου -μπλόκ 15
Ἀκροναυπλία-Χαϊδάρι-Σκοπευτήριο
Πρωτομαγιά στήν Ἑλλάδα καί στόν κόσμο
Ἡ Πρωτομαγιά τοῦ Σικάγο
Ἡ μπαλλάντα τῆς Πρωτομαγιᾶς
Πῶς γεννήθηκε ἡ ἐργατική Πρωτομαγιά
Σαββατόβραδο στή Καισαριανή –Σ. Ξαρχάκος-Λ.Παπαδόπουλος –Γρ. Μπιθικώτσης | Which Side Are You On? Natalie Merchant |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου