Α)Μαχητὴς τῆς ζωῆς - ἐργάτης τῆς Τέχνης
http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=4/5/2011&id=13538&pageNo=27&direction=1
«Ἔφυγε» χτὲς σὲ ἡλικία 84 χρόνων
Σεμνὸς «μαχητὴς» - ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια του μέχρι τὸ τέλος του - «στὴ γαλέρα τῆς ζωῆς» ποὺ «τράβηξε ἄγριο κουπὶ» ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὁ Θανάσης Βέγγος, πέρασε, χτὲς στὶς 7 π.μ., στὴν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου, τοῦ θεάτρου, τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ εὐρύτερα, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγώνων τοῦ λαοῦ μας.
Ὁ θάνατός του λύπησε πανελλήνια τὸ λαό, γιατί ὁ Βέγγος ἦταν, παρέμεινε, ἀγωνίστηκε, ἔζησε, βιοπάλεψε καὶ δημιούργησε σὰν γνήσιο τέκνο τοῦ λαοῦ. Καὶ πάντα μὲ μοναδικὴ σεμνότητα, συνέπεια, ἀξιοπρέπεια, καλοσύνη κι ἀνθρωπιά.
Ἡ ἔπαρση καὶ τὸ «σταριλίκι» ἦταν ξένα γιὰ ἐκεῖνον, παρὰ τὸ - ἐκ φύσεως - τεράστιο, σπάνιο, πολύπλευρο δημιουργικὸ καὶ ἑρμηνευτικὸ ταλέντο του.
Αὐθεντικὰ λαϊκὸς ἄνθρωπος, ὑποδειγματικὸς οἰκογενειάρχης, καθημερινὰ «κουβαλητής», πολὺ ἀγαπητὸς στὴ λαϊκὴ γειτονιὰ ὅπου ζοῦσε, ἀκαταπόνητος καὶ κυριολεκτικὰ χειρώνακτας «ἐργάτης» τῆς Τέχνης, ὁ Βέγγος μέσα ἀπὸ τὶς ταινίες του - ἰδιαίτερα μὲ τὶς ταινίες ποὺ ὁ ἴδιος σὰν σεναριογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής ἔπαιξε - θὰ μείνει ἀθάνατος.
Θὰ «ζεῖ» ἀνάμεσά μας, σὰν ἕνας ἀπό μᾶς. Θὰ παραμείνει λαοφιλής, γιατί ἀγαποῦσε καὶ συμπονοῦσε τὸν ἁπλό, ἀνώνυμο, ἀνίσχυρο, ἀδικημένο, ἐκμεταλλευόμενο λαϊκὸ ἄνθρωπο. Ὑπερασπιζόταν τὰ δίκια, τοὺς πόθους, τὸ μόχθο του, ἀλλὰ καὶ σατίριζε τὰ λογῆς λογῆς κουσούρια του, χαρίζοντας πλουσιοπάροχα λυτρωτικό, ἀλλὰ καὶ νοῆμον γέλιο.
Γεννημένος στὶς 29/5/1927 στὸ Νέο Φάληρο, ἦταν τὸ μοναχοπαίδι μίας φτωχῆς οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του, ἐργάτης στὴν Ἑταιρεία Ἠλεκτρισμοῦ στὸν Πειραιά, ἀλλὰ καὶ μαχητὴς τοῦ ΕΛΑΣ Πειραιᾶ, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὴν ἑταιρεία λόγω τῆς συμμετοχῆς του στὴν ἱστορικὴ Μάχη τῆς Ἠλεκτρικῆς (σημείωση δικιά μου: http://katotokerdos.blogspot.com/2009/10/3.html#part20). Ἡ ἀπόλυση τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Θανάση Βέγγο νὰ βγεῖ στὴ βιοπάλη. Δούλεψε στὴν ἐπεξεργασία δερμάτων καὶ ἔκανε μικροθελήματα στὴ γειτονιά του. ΕΠΟΝίτης στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, ὁ Θανάσης Βέγγος ὑπηρέτησε τὴ θητεία του ὡς κρατούμενος στὸ Κολαστήριο τῆς Μακρονήσου, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1951.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ὁ συγκρατούμενός του στὴ Μακρόνησο, σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, γιὰ νὰ ἐπιβιώσει, τὸν πῆρε στὸ μικρὸ στούντιό του, σὰν ἄνθρωπο γιὰ ὅλες τὶς δουλειές.
Ὁ Κούνδουρος, παρατηρώντας τὶς ἐκφραστικές του δυνατότητες, τὸν χρησιμοποίησε καὶ σὰν ἠθοποιό, στὴν πρώτη του ταινία «Μαγικὴ πόλη» (1952). Στὴ συνέχεια, ὁ Θανάσης Βέγγος δούλευε σὰν τεχνικὸς σὲ διάφορες ταινίες, ἀλλὰ ἔπαιζε καὶ μικρὰ ρολάκια.
Τὸ ὁλοφάνερο, ἔμφυτο, αὐτοδίδακτο ὑποκριτικὸ ταλέντο του φάνηκε καὶ στὸ θέατρο.
Τὸ 1959 πρωτοεμφανίστηκε στὸ θέατρο, παίζοντας στὴν ἐπιθεώρηση «Ὁμόνοια πλὰτς - πλούτς», στὸ θέατρο «Περοκέ». Τὴν ἴδια χρονιά, μετὰ ἀπὸ ἐξετάσεις στὴν τότε Ἐπιτροπὴ Ταλέντων, τοῦ δόθηκε ἡ Ἄδεια Ἀσκήσεως Ἐπαγγέλματος Ἠθοποιοῦ καὶ ἔγινε μέλος τοῦ Σωματείου Ἑλλήνων Ἠθοποιῶν (11/4/1959).
Ἀπὸ τὸ 1959 μέχρι καὶ τὸ 1999 συνεργάστηκε μὲ πολλοὺς θιάσους ποὺ ἀνέβαζαν ἑλληνικὲς κωμωδίες καὶ ἐπιθεωρήσεις.
Μεταξὺ ἄλλων στὶς: «Μαντουμπάλα», «Καινούργια Ἀθήνα », «Ἄνθρωποι τοῦ '60», «Ὀκτὼ ἄνδρες κατηγοροῦνται», «Κόκκινα τριαντάφυλλα», «Οἱ φτωχοδιάβολοι», «Ἀρχοντορεμπέτισσα», «Κύπρος γιόκ», κ.α. Ἀπὸ τὸ 1969 καὶ μετά, μὲ δικούς του θιάσους, ἀνέβασε τὰ ἔργα «Ὁ τρελός του Λούνα Πὰρκ» (μὲ αὐτὸ περιόδευσε καὶ στὶς ΗΠΑ), «Τί ἔκανες στὸν Τρωικὸ Πόλεμο Θανάση;», «Τὸ βλήμμα», κ.α.
Τὸ 1995 πρωτοεμφανίστηκε στὴν Ἐπίδαυρο, πρωταγωνιστώντας στὴν ἀριστοφανικὴ «Εἰρήνη», ποὺ ἀνέβασε τὸ «Ἀνοιχτὸ Θέατρο». Μὲ τὸν ἴδιο θίασο πρωταγωνίστησε στοὺς ἀριστοφανικοὺς «Ἀχαρνής», στὴν Ἐπίδαυρο (1998).
Ἀνάμεσα στὶς 126 κινηματογραφικὲς ταινίες (ἄλλων σκηνοθετῶν) ποὺ ἔπαιξε ἦταν οἱ: «Ὁ Δράκος», «Ὁ Ἠλίας τοῦ 16ου», «Ψηλὰ τὰ χέρια Χίτλερ», «Δικτάτωρ καλεῖ Θανάση», «Ἥσυχες μέρες τοῦ Αὐγούστου», «Τὸ βλέμμα τοῦ Ὀδυσσέα», «Ὅλα εἶναι δρόμος», «Τὸ πέταγμα τοῦ κύκνου» (2009) κ.α.
Μεταξὺ τῶν δικῶν του ταινιῶν (ἡ ἐπωνυμία τῆς ἑταιρείας τοῦ ἦταν «Θ. Β. Ταινίες γέλιου»), εἶναι καὶ οἱ ἑξῆς: «Βασιλιὰς τῆς γκάφας», «Καταζητεῖται ὁ Βέγγος», «Τύφλα νὰ 'χει ὁ Μάρλον Μπράντο», «Πολυτεχνίτης κι ἐρημοσπίτης», «Ὁ πολύτεκνος», «Ἕνας τρελὸς τρελὸς Βέγγος», «Παπατρέχας», «Ποιὸς Θανάσης», «Ἕνας Βέγγος γιὰ ὅλες τὶς δουλειές», «Διακοπὲς στὸ Βιετνάμ», «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτρεχε πολύ», «Ἀπὸ ποῦ πᾶνε στὴ χαβούζα», «Θανάση σφίξε κι ἄλλο τὸ ζωνάρι», «Ὁ Θανάσης καὶ τὸ καταραμένο φίδι», «Ὁ τρελὸς καμικάζι», «Ὁ Θανάσης στὴ χώρα τῆς σφαλιάρας», «Βοήθεια, ὁ Βέγγος, φανερὸς πράκτορας 000», «Τρελός, παλαβὸς καὶ Βέγγος», «Δόκτωρ Ζὶ-Βέγγος», «Ποιὸς Θανάσης», «Θοὺ - Βοῦ, φαλακρὸς πράκτωρ», «Ἕνα ἀσύλληπτο κορόιδο».
Στὸ ἐνεργητικό του εἶχε τὸ ντοκιμαντὲρ «Χίλια χρόνια πρίν», τὴν τηλεταινία «Βήματα» καὶ ἑπτὰ τηλεοπτικὲς σειρές.
Διακρίθηκε μὲ τὸ Βραβεῖο τῆς Ἕνωσης Κριτικῶν Κινηματογράφου (1961) καὶ μὲ τὸ βραβεῖο Πρώτου Ἀνδρικοῦ Ρόλου ἀπὸ τὸ Φεστιβὰλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γιὰ τὴν ἑρμηνεία του στὶς ταινίες τοῦ Ντίνου Κατσουρίδη «Τί ἔκανες στὸν πόλεμο, Θανάση;» (1971) καὶ «Θανάση, πάρε τ' ὅπλο σου» (1972). Ὁ Δῆμος Πειραιὰ τὸν ἀνακήρυξε ἐπίτιμο δημότη του πρὶν τὶς τελευταῖες δημοτικὲς καὶ περιφερειακὲς ἐκλογὲς…
Β) Κίτς καί αὐθεντικότητα…
http://www.vakxikon.gr/content/view/320/474/lang,el%20
*Ὁ διάλογος τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου μὲ τὸν Σωτήρη Κακίση πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Ἀντί», κι ὕστερα στὴ «Δεύτερη Προβολὴ» (ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια) τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου καὶ στὸν «Τρόμο στὸ Κολλέγιο Νο 2» (ἐκδόσεις Ἐρατώ, 1987) τοῦ Σωτήρη Κακίση. *Τὸ κείμενο «Ὁ Βέγγος» τοῦ Σωτήρη Κακίση περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ὁ Τζέρυ Λούις» τῶν Βακαλόπουλου/ Κακίση (ἐκδόσεις Αἰγόκερως), ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν μεγάλο Ἕλληνα κωμικό.
Σωτήρης Κακίσης : Ποιοὶ ἀπὸ τοὺς κωμικοὺς εἶναι κίτς, καὶ ποιοὶ δὲν εἶναι; Ὁ Βέγγος εἶναι κίτς, ὁ Χάρρυ Κλὺν εἶναι κίτς; Ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸς δὲν εἶναι;
Χρῆστος Βακαλόπουλος : Ὅλοι ἔχουν σχέση μὲ τὸ κίτς. Ἁπλῶς, ἐγώ, αὐτὸ ποὺ ἔλεγα γιὰ τὸν Βέγγο εἶναι ὅτι ὁ Βέγγος εἶναι σὰν ἕνας μαγνήτης, ὁ ὁποῖος, στὸ πέρασμά του, καθὼς τρέχει ἂς ποῦμε, μαζεύει, κολλᾶνε πάνω του διάφορα πράγματα. Διάφορα ἀντικείμενα, διάφορα ροῦχα, κλουβιὰ ἀπὸ πουλιά, φωνογράφοι… Ὅλο τὸ κὶτς ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι, ὁ Βέγγος τὸ μαζεύει, τὸ δουλεύει, τὸ διαλύει, τὸ πετάει μετά, καὶ φεύγει ἐλεύθερος. Γι’ αὐτό, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ Βέγγος δὲν εἶναι κίτς. Μπλέκεται μὲς στὸ κὶτς τῶν ἄλλων, ἀλλὰ σὰν σίφουνας.
Σ.Κ. : Τὸ ἐξοντώνει. Τὸ νικάει.
Χ.Β. : Τὸ νικάει. Ἀντίθετα, οἱ ἄλλοι νομίζω ὅτι μένουν προσκολλημένοι στὸ κίτς. Μπαίνουνε μέσα σὲ μία κατάσταση κίτς, τὴν υἱοθετοῦν, π.χ. μὲς στὴ νεοελληνικὴ πραγματικότητα, καὶ ἁπλῶς κάνουν τὶς ἐπιλογὲς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Διαλέγουν τὸ ἕνα ἀντὶ τὸ ἄλλο. Ὁ Βέγγος τὰ περνάει ὅλα καὶ ἐπιδιώκει νὰ μείνει μόνος του καὶ καθαρός. Ἡ ταχύτητα, σὰν οὐσιαστικὸς παράγοντας, ὄχι σὰν τεχνική, τὸν ἐξασφαλίζει. Νὰ ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο : νὰ περνάει ἀπὸ τὰ πράγματα, χωρὶς νὰ υἱοθετεῖ τίποτα, μπάς καὶ σώσει τὸν ἑαυτό του.
Σ.Κ. : Ἔχει ἄρα ἰσχυρὸ ὅπλο τὴν καλὴ ταχύτητα, τὴν αὐθεντικότητά του ποὺ ἐκφράζεται ἔτσι. Ἂς τὸν ποῦμε καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Χάρρυ Κλύνν. Ἐγὼ εἶδα τὸν Βέγγο στὸ ἔσχατο μὰτς Ἠθοποιοὶ-Δημοσιογράφοι νὰ μπαίνει κάποια στιγμὴ στὸ παιχνίδι, κι αὐτομάτως ὅλες οἱ χαλκομανίες ποὺ τρέχανε γύρω ἀπέκτησαν τὴν τρίτη διάσταση ἀπὸ τὸ περίσσευμά του.
Χ.Β. : Ναί. Γιατί τὸν Βέγγο δὲν τὸν ἐνδιαφέρει μόνο αὐτὸ ποὺ γίνεται αὐτὴ τὴ στιγμή, τὸ μὰτς μόνο. Δὲν πιστεύει μόνο σὲ αὐτὸ τὸ μάτς, πιστεύει καὶ σὲ κάτι ποὺ ξεπερνάει τὶς ἄλφα χρονικὲς στιγμὲς καὶ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους φιλάθλους καὶ παῖκτες. Οἱ ἄλλοι πιστεύουν στ’ ὅτι πρέπει νὰ προσηλωθοῦμε στὴν κατάσταση, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε. Ὁ Βέγγος πιστεύει ὅτι πρέπει ἡ κατάσταση νὰ μᾶς ὑπηρετήσει.
Σ.Κ. : Σὲ τί σχέση βρίσκονται οἱ ἀσαφεῖς ἔννοιες κὶτς καὶ προσωπικότητα;
Χ.Β. : Κὶτς εἶναι ὁ καθένας ποὺ πιστεύει ὅτι ὁρίζεται ἀπὸ κάτι πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Ἀπ’ τὸν ἔξω κόσμο, ποὺ λέμε. Κι ὁ ἔξω κόσμος σήμερα εἶναι πιὰ κίτς. Τὰ ἀποσπάσματά του δὲν συνθέτουν ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο, ποὺ νὰ σχετίζεται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ξέφτια, δάνεια, ποὺ μόνο παραθετικά, προσθετικά, μποροῦν νὰ ὁρίσουν κάτι. Ἂν πιστέψεις ὅτι ἔτσι ὁρίζεσαι κι ἐσύ, γίνεσαι κι ὁ ἴδιος κίτς, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι σπᾶς κι ἐσὺ σὲ διάφορα κομμάτια, χωρὶς ἐσωτερικὴ ἁρμονία.
Σ.Κ. : Διαλύεσαι, ὑποκύπτεις, διαλύεσαι.
Χ.Β. : Διαλύεσαι εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθης. Τὸν ἑαυτό σου δὲν τὸν ἔχεις συνθέσει ὁ ἴδιος, τὸν ἔχει συνθέσει, ἔξω ἀπὸ σένα, ἡ βιομηχανία, ἡ βιομηχανοποίηση.
Σ.Κ. : Οἱ Ἰνδιάνοι τῆς Ἀμερικῆς μπορεῖ νὰ φορούσανε παρόμοια πράγματα μὲ τὸν νεοέλληνα, ἀλλὰ δὲν ἦταν κίτς. Ἂν ὁ πολιτισμὸς εἶναι μία ἀποστασιοποίηση ἢ τὸ νὰ τρῶμε μὲ πιρούνια ἀντὶ μὲ χέρια, τὸ χυδαῖο καὶ τὸ πρόβλημα ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ σ’ αὐτὴ τὴν ἀποστασιοποίηση.
Χ.Β. : Οἱ Ἰνδιάνοι δὲν ἦταν μεταμφιεσμένοι. Ἐνῶ ἡ μεταμφίεση εἶναι μοτίβο πιὰ τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ζοῦμε. Μονάδα μέτρησης εἶναι ἡ μεταμφίεση. Τὸ κὶτς ἔχει καταφέρει νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα πρὶν ἀπ’ τὴ μεταμφίεση, σὰν νὰ γεννιόμαστε μεταμφιεσμένοι…
Σ.Κ. : Εἶναι πάντα πλούσια ἡ ὁδὸς τῶν κωμικῶν, ἀφοῦ προσπαθώντας νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς κωμικοὺς καὶ τὸ κίτς, φιλελεύθερα καὶ ἀπροετοίμαστοι, δώσαμε μερικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ κίτς.
Χ.Β. : Γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε ὅμως, ὁ Βέγγος, ἐπειδή, ὅλοι οἱ μεγάλοι κωμικοὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία, δὲν δέχεται τελικὰ τὴ μεταμφίεση. Ἕνα παιδὶ δὲν ἐπιμένει ποτὲ στὸ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ ροῦχο ποὺ φοράει. Δὲν θὰ μπερδέψει ποτὲ τὰ ροῦχα του μὲ τὸν ἑαυτό του.
Σ.Κ. : Ὁ Χάρυ Κλύνν, γιὰ μένα, εἶναι κίτς. Τὸ πιστεύω μὲ τὴν ἁπλὴ συλλογιστικὴ : ἀπ’ τὴ μία ὅλα ὅσα κάνει εἶναι κίτς, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη ἐμφανίζεται σοβαρός, κύριος καὶ ἐνσυνείδητος. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν ἐνοχοποιεῖ.
Χ.Β. : Συμφωνῶ. Ἐγὼ λέω ὅτι ὁ Χάρυ Κλὺνν εἶναι σὰν ἕνας θεωρητικός τοῦ κίτς. Σὰν νὰ ξέρει ὅτι εἶναι κὶτς καὶ νὰ τὸ κάνει σημαία αὐτὸ τὸ κίτς. Δηλαδὴ εἶναι ἕνα δεύτερου ἐπιπέδου κίτς, γι’ αὐτὸ ἀρέσει καὶ στοὺς διανοούμενους, ἀπὸ μία ἄποψη. Αἰσθάνονται ἕνα εἶδος συνενοχῆς μὲ τὸν Χάρυ Κλύνν. Σὰν νὰ βλέπουν αὐτὸ ποὺ δὲν τολμοῦνε νὰ ποῦνε ὅτι εἶναι. Τοὺς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὶς ἐνοχές τους.
Σ.Κ. : Γιὰ μένα, χωρὶς πολλὰ-πολλὰ καὶ ἐξηγήσεις, διαισθητικά, ὁ Καραγκιόζης καὶ ὁ Βέγγος δὲν εἶναι κὶτς ἐνῶ ὁ Χάρυ Κλύνν, μὲ τὴν ὑπερβολή του στὴν ἀποστασιοποίηση, εἶναι κίτς. Ὅσο κι ἂν στὸ τέλος ἡρωικῶν ἔργων τοῦ Θεάτρου Σκιῶν ἔπεφτε τὸ πανί, ἀποχωροῦσαν οἱ σκιὲς κι ἔπαιζε ὁ ἴδιος ὁ Καραγκιοζοπαίκτης, μὲ περικεφαλαία καὶ σπαθί, σοβαρότατα κι ἐπιβλητικὰ τὸ Τέλος καὶ τὸ Νόημα τοῦ ἔργου, ἀριστοφανικά, ποτὲ αὐτὴ ἡ εἰκόνα δὲν κινδύνευσε νὰ γίνει κίτς.
Χ.Β. : Ἡ ἀποστασιοποίηση τοῦ Καραγκιόζη ἦταν μὲς στὸ σύστημά του. Γιατί ἀπ’ τὴν ἄλλη, συγκινεῖσαι ἀπ’ τὰ παθήματα τοῦ Καραγκιόζη, ταυτίζεσαι, καὶ κλαῖς ἴσως. Οἱ καταστάσεις Χάρρυ Κλὺνν βασίζονται ὁλοκληρωτικὰ στὸ σχόλιο, εἶναι μεταμφιεσμένες ἐξ ἀρχῆς. Δὲν εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ συγκινηθεῖς ἀπὸ ἕνα πάθημα τοῦ Χάρρυ Κλύνν. Διότι δὲν ὑπάρχει.
Σ.Κ. : Σὰν τὴ διαφορὰ Τζέρυ Λιούις καὶ Μόντυ Πάιθονς.
Χ.Β. : Ναί. Δὲν ὑπάρχει πάθημα στὸν Χάρρυ Κλὺνν καὶ στοὺς Μόντυ Πάιθονς. Ὑπάρχουν συνεχῶς μαθήματα. Ὅταν δὲν ὑπάρχει πάθημα, δὲν ὑπάρχει καὶ πάθος. Ὅταν δὲν ὑπάρχει πάθος, δὲν ὑπάρχει αὐθεντικότητα, ποὺ λὲς ἐσύ, ἄρα ὑπάρχει μόνο μεταμφίεση. Μόνο ἀπόσταση. Εἶσαι μετεωρισμένος, χωρὶς βάση, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ ὅλα. Νὰ καὶ τὸ μοτίβο τοῦ πολιτισμοῦ, γιὰ νὰ ὑπάρξει : πρέπει ὅλοι νὰναι σὲ ἀπόσταση ἀπὸ κάτι. Ἀπὸ τὸ σὲξ μέχρι τὸν θάνατο.
Σ.Κ. : Ὁ ἔλεγχος τῆς ἐπαφῆς μας μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα μας χάνεται μὲ τὴν ἄμετρη ἀποστασιοποίηση. Ἔτσι δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ διαλέξουμε, οὔτε ροῦχα, οὔτε ἀνθρώπους, οὔτε στάση, οὔτε τίποτα. Ὁ μπουφὲς στὸ σπίτι τοῦ ναυτικοῦ μὲ κάθε τι κακόγουστο ἀπὸ κάθε μέρος τοῦ κόσμου, μὲ ὅλα τὰ ἀταίριαστα συγκεντρωμένα, εἶναι τὸ πορτρέτο πολλῶν σημερινῶν ἐσωτερικῶν κόσμων, πολλῶν ψυχῶν γύρω μας.
Χ.Β. : Ἂς σημειώσουμε πάντως ὅτι ἡ ἀπόσταση εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο τοῦ κίτς. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀφέλεια. Τὸ αὐτονόητο.
Σ.Κ. : Μιλᾶμε γιὰ προχωρημένο κίτς, γιατί μιλᾶμε γιὰ τοὺς κωμικοὺς, γιὰ τοὺς διανοουμένους.
Χ.Β. : Ἡ δεύτερη φάση τοῦ κίτς, ποὺ τὴν υἱοθετεῖ πιὰ ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός, εἶναι ὅταν ἡ ἀπόφαση ποὺ ‘χει πάρει ἕνας χῶρος ἔξω ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο, μία ἀπόφαση, ἂς ποῦμε, τῆς βιομηχανίας ἢ τῆς ἐξουσίας, ἐσωτερικεύεται, προφανῶς. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε ἂν ἕνα μπὰρ τοῦ Κολωνακίου εἶναι πιὸ κὶτς ἀπὸ ἕνα μπὰρ τῆς Τρούμπας. Σὰν τὸ μπὰρ τοῦ Κολωνακίου νὰ θεωρητικοποιεῖ τὸ μπὰρ τῆς Τρούμπας, καὶ νὰ τὸ κάνει ἀξία.
Σ.Κ. : Ἔχω μία ὑποψία ὅτι τὸ ἔργο ἡ γενικὴ εἰκόνα ἑνὸς κωμικοῦ ἢ ἑνὸς ἄλλου καλλιτέχνη εἶναι κὶτς ὅταν ἔχει σκληρότητα. Ὅταν σὲ κάποια στροφὴ τὸ μυαλό τους δὲν μπόρεσε καὶ προδώσανε. Γιατί ὁ Βέγγος θυμώνει ὅταν βλέπει τὸν Τσάρλυ Τσάπλιν νὰ κλέβει τὸ γάλα ἑνὸς μωροῦ, καὶ λέει ὅτι αὐτὸ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸς σὲ ταινία του; Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διάσταση τῆς σκληρότητας στὸ κὶτς τῶν διανοουμένων, ἔστω καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό τους;
Χ.Β.: Ναί, ὑπάρχει σαδισμός. Μόνο ποὺ ὁ σαδισμὸς τοῦ Τσάπλιν δὲν εἶναι κίτς, γιατί ἔχει νὰ κάνει ἀκόμα μὲ κάτι ἄμεσα σωματικό. Ὁ σαδισμὸς τοῦ κὶτς εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα πιά, φθάνει στὸ ὁμοίωμα, στὴν ὕπαρξη τοῦ σώματος ὡς δῆθεν. Αὐτὸ λέω ὅτι εἶναι σαδιστικὸ γιατί μοιάζει μὲ τελετουργίες ποὺ δὲν προκύπτουν ἀπὸ τὶς ἁρμονικὲς ἀνάγκες τῆς κοινότητας, ἀλλὰ ἀποτελοῦν συλλήψεις ἐγκεφαλικὲς-βλέπε ναζισμός, ὁ ὁποῖος ναζισμὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ προσφιλῆ θέματα κίτς. Πρόκειται γιὰ τελετουργίες ποὺ προσπαθοῦν νὰ προκαλέσουν κάτι, χωρὶς ὅμως νὰ προκύπτουν ἀπὸ κάτι.
Σ.Κ.: Ὁ Αὐλωνίτης γιατί δὲν ἤτανε κίτς;
Χ.Β.: Τὸ ‘παμε. Τίποτα τὸ ἄμεσα σωματικὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κίτς.
Σ.Κ.: Πάλευε καὶ αὐτὸς ἐναντίον τοῦ κὶτς χώρου.
Χ.Β.: Τὸ σῶμα τοῦ Αὐλωνίτη παλεύει ἐναντίον τοῦ περίγυρου ποὺ εἶναι κίτς. Αὐτὴ τὴν παράδοση συνεχίζει ὁ Βέγγος σήμερα, τελειοποιώντας τὴν.
Σ.Κ.: Ὁ Αὐλωνίτης δηλαδή, ὁ Μακρῆς, σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, ὁ Σταυρίδης, ὁ Εὐθυμίου, κι ἡ Βασιλειάδου.
Χ.Β.: Ὅλοι οἱ «ἄσχημοι» μποροῦμε νὰ ποῦμε. Οἱ κωμικοὶ μὲ τὰ κακοχυμένα σώματα, ποὺ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προέταξαν τὰ σώματά τους αὐτὰ στὸν πόλεμο μὲ τὴ γύρω ἧττα. Ὅπου τὸ πλαίσιο καθορίζει τὸ σῶμα (ναζισμός, σαδομαζωχισμοὶ κλπ.), ἔχουμε ἁρμονία τοῦ σώματος μὲ τὸν περίγυρο, ποὺ κάνει καὶ τὰ δύο, σῶμα καὶ πλαίσιο, κίτς.
Σ.Κ.: Ἂν οἱ κωμικοὶ ποὺ λέγαμε εἴχανε συνείδηση τῆς «κακομορφίας» τῆς ἐμφάνισής τους, θὰ θεωρούσανε τὸ πράγμα αὐτὸ πολὺ σοβαρό, δὲν μποροῦσαν ν’ ἀστειευτοῦν μ’ αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ πολὺ σοβαρό, καὶ παλέψανε γιὰ νὰ νικήσουνε ἀναγκαστικά, νὰ κερδίσουν τὴν οὐσιαστικὴ ἐσωτερικὴ ἁρμονία ποὺ μεταμορφώνει μαγικὰ καὶ δίνει λάμψη.
Χ.Β.: Αὐτὸ προκύπτει ἀπ’ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Αὐλωνίτης ἔρχεται ἀπ’ τὴν Ἐπιθεώρηση, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει κὶτς μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ὑπῆρχε στὰ Μπουλούκια ἂς ποῦμε. Μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὸ πράγμα προκύπτει. Προκύπτει ἀπ’ τὴ σχέση μὲ τὸ κοινό. Κάποτε, βέβαια, ἔρχεται καὶ ἐκεῖ τὸ κίτς, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὁ Αὐλωνίτης εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς πάλης ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ ποὺ προκαλεῖται τεχνητὰ καὶ στὸ πραγματικό. Σήμερα πιὰ ἔχουμε τὴν αἴσθηση θεαμάτων ποὺ εἶναι «φυτεμένα», ἐγκεφαλικά.
Σ.Κ.: Κι ὅλοι οἱ ἠθοποιοὶ εἶναι παραδομένοι, δὲν παλεύουν, δὲν προτάσσουν τὸ σῶμα τους.
Χ.Β.: Σὰν νὰ μὴν εἶναι αὐθεντικὸ τὸ σῶμα τους, σὰν νὰ μὴν βλέπουν τὴν ἀξία του. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, θριαμβεύει κι ἡ τηλεόραση.
Σ.Κ.: Ἀναλόγως μὲ τὴν ἀνόητη πιὰ ἐπικαιρότητα βρίσκεται ὁ τίτλος τῆς ταινίας, καλοῦνται οἱ γερασμένοι κωμικοὶ καὶ οἱ ἀνερμάτιστοι νέοι, καὶ ὑπηρετοῦν.
Χ.Β.: Εἶναι σκλαβωμένα σώματα.
Σ.Κ.: Κάτι ποὺ δὲν θ’ ἄντεχε ποτὲ σωματικὰ οὔτε ὁ Αὐλωνίτης, οὔτε ὁ Καραγκιόζης.
Χ.Β.: Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἀντέξει.
Σ.Κ.: Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Βέγγος τὰ τελευταία χρόνια αἰσθάνεται αἰχμάλωτος.
Χ.Β.: Μά, στὶς τελευταῖες του ταινίες, ὁ Βέγγος δὲν εἶναι σὰν θηρίο στὸ κλουβί;
Σ.Κ.: Καὶ στὸ θέατρο.
Χ.Β.: Σὰν νὰ προσπαθεῖ νὰ σπάσει τοὺς τοίχους. Μία τίγρης ποὺ γυρίζει πολὺ ἀνήσυχη μὲς στὸ κλουβί της. Δὲν εἶναι συμφιλιωμένος. Μόνο ποὺ τώρα εἶναι πολὺ δύσκολο γι’ αὐτόν, γιατί δὲν ἔχει πίσω του τὸ κοινὸ αἴσθημα. Εἶναι μόνος.
Σ.Κ.: Ὁ κόσμος ἔχει προδώσει.
Χ.Β.: Ἔχει προδώσει γιατί μὲ τὴν τηλεόραση μπῆκε κι αὐτὸς μέσα σ’ ἕνα μεγάλο θέαμα, «κιτσοποιημένο».
*
Γ) Ὁ Βέγγος
Ὁ Βέγγος. Κι ἀρκεῖ ἡ λέξη, τὸ ὄνομα αὐτό, γιὰ νὰ γεμίσει εὐφορία ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας. Ἀρκεῖ ἡ ἰδέα, ἡ ἐντύπωση τοῦ προσώπου του γιὰ νὰ γελάσει τὸ χειλάκι καὶ τοῦ πιὸ πικραμένου. Ὁ Βέγγος: ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὡς σήμερα, αὐτὴ ἡ πανταχοῦ παροῦσα τρυφερὴ ὑπέρβαση, αὐτὸς ὁ πανταχοῦ παρὼν ντελικάτος ἀνεμοστρόβιλος, αὐτὸ τὸ πανταχοῦ παρὸν σωτήριο διεγερτικό. Διεγερτικὸ τῶν αἰσθήσεων ὅλων, ὅλων τῶν αἰσθημάτων, ὅλων τῶν συναισθημάτων, ὅλων τῶν συναισθήσεων.
Ἀπὸ τὴν ἀρχή: ἀπὸ τὶς πιὸ σύντομες παρουσίες του στὴ μεγάλη ὀθόνη, ἀπὸ τοῦ Μανέλη τὸ δίδυμο, ἀπὸ τὸν «Δράκο» ἐννοεῖται, ὡς τὶς κορυφαῖες του στιγμές, ὡς τῶν τελευταίων ἐτῶν τὶς συγκινημένες, ἐκτὸς συναγωνισμοῦ πιά, δραματικές του ἑρμηνεῖες. Κι ἀπὸ ποῦ περνώντας; ἀπὸ παντοῦ ! Ἀπὸ τοῦ Σακελλάριου τὴν καλοζυγισμένη, σοφὴ παιδικότητα, ὡς τοῦ «Παπατρέχα» τὴν ἀπόλυτη γλυκύτητα, ὡς τὰ πιὸ τρελά του πάρε-δῶσε μὲ τὸν Χίτλερ, μὲ τὸν Γλυκοφρύδη, μὲ τὸν Κατσουρίδη. Καί, προπαντός, «Θοῦ-Βοῦ», ὁ πραγματικὸς ἐκεῖνος «Ἀστροναύτης γιὰ Δέσιμο» δίπλα μας, ἡ κωμωδία χωρὶς ὅριο, χωρὶς τῆς ἠθικολογίας ζώνη ἀσφαλείας, χωρὶς ἀναστολές, χωρὶς παραβάσεις. Ἐπιπέδου πιὰ Νόρμαν Γουίσντομ, Λουὶ Ντὲ Φυνές, Τοτό, Στάν Λῶρελ κι Ὄλιβερ Χάρντυ.
Αλλά, ὅλα του τὰ παράταιρα ξαφνικὰ ἴδια. Ἡ ἴδια βαθειὰ ἐντός του μελαγχολία, τὸ ἴδιο ἀσίγαστο πάθος, ἡ ἴδια ἀμετακίνητη στάση. Ὁ κόσμος ἕνας κίνδυνος, κι ἡ ζωή μου ὅλη στὴν ὑπηρεσία σας, στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἑλληνικοῦ παρανοϊκοῦ πρωταθλητισμοῦ. Σὲ κάθε ματιᾶς τὴν παραμικρὴ ἀκόμα σωσμένη χαραμάδα. Σὲ κάθε καρδιᾶς τὸ πιὸ ἀπόμερο, ἀκόμα ἐλεύθερο χῶρο. Φτιάχνοντας κάποτε τοὺς δικούς μου «Ἀπέναντι», ἕνα βιβλίο μὲ τὶς συνεντεύξεις γιὰ τὸ σινεμά, τὸ χώρισα σὲ γυναῖκες κι ἄντρες ἠθοποιούς, ἔβαλα τοὺς σκηνοθέτες στὸ τέλος. Ἀνάμεσα ἔβαλα τὸν Βέγγο, σὲ twilight-zone δική του, πιὸ πλήρη ἀπ’ὅλους τελικά, τὸν ἴδιο πυρπολητὴ καὶ πυρπολούμενο, σκηνοθέτη κι ἠθοποιὸ τοῦ ἑαυτοῦ του ἐναλλάξ, πάνω ἀπ’ὅλα καὶ τελείως μέσα σ’ ὅλα.
Ἐκείνη ἡ ὑπερκινητική του διαύγεια, ἀστραπὴ πρὸς ὅλους μας προσωπικώτατη, σὰν σὲ χῶρο ἰδιαίτερό τοῦ καθενὸς μας μαγικὰ κάθε φορά, φίλος, ὄχι ἥρωας, φύλακας, ὄχι ἄγγελος. Θανάσης, Βέγγος. ( Ὕστερα, μὲ τὸ Χρῆστο τὸ Βακαλόπουλο: μιλώντας δημόσια κάποτε γιὰ τὸν Βέγγο οἱ δυό μας, στὸ «Ἀντὶ» τὸ φιλόξενο μία φορὰ κι ἕναν καιρό, εἴπαμε καὶ σκληρὰ πράγματα γι’ ἄλλους, σὲ ἀντιδιαστολή. Ἀποδείξαμε, νομίζω, τότε, γιατί ὁ Βέγγος δὲν ὑπῆρξε ποτὲ κίτς. Τόσο περήφανούς μας ἔκανε καὶ τοὺς δύο γιὰ τὸν Βέγγο ἐκείνη ἡ συνομιλία, ποὺ τὴ δημοσιεύσαμε ἀμφότεροι σὲ βιβλία μας, ὁ Χρῆστος στὴν ἐξαίρετη «Δεύτερη Προβολή» του. Προλάβαμε νὰ τοῦ ἀφιερώσουμε καὶ τὰ κείμενά μας γιὰ τὸν Τζέρυ Λούις, τὸν ἀγαπημένο μας).
Ὁ Βέγγος ὅμως γιὰ μένα εἶναι πιὰ κι Ἄλαν Ἄρκιν. Ἡ σαστιμάρα τοῦ Ἄρκιν τοῦ μοναδικοῦ στὸ «Κὰτς 22» κι ὅπου ἀλλοῦ μετά, τοῦ Βέγγου ἡ ἴδια του ἡ πεμπτουσία εἶναι. Ἐκεῖ ἀκριβῶς τὸ σῶμα κι ἡ ζωὴ τους ἄντεξαν, στοχεύοντας ἡρωικὰ καὶ πένθιμα κόντρα στῶν ἐξουσιῶν καὶ τῶν πολλῶν τὴ βίαιη ἰσοπέδωση, κόντρα στῆς κοινωνικῆς σχιζοφρένειας τὶς ἀποστειρωτικὲς ἐπιδιώξεις, τὶς διαταγές, τὶς ἀποφάσεις, τὸ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ πρόσωπό τους πιά, ἡ ἔκφρασή τους ἡ ἀπόκοσμα σωτήρια, μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ βάρος ὁποιασδήποτε ἀντίπαλης σκληρότητας, ὁποιουδήποτε ἀσταμάτητου, κινηματογραφικοῦ κυκλώνα. Ὅπως ὁ Ἄλαν Ἄρκιν, θέλω νὰ πῶ, στὸ «Γκλενγκάρυ, Γκλὲν Ρὸς» τοῦ Μάμμετ, πρῶτος μεταξὺ ἴσων, πρῶτος καὶ καλύτερος. Πάνω κι ἀπὸ τὸν Τζὰκ Λέμμον. Ὅπως ὁ Βέγγος στὸν Βούλγαρη.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ ( τοῦ Παντελῆ Βούλγαρη )
http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=4/5/2011&id=13538&pageNo=27&direction=1
«Ἔφυγε» χτὲς σὲ ἡλικία 84 χρόνων
Σεμνὸς «μαχητὴς» - ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια του μέχρι τὸ τέλος του - «στὴ γαλέρα τῆς ζωῆς» ποὺ «τράβηξε ἄγριο κουπὶ» ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὁ Θανάσης Βέγγος, πέρασε, χτὲς στὶς 7 π.μ., στὴν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου, τοῦ θεάτρου, τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ εὐρύτερα, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγώνων τοῦ λαοῦ μας.
Ὁ θάνατός του λύπησε πανελλήνια τὸ λαό, γιατί ὁ Βέγγος ἦταν, παρέμεινε, ἀγωνίστηκε, ἔζησε, βιοπάλεψε καὶ δημιούργησε σὰν γνήσιο τέκνο τοῦ λαοῦ. Καὶ πάντα μὲ μοναδικὴ σεμνότητα, συνέπεια, ἀξιοπρέπεια, καλοσύνη κι ἀνθρωπιά.
Ἡ ἔπαρση καὶ τὸ «σταριλίκι» ἦταν ξένα γιὰ ἐκεῖνον, παρὰ τὸ - ἐκ φύσεως - τεράστιο, σπάνιο, πολύπλευρο δημιουργικὸ καὶ ἑρμηνευτικὸ ταλέντο του.
Αὐθεντικὰ λαϊκὸς ἄνθρωπος, ὑποδειγματικὸς οἰκογενειάρχης, καθημερινὰ «κουβαλητής», πολὺ ἀγαπητὸς στὴ λαϊκὴ γειτονιὰ ὅπου ζοῦσε, ἀκαταπόνητος καὶ κυριολεκτικὰ χειρώνακτας «ἐργάτης» τῆς Τέχνης, ὁ Βέγγος μέσα ἀπὸ τὶς ταινίες του - ἰδιαίτερα μὲ τὶς ταινίες ποὺ ὁ ἴδιος σὰν σεναριογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής ἔπαιξε - θὰ μείνει ἀθάνατος.
Θὰ «ζεῖ» ἀνάμεσά μας, σὰν ἕνας ἀπό μᾶς. Θὰ παραμείνει λαοφιλής, γιατί ἀγαποῦσε καὶ συμπονοῦσε τὸν ἁπλό, ἀνώνυμο, ἀνίσχυρο, ἀδικημένο, ἐκμεταλλευόμενο λαϊκὸ ἄνθρωπο. Ὑπερασπιζόταν τὰ δίκια, τοὺς πόθους, τὸ μόχθο του, ἀλλὰ καὶ σατίριζε τὰ λογῆς λογῆς κουσούρια του, χαρίζοντας πλουσιοπάροχα λυτρωτικό, ἀλλὰ καὶ νοῆμον γέλιο.
Γεννημένος στὶς 29/5/1927 στὸ Νέο Φάληρο, ἦταν τὸ μοναχοπαίδι μίας φτωχῆς οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του, ἐργάτης στὴν Ἑταιρεία Ἠλεκτρισμοῦ στὸν Πειραιά, ἀλλὰ καὶ μαχητὴς τοῦ ΕΛΑΣ Πειραιᾶ, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὴν ἑταιρεία λόγω τῆς συμμετοχῆς του στὴν ἱστορικὴ Μάχη τῆς Ἠλεκτρικῆς (σημείωση δικιά μου: http://katotokerdos.blogspot.com/2009/10/3.html#part20). Ἡ ἀπόλυση τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Θανάση Βέγγο νὰ βγεῖ στὴ βιοπάλη. Δούλεψε στὴν ἐπεξεργασία δερμάτων καὶ ἔκανε μικροθελήματα στὴ γειτονιά του. ΕΠΟΝίτης στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, ὁ Θανάσης Βέγγος ὑπηρέτησε τὴ θητεία του ὡς κρατούμενος στὸ Κολαστήριο τῆς Μακρονήσου, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1951.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ὁ συγκρατούμενός του στὴ Μακρόνησο, σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, γιὰ νὰ ἐπιβιώσει, τὸν πῆρε στὸ μικρὸ στούντιό του, σὰν ἄνθρωπο γιὰ ὅλες τὶς δουλειές.
Ὁ Κούνδουρος, παρατηρώντας τὶς ἐκφραστικές του δυνατότητες, τὸν χρησιμοποίησε καὶ σὰν ἠθοποιό, στὴν πρώτη του ταινία «Μαγικὴ πόλη» (1952). Στὴ συνέχεια, ὁ Θανάσης Βέγγος δούλευε σὰν τεχνικὸς σὲ διάφορες ταινίες, ἀλλὰ ἔπαιζε καὶ μικρὰ ρολάκια.
Τὸ ὁλοφάνερο, ἔμφυτο, αὐτοδίδακτο ὑποκριτικὸ ταλέντο του φάνηκε καὶ στὸ θέατρο.
Τὸ 1959 πρωτοεμφανίστηκε στὸ θέατρο, παίζοντας στὴν ἐπιθεώρηση «Ὁμόνοια πλὰτς - πλούτς», στὸ θέατρο «Περοκέ». Τὴν ἴδια χρονιά, μετὰ ἀπὸ ἐξετάσεις στὴν τότε Ἐπιτροπὴ Ταλέντων, τοῦ δόθηκε ἡ Ἄδεια Ἀσκήσεως Ἐπαγγέλματος Ἠθοποιοῦ καὶ ἔγινε μέλος τοῦ Σωματείου Ἑλλήνων Ἠθοποιῶν (11/4/1959).
Ἀπὸ τὸ 1959 μέχρι καὶ τὸ 1999 συνεργάστηκε μὲ πολλοὺς θιάσους ποὺ ἀνέβαζαν ἑλληνικὲς κωμωδίες καὶ ἐπιθεωρήσεις.
Μεταξὺ ἄλλων στὶς: «Μαντουμπάλα», «Καινούργια Ἀθήνα », «Ἄνθρωποι τοῦ '60», «Ὀκτὼ ἄνδρες κατηγοροῦνται», «Κόκκινα τριαντάφυλλα», «Οἱ φτωχοδιάβολοι», «Ἀρχοντορεμπέτισσα», «Κύπρος γιόκ», κ.α. Ἀπὸ τὸ 1969 καὶ μετά, μὲ δικούς του θιάσους, ἀνέβασε τὰ ἔργα «Ὁ τρελός του Λούνα Πὰρκ» (μὲ αὐτὸ περιόδευσε καὶ στὶς ΗΠΑ), «Τί ἔκανες στὸν Τρωικὸ Πόλεμο Θανάση;», «Τὸ βλήμμα», κ.α.
Τὸ 1995 πρωτοεμφανίστηκε στὴν Ἐπίδαυρο, πρωταγωνιστώντας στὴν ἀριστοφανικὴ «Εἰρήνη», ποὺ ἀνέβασε τὸ «Ἀνοιχτὸ Θέατρο». Μὲ τὸν ἴδιο θίασο πρωταγωνίστησε στοὺς ἀριστοφανικοὺς «Ἀχαρνής», στὴν Ἐπίδαυρο (1998).
Ἀνάμεσα στὶς 126 κινηματογραφικὲς ταινίες (ἄλλων σκηνοθετῶν) ποὺ ἔπαιξε ἦταν οἱ: «Ὁ Δράκος», «Ὁ Ἠλίας τοῦ 16ου», «Ψηλὰ τὰ χέρια Χίτλερ», «Δικτάτωρ καλεῖ Θανάση», «Ἥσυχες μέρες τοῦ Αὐγούστου», «Τὸ βλέμμα τοῦ Ὀδυσσέα», «Ὅλα εἶναι δρόμος», «Τὸ πέταγμα τοῦ κύκνου» (2009) κ.α.
Μεταξὺ τῶν δικῶν του ταινιῶν (ἡ ἐπωνυμία τῆς ἑταιρείας τοῦ ἦταν «Θ. Β. Ταινίες γέλιου»), εἶναι καὶ οἱ ἑξῆς: «Βασιλιὰς τῆς γκάφας», «Καταζητεῖται ὁ Βέγγος», «Τύφλα νὰ 'χει ὁ Μάρλον Μπράντο», «Πολυτεχνίτης κι ἐρημοσπίτης», «Ὁ πολύτεκνος», «Ἕνας τρελὸς τρελὸς Βέγγος», «Παπατρέχας», «Ποιὸς Θανάσης», «Ἕνας Βέγγος γιὰ ὅλες τὶς δουλειές», «Διακοπὲς στὸ Βιετνάμ», «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτρεχε πολύ», «Ἀπὸ ποῦ πᾶνε στὴ χαβούζα», «Θανάση σφίξε κι ἄλλο τὸ ζωνάρι», «Ὁ Θανάσης καὶ τὸ καταραμένο φίδι», «Ὁ τρελὸς καμικάζι», «Ὁ Θανάσης στὴ χώρα τῆς σφαλιάρας», «Βοήθεια, ὁ Βέγγος, φανερὸς πράκτορας 000», «Τρελός, παλαβὸς καὶ Βέγγος», «Δόκτωρ Ζὶ-Βέγγος», «Ποιὸς Θανάσης», «Θοὺ - Βοῦ, φαλακρὸς πράκτωρ», «Ἕνα ἀσύλληπτο κορόιδο».
Στὸ ἐνεργητικό του εἶχε τὸ ντοκιμαντὲρ «Χίλια χρόνια πρίν», τὴν τηλεταινία «Βήματα» καὶ ἑπτὰ τηλεοπτικὲς σειρές.
Διακρίθηκε μὲ τὸ Βραβεῖο τῆς Ἕνωσης Κριτικῶν Κινηματογράφου (1961) καὶ μὲ τὸ βραβεῖο Πρώτου Ἀνδρικοῦ Ρόλου ἀπὸ τὸ Φεστιβὰλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γιὰ τὴν ἑρμηνεία του στὶς ταινίες τοῦ Ντίνου Κατσουρίδη «Τί ἔκανες στὸν πόλεμο, Θανάση;» (1971) καὶ «Θανάση, πάρε τ' ὅπλο σου» (1972). Ὁ Δῆμος Πειραιὰ τὸν ἀνακήρυξε ἐπίτιμο δημότη του πρὶν τὶς τελευταῖες δημοτικὲς καὶ περιφερειακὲς ἐκλογὲς…
Β) Κίτς καί αὐθεντικότητα…
http://www.vakxikon.gr/content/view/320/474/lang,el%20
*Ὁ διάλογος τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου μὲ τὸν Σωτήρη Κακίση πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Ἀντί», κι ὕστερα στὴ «Δεύτερη Προβολὴ» (ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια) τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου καὶ στὸν «Τρόμο στὸ Κολλέγιο Νο 2» (ἐκδόσεις Ἐρατώ, 1987) τοῦ Σωτήρη Κακίση. *Τὸ κείμενο «Ὁ Βέγγος» τοῦ Σωτήρη Κακίση περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ὁ Τζέρυ Λούις» τῶν Βακαλόπουλου/ Κακίση (ἐκδόσεις Αἰγόκερως), ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν μεγάλο Ἕλληνα κωμικό.
Σωτήρης Κακίσης : Ποιοὶ ἀπὸ τοὺς κωμικοὺς εἶναι κίτς, καὶ ποιοὶ δὲν εἶναι; Ὁ Βέγγος εἶναι κίτς, ὁ Χάρρυ Κλὺν εἶναι κίτς; Ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸς δὲν εἶναι;
Χρῆστος Βακαλόπουλος : Ὅλοι ἔχουν σχέση μὲ τὸ κίτς. Ἁπλῶς, ἐγώ, αὐτὸ ποὺ ἔλεγα γιὰ τὸν Βέγγο εἶναι ὅτι ὁ Βέγγος εἶναι σὰν ἕνας μαγνήτης, ὁ ὁποῖος, στὸ πέρασμά του, καθὼς τρέχει ἂς ποῦμε, μαζεύει, κολλᾶνε πάνω του διάφορα πράγματα. Διάφορα ἀντικείμενα, διάφορα ροῦχα, κλουβιὰ ἀπὸ πουλιά, φωνογράφοι… Ὅλο τὸ κὶτς ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι, ὁ Βέγγος τὸ μαζεύει, τὸ δουλεύει, τὸ διαλύει, τὸ πετάει μετά, καὶ φεύγει ἐλεύθερος. Γι’ αὐτό, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ Βέγγος δὲν εἶναι κίτς. Μπλέκεται μὲς στὸ κὶτς τῶν ἄλλων, ἀλλὰ σὰν σίφουνας.
Σ.Κ. : Τὸ ἐξοντώνει. Τὸ νικάει.
Χ.Β. : Τὸ νικάει. Ἀντίθετα, οἱ ἄλλοι νομίζω ὅτι μένουν προσκολλημένοι στὸ κίτς. Μπαίνουνε μέσα σὲ μία κατάσταση κίτς, τὴν υἱοθετοῦν, π.χ. μὲς στὴ νεοελληνικὴ πραγματικότητα, καὶ ἁπλῶς κάνουν τὶς ἐπιλογὲς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Διαλέγουν τὸ ἕνα ἀντὶ τὸ ἄλλο. Ὁ Βέγγος τὰ περνάει ὅλα καὶ ἐπιδιώκει νὰ μείνει μόνος του καὶ καθαρός. Ἡ ταχύτητα, σὰν οὐσιαστικὸς παράγοντας, ὄχι σὰν τεχνική, τὸν ἐξασφαλίζει. Νὰ ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο : νὰ περνάει ἀπὸ τὰ πράγματα, χωρὶς νὰ υἱοθετεῖ τίποτα, μπάς καὶ σώσει τὸν ἑαυτό του.
Σ.Κ. : Ἔχει ἄρα ἰσχυρὸ ὅπλο τὴν καλὴ ταχύτητα, τὴν αὐθεντικότητά του ποὺ ἐκφράζεται ἔτσι. Ἂς τὸν ποῦμε καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Χάρρυ Κλύνν. Ἐγὼ εἶδα τὸν Βέγγο στὸ ἔσχατο μὰτς Ἠθοποιοὶ-Δημοσιογράφοι νὰ μπαίνει κάποια στιγμὴ στὸ παιχνίδι, κι αὐτομάτως ὅλες οἱ χαλκομανίες ποὺ τρέχανε γύρω ἀπέκτησαν τὴν τρίτη διάσταση ἀπὸ τὸ περίσσευμά του.
Χ.Β. : Ναί. Γιατί τὸν Βέγγο δὲν τὸν ἐνδιαφέρει μόνο αὐτὸ ποὺ γίνεται αὐτὴ τὴ στιγμή, τὸ μὰτς μόνο. Δὲν πιστεύει μόνο σὲ αὐτὸ τὸ μάτς, πιστεύει καὶ σὲ κάτι ποὺ ξεπερνάει τὶς ἄλφα χρονικὲς στιγμὲς καὶ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους φιλάθλους καὶ παῖκτες. Οἱ ἄλλοι πιστεύουν στ’ ὅτι πρέπει νὰ προσηλωθοῦμε στὴν κατάσταση, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε. Ὁ Βέγγος πιστεύει ὅτι πρέπει ἡ κατάσταση νὰ μᾶς ὑπηρετήσει.
Σ.Κ. : Σὲ τί σχέση βρίσκονται οἱ ἀσαφεῖς ἔννοιες κὶτς καὶ προσωπικότητα;
Χ.Β. : Κὶτς εἶναι ὁ καθένας ποὺ πιστεύει ὅτι ὁρίζεται ἀπὸ κάτι πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Ἀπ’ τὸν ἔξω κόσμο, ποὺ λέμε. Κι ὁ ἔξω κόσμος σήμερα εἶναι πιὰ κίτς. Τὰ ἀποσπάσματά του δὲν συνθέτουν ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο, ποὺ νὰ σχετίζεται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ξέφτια, δάνεια, ποὺ μόνο παραθετικά, προσθετικά, μποροῦν νὰ ὁρίσουν κάτι. Ἂν πιστέψεις ὅτι ἔτσι ὁρίζεσαι κι ἐσύ, γίνεσαι κι ὁ ἴδιος κίτς, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι σπᾶς κι ἐσὺ σὲ διάφορα κομμάτια, χωρὶς ἐσωτερικὴ ἁρμονία.
Σ.Κ. : Διαλύεσαι, ὑποκύπτεις, διαλύεσαι.
Χ.Β. : Διαλύεσαι εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθης. Τὸν ἑαυτό σου δὲν τὸν ἔχεις συνθέσει ὁ ἴδιος, τὸν ἔχει συνθέσει, ἔξω ἀπὸ σένα, ἡ βιομηχανία, ἡ βιομηχανοποίηση.
Σ.Κ. : Οἱ Ἰνδιάνοι τῆς Ἀμερικῆς μπορεῖ νὰ φορούσανε παρόμοια πράγματα μὲ τὸν νεοέλληνα, ἀλλὰ δὲν ἦταν κίτς. Ἂν ὁ πολιτισμὸς εἶναι μία ἀποστασιοποίηση ἢ τὸ νὰ τρῶμε μὲ πιρούνια ἀντὶ μὲ χέρια, τὸ χυδαῖο καὶ τὸ πρόβλημα ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ σ’ αὐτὴ τὴν ἀποστασιοποίηση.
Χ.Β. : Οἱ Ἰνδιάνοι δὲν ἦταν μεταμφιεσμένοι. Ἐνῶ ἡ μεταμφίεση εἶναι μοτίβο πιὰ τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ζοῦμε. Μονάδα μέτρησης εἶναι ἡ μεταμφίεση. Τὸ κὶτς ἔχει καταφέρει νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα πρὶν ἀπ’ τὴ μεταμφίεση, σὰν νὰ γεννιόμαστε μεταμφιεσμένοι…
Σ.Κ. : Εἶναι πάντα πλούσια ἡ ὁδὸς τῶν κωμικῶν, ἀφοῦ προσπαθώντας νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς κωμικοὺς καὶ τὸ κίτς, φιλελεύθερα καὶ ἀπροετοίμαστοι, δώσαμε μερικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ κίτς.
Χ.Β. : Γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε ὅμως, ὁ Βέγγος, ἐπειδή, ὅλοι οἱ μεγάλοι κωμικοὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία, δὲν δέχεται τελικὰ τὴ μεταμφίεση. Ἕνα παιδὶ δὲν ἐπιμένει ποτὲ στὸ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ ροῦχο ποὺ φοράει. Δὲν θὰ μπερδέψει ποτὲ τὰ ροῦχα του μὲ τὸν ἑαυτό του.
Σ.Κ. : Ὁ Χάρυ Κλύνν, γιὰ μένα, εἶναι κίτς. Τὸ πιστεύω μὲ τὴν ἁπλὴ συλλογιστικὴ : ἀπ’ τὴ μία ὅλα ὅσα κάνει εἶναι κίτς, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη ἐμφανίζεται σοβαρός, κύριος καὶ ἐνσυνείδητος. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν ἐνοχοποιεῖ.
Χ.Β. : Συμφωνῶ. Ἐγὼ λέω ὅτι ὁ Χάρυ Κλὺνν εἶναι σὰν ἕνας θεωρητικός τοῦ κίτς. Σὰν νὰ ξέρει ὅτι εἶναι κὶτς καὶ νὰ τὸ κάνει σημαία αὐτὸ τὸ κίτς. Δηλαδὴ εἶναι ἕνα δεύτερου ἐπιπέδου κίτς, γι’ αὐτὸ ἀρέσει καὶ στοὺς διανοούμενους, ἀπὸ μία ἄποψη. Αἰσθάνονται ἕνα εἶδος συνενοχῆς μὲ τὸν Χάρυ Κλύνν. Σὰν νὰ βλέπουν αὐτὸ ποὺ δὲν τολμοῦνε νὰ ποῦνε ὅτι εἶναι. Τοὺς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὶς ἐνοχές τους.
Σ.Κ. : Γιὰ μένα, χωρὶς πολλὰ-πολλὰ καὶ ἐξηγήσεις, διαισθητικά, ὁ Καραγκιόζης καὶ ὁ Βέγγος δὲν εἶναι κὶτς ἐνῶ ὁ Χάρυ Κλύνν, μὲ τὴν ὑπερβολή του στὴν ἀποστασιοποίηση, εἶναι κίτς. Ὅσο κι ἂν στὸ τέλος ἡρωικῶν ἔργων τοῦ Θεάτρου Σκιῶν ἔπεφτε τὸ πανί, ἀποχωροῦσαν οἱ σκιὲς κι ἔπαιζε ὁ ἴδιος ὁ Καραγκιοζοπαίκτης, μὲ περικεφαλαία καὶ σπαθί, σοβαρότατα κι ἐπιβλητικὰ τὸ Τέλος καὶ τὸ Νόημα τοῦ ἔργου, ἀριστοφανικά, ποτὲ αὐτὴ ἡ εἰκόνα δὲν κινδύνευσε νὰ γίνει κίτς.
Χ.Β. : Ἡ ἀποστασιοποίηση τοῦ Καραγκιόζη ἦταν μὲς στὸ σύστημά του. Γιατί ἀπ’ τὴν ἄλλη, συγκινεῖσαι ἀπ’ τὰ παθήματα τοῦ Καραγκιόζη, ταυτίζεσαι, καὶ κλαῖς ἴσως. Οἱ καταστάσεις Χάρρυ Κλὺνν βασίζονται ὁλοκληρωτικὰ στὸ σχόλιο, εἶναι μεταμφιεσμένες ἐξ ἀρχῆς. Δὲν εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ συγκινηθεῖς ἀπὸ ἕνα πάθημα τοῦ Χάρρυ Κλύνν. Διότι δὲν ὑπάρχει.
Σ.Κ. : Σὰν τὴ διαφορὰ Τζέρυ Λιούις καὶ Μόντυ Πάιθονς.
Χ.Β. : Ναί. Δὲν ὑπάρχει πάθημα στὸν Χάρρυ Κλὺνν καὶ στοὺς Μόντυ Πάιθονς. Ὑπάρχουν συνεχῶς μαθήματα. Ὅταν δὲν ὑπάρχει πάθημα, δὲν ὑπάρχει καὶ πάθος. Ὅταν δὲν ὑπάρχει πάθος, δὲν ὑπάρχει αὐθεντικότητα, ποὺ λὲς ἐσύ, ἄρα ὑπάρχει μόνο μεταμφίεση. Μόνο ἀπόσταση. Εἶσαι μετεωρισμένος, χωρὶς βάση, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ ὅλα. Νὰ καὶ τὸ μοτίβο τοῦ πολιτισμοῦ, γιὰ νὰ ὑπάρξει : πρέπει ὅλοι νὰναι σὲ ἀπόσταση ἀπὸ κάτι. Ἀπὸ τὸ σὲξ μέχρι τὸν θάνατο.
Σ.Κ. : Ὁ ἔλεγχος τῆς ἐπαφῆς μας μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα μας χάνεται μὲ τὴν ἄμετρη ἀποστασιοποίηση. Ἔτσι δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ διαλέξουμε, οὔτε ροῦχα, οὔτε ἀνθρώπους, οὔτε στάση, οὔτε τίποτα. Ὁ μπουφὲς στὸ σπίτι τοῦ ναυτικοῦ μὲ κάθε τι κακόγουστο ἀπὸ κάθε μέρος τοῦ κόσμου, μὲ ὅλα τὰ ἀταίριαστα συγκεντρωμένα, εἶναι τὸ πορτρέτο πολλῶν σημερινῶν ἐσωτερικῶν κόσμων, πολλῶν ψυχῶν γύρω μας.
Χ.Β. : Ἂς σημειώσουμε πάντως ὅτι ἡ ἀπόσταση εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο τοῦ κίτς. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀφέλεια. Τὸ αὐτονόητο.
Σ.Κ. : Μιλᾶμε γιὰ προχωρημένο κίτς, γιατί μιλᾶμε γιὰ τοὺς κωμικοὺς, γιὰ τοὺς διανοουμένους.
Χ.Β. : Ἡ δεύτερη φάση τοῦ κίτς, ποὺ τὴν υἱοθετεῖ πιὰ ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός, εἶναι ὅταν ἡ ἀπόφαση ποὺ ‘χει πάρει ἕνας χῶρος ἔξω ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο, μία ἀπόφαση, ἂς ποῦμε, τῆς βιομηχανίας ἢ τῆς ἐξουσίας, ἐσωτερικεύεται, προφανῶς. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε ἂν ἕνα μπὰρ τοῦ Κολωνακίου εἶναι πιὸ κὶτς ἀπὸ ἕνα μπὰρ τῆς Τρούμπας. Σὰν τὸ μπὰρ τοῦ Κολωνακίου νὰ θεωρητικοποιεῖ τὸ μπὰρ τῆς Τρούμπας, καὶ νὰ τὸ κάνει ἀξία.
Σ.Κ. : Ἔχω μία ὑποψία ὅτι τὸ ἔργο ἡ γενικὴ εἰκόνα ἑνὸς κωμικοῦ ἢ ἑνὸς ἄλλου καλλιτέχνη εἶναι κὶτς ὅταν ἔχει σκληρότητα. Ὅταν σὲ κάποια στροφὴ τὸ μυαλό τους δὲν μπόρεσε καὶ προδώσανε. Γιατί ὁ Βέγγος θυμώνει ὅταν βλέπει τὸν Τσάρλυ Τσάπλιν νὰ κλέβει τὸ γάλα ἑνὸς μωροῦ, καὶ λέει ὅτι αὐτὸ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸς σὲ ταινία του; Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διάσταση τῆς σκληρότητας στὸ κὶτς τῶν διανοουμένων, ἔστω καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό τους;
Χ.Β.: Ναί, ὑπάρχει σαδισμός. Μόνο ποὺ ὁ σαδισμὸς τοῦ Τσάπλιν δὲν εἶναι κίτς, γιατί ἔχει νὰ κάνει ἀκόμα μὲ κάτι ἄμεσα σωματικό. Ὁ σαδισμὸς τοῦ κὶτς εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα πιά, φθάνει στὸ ὁμοίωμα, στὴν ὕπαρξη τοῦ σώματος ὡς δῆθεν. Αὐτὸ λέω ὅτι εἶναι σαδιστικὸ γιατί μοιάζει μὲ τελετουργίες ποὺ δὲν προκύπτουν ἀπὸ τὶς ἁρμονικὲς ἀνάγκες τῆς κοινότητας, ἀλλὰ ἀποτελοῦν συλλήψεις ἐγκεφαλικὲς-βλέπε ναζισμός, ὁ ὁποῖος ναζισμὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ προσφιλῆ θέματα κίτς. Πρόκειται γιὰ τελετουργίες ποὺ προσπαθοῦν νὰ προκαλέσουν κάτι, χωρὶς ὅμως νὰ προκύπτουν ἀπὸ κάτι.
Σ.Κ.: Ὁ Αὐλωνίτης γιατί δὲν ἤτανε κίτς;
Χ.Β.: Τὸ ‘παμε. Τίποτα τὸ ἄμεσα σωματικὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κίτς.
Σ.Κ.: Πάλευε καὶ αὐτὸς ἐναντίον τοῦ κὶτς χώρου.
Χ.Β.: Τὸ σῶμα τοῦ Αὐλωνίτη παλεύει ἐναντίον τοῦ περίγυρου ποὺ εἶναι κίτς. Αὐτὴ τὴν παράδοση συνεχίζει ὁ Βέγγος σήμερα, τελειοποιώντας τὴν.
Σ.Κ.: Ὁ Αὐλωνίτης δηλαδή, ὁ Μακρῆς, σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, ὁ Σταυρίδης, ὁ Εὐθυμίου, κι ἡ Βασιλειάδου.
Χ.Β.: Ὅλοι οἱ «ἄσχημοι» μποροῦμε νὰ ποῦμε. Οἱ κωμικοὶ μὲ τὰ κακοχυμένα σώματα, ποὺ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προέταξαν τὰ σώματά τους αὐτὰ στὸν πόλεμο μὲ τὴ γύρω ἧττα. Ὅπου τὸ πλαίσιο καθορίζει τὸ σῶμα (ναζισμός, σαδομαζωχισμοὶ κλπ.), ἔχουμε ἁρμονία τοῦ σώματος μὲ τὸν περίγυρο, ποὺ κάνει καὶ τὰ δύο, σῶμα καὶ πλαίσιο, κίτς.
Σ.Κ.: Ἂν οἱ κωμικοὶ ποὺ λέγαμε εἴχανε συνείδηση τῆς «κακομορφίας» τῆς ἐμφάνισής τους, θὰ θεωρούσανε τὸ πράγμα αὐτὸ πολὺ σοβαρό, δὲν μποροῦσαν ν’ ἀστειευτοῦν μ’ αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ πολὺ σοβαρό, καὶ παλέψανε γιὰ νὰ νικήσουνε ἀναγκαστικά, νὰ κερδίσουν τὴν οὐσιαστικὴ ἐσωτερικὴ ἁρμονία ποὺ μεταμορφώνει μαγικὰ καὶ δίνει λάμψη.
Χ.Β.: Αὐτὸ προκύπτει ἀπ’ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Αὐλωνίτης ἔρχεται ἀπ’ τὴν Ἐπιθεώρηση, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει κὶτς μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ὑπῆρχε στὰ Μπουλούκια ἂς ποῦμε. Μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὸ πράγμα προκύπτει. Προκύπτει ἀπ’ τὴ σχέση μὲ τὸ κοινό. Κάποτε, βέβαια, ἔρχεται καὶ ἐκεῖ τὸ κίτς, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὁ Αὐλωνίτης εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς πάλης ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ ποὺ προκαλεῖται τεχνητὰ καὶ στὸ πραγματικό. Σήμερα πιὰ ἔχουμε τὴν αἴσθηση θεαμάτων ποὺ εἶναι «φυτεμένα», ἐγκεφαλικά.
Σ.Κ.: Κι ὅλοι οἱ ἠθοποιοὶ εἶναι παραδομένοι, δὲν παλεύουν, δὲν προτάσσουν τὸ σῶμα τους.
Χ.Β.: Σὰν νὰ μὴν εἶναι αὐθεντικὸ τὸ σῶμα τους, σὰν νὰ μὴν βλέπουν τὴν ἀξία του. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, θριαμβεύει κι ἡ τηλεόραση.
Σ.Κ.: Ἀναλόγως μὲ τὴν ἀνόητη πιὰ ἐπικαιρότητα βρίσκεται ὁ τίτλος τῆς ταινίας, καλοῦνται οἱ γερασμένοι κωμικοὶ καὶ οἱ ἀνερμάτιστοι νέοι, καὶ ὑπηρετοῦν.
Χ.Β.: Εἶναι σκλαβωμένα σώματα.
Σ.Κ.: Κάτι ποὺ δὲν θ’ ἄντεχε ποτὲ σωματικὰ οὔτε ὁ Αὐλωνίτης, οὔτε ὁ Καραγκιόζης.
Χ.Β.: Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἀντέξει.
Σ.Κ.: Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Βέγγος τὰ τελευταία χρόνια αἰσθάνεται αἰχμάλωτος.
Χ.Β.: Μά, στὶς τελευταῖες του ταινίες, ὁ Βέγγος δὲν εἶναι σὰν θηρίο στὸ κλουβί;
Σ.Κ.: Καὶ στὸ θέατρο.
Χ.Β.: Σὰν νὰ προσπαθεῖ νὰ σπάσει τοὺς τοίχους. Μία τίγρης ποὺ γυρίζει πολὺ ἀνήσυχη μὲς στὸ κλουβί της. Δὲν εἶναι συμφιλιωμένος. Μόνο ποὺ τώρα εἶναι πολὺ δύσκολο γι’ αὐτόν, γιατί δὲν ἔχει πίσω του τὸ κοινὸ αἴσθημα. Εἶναι μόνος.
Σ.Κ.: Ὁ κόσμος ἔχει προδώσει.
Χ.Β.: Ἔχει προδώσει γιατί μὲ τὴν τηλεόραση μπῆκε κι αὐτὸς μέσα σ’ ἕνα μεγάλο θέαμα, «κιτσοποιημένο».
*
Γ) Ὁ Βέγγος
Ὁ Βέγγος. Κι ἀρκεῖ ἡ λέξη, τὸ ὄνομα αὐτό, γιὰ νὰ γεμίσει εὐφορία ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας. Ἀρκεῖ ἡ ἰδέα, ἡ ἐντύπωση τοῦ προσώπου του γιὰ νὰ γελάσει τὸ χειλάκι καὶ τοῦ πιὸ πικραμένου. Ὁ Βέγγος: ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὡς σήμερα, αὐτὴ ἡ πανταχοῦ παροῦσα τρυφερὴ ὑπέρβαση, αὐτὸς ὁ πανταχοῦ παρὼν ντελικάτος ἀνεμοστρόβιλος, αὐτὸ τὸ πανταχοῦ παρὸν σωτήριο διεγερτικό. Διεγερτικὸ τῶν αἰσθήσεων ὅλων, ὅλων τῶν αἰσθημάτων, ὅλων τῶν συναισθημάτων, ὅλων τῶν συναισθήσεων.
Ἀπὸ τὴν ἀρχή: ἀπὸ τὶς πιὸ σύντομες παρουσίες του στὴ μεγάλη ὀθόνη, ἀπὸ τοῦ Μανέλη τὸ δίδυμο, ἀπὸ τὸν «Δράκο» ἐννοεῖται, ὡς τὶς κορυφαῖες του στιγμές, ὡς τῶν τελευταίων ἐτῶν τὶς συγκινημένες, ἐκτὸς συναγωνισμοῦ πιά, δραματικές του ἑρμηνεῖες. Κι ἀπὸ ποῦ περνώντας; ἀπὸ παντοῦ ! Ἀπὸ τοῦ Σακελλάριου τὴν καλοζυγισμένη, σοφὴ παιδικότητα, ὡς τοῦ «Παπατρέχα» τὴν ἀπόλυτη γλυκύτητα, ὡς τὰ πιὸ τρελά του πάρε-δῶσε μὲ τὸν Χίτλερ, μὲ τὸν Γλυκοφρύδη, μὲ τὸν Κατσουρίδη. Καί, προπαντός, «Θοῦ-Βοῦ», ὁ πραγματικὸς ἐκεῖνος «Ἀστροναύτης γιὰ Δέσιμο» δίπλα μας, ἡ κωμωδία χωρὶς ὅριο, χωρὶς τῆς ἠθικολογίας ζώνη ἀσφαλείας, χωρὶς ἀναστολές, χωρὶς παραβάσεις. Ἐπιπέδου πιὰ Νόρμαν Γουίσντομ, Λουὶ Ντὲ Φυνές, Τοτό, Στάν Λῶρελ κι Ὄλιβερ Χάρντυ.
Αλλά, ὅλα του τὰ παράταιρα ξαφνικὰ ἴδια. Ἡ ἴδια βαθειὰ ἐντός του μελαγχολία, τὸ ἴδιο ἀσίγαστο πάθος, ἡ ἴδια ἀμετακίνητη στάση. Ὁ κόσμος ἕνας κίνδυνος, κι ἡ ζωή μου ὅλη στὴν ὑπηρεσία σας, στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἑλληνικοῦ παρανοϊκοῦ πρωταθλητισμοῦ. Σὲ κάθε ματιᾶς τὴν παραμικρὴ ἀκόμα σωσμένη χαραμάδα. Σὲ κάθε καρδιᾶς τὸ πιὸ ἀπόμερο, ἀκόμα ἐλεύθερο χῶρο. Φτιάχνοντας κάποτε τοὺς δικούς μου «Ἀπέναντι», ἕνα βιβλίο μὲ τὶς συνεντεύξεις γιὰ τὸ σινεμά, τὸ χώρισα σὲ γυναῖκες κι ἄντρες ἠθοποιούς, ἔβαλα τοὺς σκηνοθέτες στὸ τέλος. Ἀνάμεσα ἔβαλα τὸν Βέγγο, σὲ twilight-zone δική του, πιὸ πλήρη ἀπ’ὅλους τελικά, τὸν ἴδιο πυρπολητὴ καὶ πυρπολούμενο, σκηνοθέτη κι ἠθοποιὸ τοῦ ἑαυτοῦ του ἐναλλάξ, πάνω ἀπ’ὅλα καὶ τελείως μέσα σ’ ὅλα.
Ἐκείνη ἡ ὑπερκινητική του διαύγεια, ἀστραπὴ πρὸς ὅλους μας προσωπικώτατη, σὰν σὲ χῶρο ἰδιαίτερό τοῦ καθενὸς μας μαγικὰ κάθε φορά, φίλος, ὄχι ἥρωας, φύλακας, ὄχι ἄγγελος. Θανάσης, Βέγγος. ( Ὕστερα, μὲ τὸ Χρῆστο τὸ Βακαλόπουλο: μιλώντας δημόσια κάποτε γιὰ τὸν Βέγγο οἱ δυό μας, στὸ «Ἀντὶ» τὸ φιλόξενο μία φορὰ κι ἕναν καιρό, εἴπαμε καὶ σκληρὰ πράγματα γι’ ἄλλους, σὲ ἀντιδιαστολή. Ἀποδείξαμε, νομίζω, τότε, γιατί ὁ Βέγγος δὲν ὑπῆρξε ποτὲ κίτς. Τόσο περήφανούς μας ἔκανε καὶ τοὺς δύο γιὰ τὸν Βέγγο ἐκείνη ἡ συνομιλία, ποὺ τὴ δημοσιεύσαμε ἀμφότεροι σὲ βιβλία μας, ὁ Χρῆστος στὴν ἐξαίρετη «Δεύτερη Προβολή» του. Προλάβαμε νὰ τοῦ ἀφιερώσουμε καὶ τὰ κείμενά μας γιὰ τὸν Τζέρυ Λούις, τὸν ἀγαπημένο μας).
Ὁ Βέγγος ὅμως γιὰ μένα εἶναι πιὰ κι Ἄλαν Ἄρκιν. Ἡ σαστιμάρα τοῦ Ἄρκιν τοῦ μοναδικοῦ στὸ «Κὰτς 22» κι ὅπου ἀλλοῦ μετά, τοῦ Βέγγου ἡ ἴδια του ἡ πεμπτουσία εἶναι. Ἐκεῖ ἀκριβῶς τὸ σῶμα κι ἡ ζωὴ τους ἄντεξαν, στοχεύοντας ἡρωικὰ καὶ πένθιμα κόντρα στῶν ἐξουσιῶν καὶ τῶν πολλῶν τὴ βίαιη ἰσοπέδωση, κόντρα στῆς κοινωνικῆς σχιζοφρένειας τὶς ἀποστειρωτικὲς ἐπιδιώξεις, τὶς διαταγές, τὶς ἀποφάσεις, τὸ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ πρόσωπό τους πιά, ἡ ἔκφρασή τους ἡ ἀπόκοσμα σωτήρια, μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ βάρος ὁποιασδήποτε ἀντίπαλης σκληρότητας, ὁποιουδήποτε ἀσταμάτητου, κινηματογραφικοῦ κυκλώνα. Ὅπως ὁ Ἄλαν Ἄρκιν, θέλω νὰ πῶ, στὸ «Γκλενγκάρυ, Γκλὲν Ρὸς» τοῦ Μάμμετ, πρῶτος μεταξὺ ἴσων, πρῶτος καὶ καλύτερος. Πάνω κι ἀπὸ τὸν Τζὰκ Λέμμον. Ὅπως ὁ Βέγγος στὸν Βούλγαρη.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ ( τοῦ Παντελῆ Βούλγαρη )
Ἡ τελευταία νανόχηνα (1) –Θανάσης Βέγγος | Ἡ τελευταία νανόχηνα (2) –Θανάσης Βέγγος |
Ωστε ο Βέγγος είναι υπεράνω του κιτς. Αλλά τη θεώρηση αυτή για τον τρόπο που οι καλλιτέχνες εφαρμόζουν την τέχνη τους, δεν την περίμενα. Συγχαρητήρια στους συνομιλούντες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜιά άλλη σημαντική κατά τη γνώμη μου διαφορά μεταξύ Χάρυ Κλυν και Βέγγου είναι ότι ο Βέγγος τοποθετείται απέναντι σε καταστάσεις και πρόσωπα με τρόπο ανατρεπτικό διδάσκοντας ως γνήσιος ηθοποιός τη δική του εναλλακτική διέξοδο. Από την άλλη η οξυδερκής κριτική του Χάρυ Κλυν έχει χαρακτήρα εκμηδενιστικό, πιάνεται από μιά κατάσταση ή ένα πρόσωπο και τα σφυροκοπά μέχρι παντελούς γελοιοποιήσεως. Μιά ομοιότητα του Βέγγου με τον Αυλωνίτη είναι η άνεση να σε συνοδεύουν γλυκά από την κωμωδία στο δάκρυ, χωρίς να καταλαβαίνεις πότε και από που σέ ήρθε. Αμεσότητα και προσήνεια που τις αισθάνεσαι με τον ίδιο τρόπο στους ανθρώπους που σε αρέσει να συναναστρέφεσαι. Για τον Χάρυ Κλυν είναι δύσκολο να σε οδηγήσει στο δάκρυ. Πως άλλωστε να δακρύσει ή να μερακλώσει κανείς με τα αμερικάνικα.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=aqpE8C2y8hw&feature
ΑπάντησηΔιαγραφήπρόσθεσα ἕνα ἐπί πλέον κομμάτι στήν ἀρχική ἀνἀρτηση...εἷδα χθές τό μεσημέρι καί σήμερα τό πρωῒ τόν Νῖκο Κούνδουρο στή ΝΕΤ νά μιλάει γιά τόν Βέγγο...πάντα ἀπρόβλεπτος καί χειμαρρώδης... ἄν βρεῖ κάποιος κάποια στιγμή τά λόγια του ἄς τά ἐνσωματώσει στά σχόλια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόσεξα την ημερομηνία, αφού είχα ετοιμάσει το σχόλιο.. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν πρόσφατες, για εκείνους, καταστάσεις, ενώ εγώ έρχομαι να κρίνω τις ίδιες καταστάσεις εκ των υστέρων. Anyway.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως έγραψα και στο blog μου, σκέφτομαι το κιτς σαν ένα βόθρο που συλλέγει πράγματα (ήχους, εικόνες, αντικείμενα,...ανθρώπους) που υπάρχουν μονάχα για να υπηρετούν τον εαυτό τους και τη ματαιοδοξία.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι εύκολο πιστεύω να διακρίνει κανείς, ποιος είναι κιτς και ποιος δεν είναι, αρκεί να προσέξει τη στάση του. Είναι το ύφος που αποκαλύπτει τον κιτς. Ο κιτς αισθάνεται ότι δεν τον αγγίζει όλο αυτό το συνονθύλευμα και εκτιμώντας ότι βρίσκεται υπεράνω αυτού, δεν το σχολιάζει με τη θλίψη που, αναγκαστικά, θα γεννούσε η επίγνωση ότι είναι κι αυτός βουτηγμένος μέσα σ’αυτόν το βόθρο. Δεν μπορεί να καταλάβει πως, όταν κολυμπάς μέσα σε ένα βούρκο με σκατά, φροντίζεις να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό για να μην τα φας. Το να φωνάζεις, προειδοποιώντας τους άλλους, είναι ειλικρινής πράξη αυτοθυσίας. Όλοι θα σε δουν και θα γελάσουν με το πάθημά σου, αλλά εσύ θα τους έχεις βοηθήσει. Η επίγνωση του σκοπού και του αναπόδραστου μέσου για την επίτευξή του, δεν επιτρέπει χαριτωμενιές και ακκισμούς. Αντίθετα απαιτεί προετοιμασία αντίστοιχη του κήπου της Γεσθημανής: "Απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο"
Όσο για τη σύγκριση που επιχειρούν ανάμεσα σε Monty Python και Jerry Lewis τη βρίσκω τουλάχιστον ατυχή. Τι θα πει "δεν υπάρχει πάθημα στους Monty Python"; Δεν εκδιώχθηκαν από την καθολική εκκλησία μετά το “Life of Brian”;
Αλλά δεν υποχώρησαν. Επανήλθαν για να σφυρίξουν δύο λογάκια ακόμα, σε όλους τους θρησκόληπτους παρωπιδοφόρους με το “Meaning of life”.